Αίγυπτος, η πατρίδα που αγάπησα

Αίγυπτος, η πατρίδα που αγάπησα

Ο Κώστας Φέρρης μιλάει στην «Κ» για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του, το Κάιρο, το σινεμά και τα χρόνια που ήταν κομπάρσος

7' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 3 Οκτωβρίου, θα βρίσκεται στην Αίγυπτο, όπου θα τιμηθεί στο Μεσογειακό Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Αλεξάνδρειας για το σύνολο του έργου του. Ο Κώστας Φέρρης δεν κρύβει τη συγκίνηση που «γίνεται αναστάτωση» για του λόγου του στην πατρίδα. Γιατί η Ελλάδα ήταν το όνειρο, αλλά «η Αίγυπτος παραμένει η ψυχή μου».

Κάθε επιστροφή στη γειτονιά όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες κρύβει κάτι βαθύ. «Αυτή τη φορά θα είμαι στην Αλεξάνδρεια», λέει στην «Κ», όμως οι αναμνήσεις από την τελευταία επίσκεψη στη Σούμπρα του Καΐρου είναι νωπές κι ας πέρασαν χρόνια. Οταν έφτασαν με τη Θέσια Παναγιώτου, συνθέτιδα και σύντροφο στη ζωή, στην οδό Ελ Αζίζ 81, ο γείτονας που τον πλησίασε του είπε «κάπου σε ξέρω». «”Είμαι ο γιος της ράφτρας, που έμενα εδώ” απάντησα. Εβαλε μια δυνατή φωνή και κατέβηκε όλη η αυλή. Εφεραν γλυκά, άρχισαν τα σερμπέτια, οι γυναίκες τη ζαγρούτα, ξέρεις τη φωνή της χαράς και του γάμου».

Η Ούμα Σαλάχ, η μεγαλόσωμη γειτόνισσα που πρόσεχε τα παιδιά όλων που συνυπήρχαν αρμονικά: χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Εβραίοι, δεν ήταν εκεί, ούτε ο γιος της, Σαλάχ, ο κολλητός του Φέρρη. Αναπολεί τα πρώτα χρόνια που τον φώναζαν «Κόφτα» – Κώστας στα αραβικά, αλλά επειδή ήταν κακόηχο καθιερώθηκε το χαϊδευτικό Τάκης.

Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός μάς δέχτηκε στο σπίτι όπου ζουν με τη Θέσια στο Χαλάνδρι, την ημέρα που οι πλημμύρες ξέσπαγαν με άχτι σε όλη τη χώρα. Προτίμησε τη βεράντα του σπιτιού και τον ήχο της βροχής. Αφορμή για τη συνάντηση ήταν «Η γέφυρα των Λεμονιών» που συνυπογράφουν με την Πέρσα Κουμούτση (εκδόσεις Ποταμός). Ενα αφήγημα 303 σελίδων γεμάτο εικόνες, νοσταλγία, χιούμορ και αίσθημα. «Από σενάριο ξεκίνησε, σκόπευα να το κάνω ταινία, αλλά επειδή δεν έβρισκα εύκολα παραγωγό αποφάσισα να το κάνω μυθιστόρημα». Ζήτησε από την Πέρσα –συγγραφέα και μεταφράστρια αραβικής λογοτεχνίας, η οποία επίσης γεννήθηκε στο Κάιρο και φοίτησε στην Αμπέτειο Σχολή– τη μεταγραφή του αυτοβιογραφικού σεναρίου σε αφήγημα, γιατί όπως λέει στην «Κ», «ήμουν κολλημένος στη σεναριακή μορφή».

Αφορά τα 22 πρώτα χρόνια της ζωής του, με μυθοπλαστικά στοιχεία. Η εκδότριά του Αναστασία Λαμπρία επιμένει για τη συνέχεια και φαίνεται να τον έπεισε για τα επόμενα. Σήμερα, όμως, ταξιδεύουμε στη Σούμπρα. «Μια φτωχογειτονιά που δεν πάει το μυαλό σου ότι θα μπορούσες να ξεφύγεις. Σε ένα αδιέξοδο ήταν το σπίτι, στο οποίο μόνο ορόφους αλλάζαμε, από το ισόγειο στον πρώτο και μετά στον δεύτερο όροφο. Οι αλλαγές στους πάνω ορόφους ήταν κοινωνική άνοδος για τη μητέρα μου. Ζούσαμε ευτυχισμένα με Εβραίους, Μαλτέζους, Ιταλούς, Ελληνες. Από το αστικό Κάιρο μας χώριζε η γέφυρα των Λεμονιών».

Οι γονείς είχαν ρίζες από την Κύπρο και τον Λίβανο. «Η μάνα, γεννημένη στην Κύπρο, έλεγε πάντα ότι ήμασταν από πριγκιπική οικογένεια και με τους αδελφούς μου γελούσαμε». Αργότερα, από ξαδέλφη στην Αθήνα έμαθε ότι η ρίζα είναι η οικογένεια Λαχούντ, από τις παλαιότερες του Λιβάνου, όπως επιβεβαίωσε πριν από έξι χρόνια.

Ο πατέρας, μηχανικός πλοίων και μοτοσικλετών, πέθανε όταν ο Φέρρης ήταν 11 χρόνων. «Η μητέρα έραβε παιδικά κοστουμάκια για μεγάλα καταστήματα. Δεν μας πείραζε η φτώχια τότε, γιατί φτωχοί ήταν όλοι στην αυλή. Τους Ελληνες μας αγαπούσαν πολύ. Να σκεφτείς ότι τη Μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο, στους Αγίους Αναργύρους στη Σούμπρα, κάναμε περιφορά στο τετράγωνο και οι μουσουλμάνοι φίλοι έβγαιναν στα μπαλκόνια με κεριά να φωτίσουν τον δρόμο μας».

Οι δικοί του τον πείραζαν μικρό, «ότι γεννήθηκα πίθηκος επειδή ήμουν πολύ τριχωτός. Μετά από 40 μέρες έπεσαν, αλλά το αστείο κράτησε χρόνια. Στον πατέρα είχα αδυναμία. Ηταν αγαπησιάρης, Ρωμιός και λαϊκός. Αλλά και καλλιεργημένος. Με την παρέα του έπαιζαν Μότσαρτ, εκείνος με το μαντολίνο οι άλλοι με το βιολί». Το βαρύ ζεϊμπέκικο του πατέρα είναι η τελευταία ανάμνηση που κλείδωσε μέσα του, όσο οι αδελφοί Μανιταρά έπαιζαν μάγκικα, όπως έλεγαν τότε τα ρεμπέτικα. «Πρόσεξε, δεν είναι χορός για σαλτιμπάγκους», τον συμβούλεψε, «αλλά χορός αργός, όπως τον αισθάνεσαι, φτάνει να παρακολουθείς τον στίχο, όχι τη μουσική». Οταν αργότερα ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο, κατάλαβε ότι είχε δίκιο. «Πέθανε στο Πορτ Σάιντ, είχε πάει να βρει δουλειά, στην ουσία είχε χωρίσει από τη μητέρα, δεν άντεχε την γκρίνια της. Ονειρευόταν να έρθει στην Ελλάδα. “Η Ελλάδα είναι μια μεγάλη θάλασσα” έλεγε».

Τριπλός έρωτας

Το δικό του όνειρο για την Ελλάδα ξεκίνησε από μια φωτογραφία. Μια συγγενής έστειλε φωτογραφία της κόρης της Γκλόρια, που ήταν μικρή τσαχπίνα, ξανθιά με μπούκλες, στη σχολική φωτογραφία, πίσω της μια εικόνα της Ακρόπολης. «Ετσι, 10 ετών αποφάσισα ότι αυτή θα παντρευτώ».

Σε ένα αδιέξοδο ήταν το σπίτι, στο οποίο μόνο ορόφους αλλάζαμε, από το ισόγειο στον πρώτο και μετά στον δεύτερο όροφο. Οι αλλαγές στους πάνω ορόφους ήταν κοινωνική άνοδος.

Ο έρωτας ήταν τριπλός γελάει ο σκηνοθέτης, στα 88 πια. «Ηταν ο έρωτας για την Ελλάδα, ο κυριολεκτικός έρωτας, που έφτασα στα 22 μου για να τον γνωρίσω, και ο έρωτας για το σινεμά». Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του ήταν η Αμπέτειος Σχολή, που πήγαινε με τα πόδια διασχίζοντας τη γέφυρα των Λεμονιών κάθε μέρα. Ηταν τότε που αγόραζε με πάθος βιβλία, αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά, για δυο γρόσια. Μια μέρα έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο με τίτλο «Ποιήματα» και το όνομα Αιμιλία Κούρτελη. Θυμάται την ιδιόχειρη αφιέρωση του ποιητή Σωτήρη Σκίπη «στην αγαπητή φίλη της μνηστής μου και φίλης της Δέσποινας Μαζαράκη» και το όνομά του. «Ποια είναι ρώτησα τον καθηγητή μου και εκείνος με προέτρεψε να αναζητήσω την “Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας” του Δημαρά “ψάξε, κάτι θα βρεις”. Βρήκα το όνομα Αιμιλία Στεφάνου Δάφνη το γένος Κούρτελη».

Ο νεαρός Φέρρης λάτρευε τον Λορέντζο Μαβίλη, τον Καβάφη, ακόμη περισσότερο τον Καρυωτάκη και τα σονέτα. Γρήγορα άρχισε να γράφει ποιήματα, κάποια ερωτικά που έστελνε στον Γλαύκο Αλιθέρση στην εφημερίδα «Ημέρα της Αλεξάνδρειας». «Μου δημοσίευσε το πρώτο μου ποίημα γράφοντάς μου “συγχαρητήρια, Τάκη Ψαρρέ”, το ψευδώνυμό μου, “προχώρα ακάθεκτος”».

Στη Δ΄ Γυμνασίου άρχισε η ενασχόληση με τον κινηματογράφο. Ο Γιώργος Ιορδανίδης που είχε τον ερασιτεχνικό θίασο των αποφοίτων της Αμπετείου και έπαιζε στον αιγυπτιακό κινηματογράφο «με έφερε σε επαφή με το κομπαρσάδικο. Πήγαινα για να βλέπω πώς γυρίζονται οι ταινίες. Συνήθως οι Ελληνες υποδυόμασταν τους πελάτες των καμπαρέ ή χορεύαμε όταν έπαιζε η ορχήστρα. Επαιξα κομπάρσος σε πολλές αιγυπτιακές ταινίες αλλά και ελληνικές, όπως στο “Κυριακάτικο ξύπνημα” του Κακογιάννη». Ομως τρελαινόταν και για την όπερα, όπου επίσης έπαιξε κομπάρσος.

Θυμάται τη γνωριμία του με τη Λαμπέτη και τον Χορν, οι οποίοι τότε ήταν τρελά ερωτευμένοι και «μετά το γύρισμα στο στούντιο έτρεχαν στο ξενοδοχείο τους. Τότε γνώρισα τον Γ. Τσαρούχη, που ήταν σκηνογράφος της ταινίας. Με το θράσος της νιότης ζήτησα να βοηθήσει στον “Κόκκινο βράχο”, παράσταση που ανεβάσαμε για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Σε ακουαρέλες ζωγράφισε τον κόκκινο βράχο, μάλιστα το υπέγραψε και μου είπε “φύλαξέ το, γιατί με τα χρόνια θα αξίζει περισσότερο”».

Με τον Κούνδουρο

Το 1958, στην Ελλάδα πια, ο Κ. Φέρρης έγινε βοηθός του Κούνδουρου, ο οποίος τον γνώρισε στους Χατζιδάκι, Γιώργο Μακρή, Ρένο Αποστολίδη, Μίκη Θεοδωράκη κ.ά. Θυμάται ημερομηνίες και λεπτομέρειες από την Αθήνα, τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, τις συνεργασίες με τους Ρόμπερτ Ολντριτς, Εντουάρ Μολιναρό, Ρίτσαρντ Σαρέιφιαν, Λάζλο Μπένεντεκ, Ρίτσαρντ Γουίλσον. Το χάπενινγκ που ετοίμαζαν με τον Σαλβαντόρ Νταλί. «Δεν έγινε ποτέ, όμως έζησα τη χαρά της δημιουργίας».

«Η ζωή μου είναι σαν ταινία» παραδέχεται και θυμάται τις πρώτες του. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» το 1961, που απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής, το «Μερικές το προτιμούν χακί» και από το 1974 τις: «Φόνισσα», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο», «Ρεμπέτικο» και «Oh Babylon».

Το ευρύ κοινό τον αγάπησε με το «Ρεμπέτικο». «Ηταν η καταστροφή μου, γιατί ξύπνησε τη ζηλοφθονία. Η πρεμιέρα του “Ρεμπέτικου” προκάλεσε το μεγαλύτερο γιούχα όλων των εποχών στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ομως, στο φεστιβάλ του Βερολίνου απέσπασε την Αργυράν Αρκτο. Τότε την ανακάλυψαν σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία, ακόμη και στην Αμερική. Εδώ πολεμήθηκε. Λέγανε ότι πήρα μια ερασιτέχνιδα για πρωταγωνίστρια. Μετά την προβολή, ο Ραφαηλίδης και ο Αγγελόπουλος, φίλοι και οι δυο, μου είπαν “καλά, ρε Φέρρη, εσύ ένας διανοούμενος κάνεις λαϊκίστικο κινηματογράφο;”. Εγώ στις ταινίες μου αφομοίωνα τα στοιχεία του λαϊκού κινηματογράφου και τα έβγαζα σε έντεχνο. Χρόνια αργότερα, ο Αγγελόπουλος είδε το “Ρεμπέτικο” στην τηλεόραση και παρότι ήταν αυτή η κόπια που παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη μου είπε: “Αυτή είναι ταινία, αυτή έπρεπε να παίξεις στη Θεσσαλονίκη!”».

Τώρα έχει έτοιμα δύο σενάρια, τη «Γέφυρα των Λεμονιών» για την οποία ενδιαφέρθηκαν παραγωγοί από την Αίγυπτο και «Το τίμημα της ελευθερίας», για την ιστορία της Κύπρου από το 1955 έως το 1965. Ενα άλλο σχέδιο έστειλε στον φίλο του Φόλκερ Σλέντορφ (ο σκηνοθέτης της ταινίας «Ταμπούρλο»).

Στα 88, ο χρόνος δεν τον βαραίνει, «επειδή είμαι χορτάτος», γελάει αρχοντικά και προσθέτει: «Χτύπα ξύλο!». Τι είναι για εσάς η Αίγυπτος, ρωτάω. «Είναι η πατρίδα. Η Ελλάδα είναι αγάπη, θαυμασμός, έμπνευση. Η Αίγυπτος είναι χαμόγελο και αισθήσεις. Η όραση χορταίνει με τα παλάτια και τα αρχαία της, η όσφρηση με το κάρδαμο, τα μπαχαρικά, την υγρασία του Νείλου, οι γεύσεις με υπέροχα φαγητά της».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή