Ζωές γυναικών που δεν μίλησαν ποτέ

Ζωές γυναικών που δεν μίλησαν ποτέ

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ντέλλας μιλάει στην «Κ» για τις γριές, μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

ζωές-γυναικών-που-δεν-μίλησαν-ποτέ-562646767

Ο μύθος λέει πως όταν η Μήδεια διέσχισε με τον Ιάσoνα τη Θεσσαλία, ο σάκος όπου φύλαγε τα βοτάνια της άνοιξε και οι σπόροι σκορπίστηκαν στη γη. Κάπως έτσι από τη μακρινή Κολχίδα οι παραδόσεις μαγικών και θεραπευτικών βοτάνων ταξίδεψαν στη Θεσσαλία και γρήγορα οι μάγισσές της έγιναν ισχυρές και φημισμένες για το κατέβασμα του φεγγαριού, γνωστό ως «άρμεγμα του φεγγαριού».

Η Θεσσαλία, λέει ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ντέλλας, έχει μεγάλη παράδοση στο θέμα της μαγείας ήδη από την αρχαιότητα και τους ελληνιστικούς χρόνους. Ηταν μια περιοχή που είχε ξακουστές μάγισσες. Για τη διάσημη Εριχθώ ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός έγραψε το επικό ποίημα «Φαρσάλια». Στη Θεσσαλία όπου ζούσε, παραμονή της μάχης των Φαρσάλων τη συμβουλεύτηκε ο γιος του Πομπηίου και εκείνη, αντί να τον καθοδηγήσει στον Κάτω Κόσμο, έφερε τον Κάτω Κόσμο επάνω στους ζωντανούς. Η Εκάτη επίσης ζούσε στην περιοχή, όπως η μυθική Αγλαονίκη η Ηγήτορος και η θρυλική Μυκάλη που ανεβοκατέβαζε το φεγγάρι…

Στο πλαίσιο της έρευνας που έκανε ο σκηνοθέτης για τη γυναίκα της τρίτης ηλικίας, την ανθρωπολογία της συγγένειας και του φύλου και την ανθρωπολογία της θρησκείας, προσέγγισε το θέμα της Θεσσαλίας. Και όταν την περασμένη άνοιξη η Κυριακή Σπανού τον κάλεσε στην Πειραματική Σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου, εκείνος ετοίμασε την παράσταση «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας», που ταξίδεψε έως τη Μακεδονία και τώρα έφθασε στην Αθήνα. Στο Θέατρο Σταθμός στο Μεταξουργείο θα παρουσιάζεται από τις 4 Οκτωβρίου έως τις 26 του μηνός.

Κληρονομιά της Μήδειας

Είναι μια σκηνική προσέγγιση του γυναικείου σώματος της τρίτης ηλικίας και της σύνδεσης του με τη λαϊκή μαγεία, τη μαγειρική και τις τελετουργικές πρακτικές. Αφετηρία, η Θεσσαλία και η παράδοσή της στις μαγικές πρακτικές, που θέλει τις μάγισσες της περιοχής να έχουν παραλάβει τις μυστικές δεξιότητές τους από τη Μήδεια. Οδηγήτριες είναι «τρεις θηλυκές μορφές που συνδιαλέγονται μεταξύ του οικείου και του αρχετυπικού, της ακίνδυνης “γιαγιάς” και της επικίνδυνης θεραπεύτριας, και μιλούν για τις ζωές τους, γι’ αυτά που έμαθαν από τις παλιές, αυτά που έπαθαν ως γυναίκες και αυτά που παραδίδουν στις επόμενες».

«Η μισή καταγωγή μου είναι από τα Τρίκαλα», λέει ο Κ. Ντέλλας. Υπήρχε ένα βιωματικό κομμάτι αυτού του μοντέλου γυναίκας από τη γιαγιά, σε συνδυασμό με τις γυναίκες εργάτριες στα χωράφια, την οικογένεια, την τεχνογνωσία των βοτάνων, τις θεραπεύτριες γυναίκες που ήξεραν τα μυστικά των πρακτικών, του «ξεματιάσματος», της πίτας που έφτιαχναν, των χόρτων που χρησιμοποιούσαν μαζί με το αλεύρι, το νερό και το λάδι ως πρώτη ύλη. «Ο συνδυασμός της ιδιότητας της γυναίκας τροφού μέσα στις περιορισμένες κοινωνικές της προεκτάσεις στην κοινότητα, η ανάπτυξη της τεχνογνωσίας έξω από την κοινότητα, του μεταφυσικού», λέει στην «Κ».

Εξηγεί ότι σε αυτές τις πατριαρχικές κοινωνίες οι γυναίκες ζούσαν στο περιθώριο, έμεναν αόρατες παρότι εργάζονταν σκληρά στην οικονομική παραγωγή της οικογένειας και της κοινότητας. Ετσι, σημειώνει, «ανέπτυξαν έναν μυστικό κώδικα, μια λανθάνουσα εξουσία, που στηριζόταν στη χρήση της μαγείας, των “πρακτικών” κ.ά.». Πρωταγωνιστές της παράστασης είναι οι Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας-Γιώργος Περλέρος, Γιάννης Σανιδάς, τρεις ηθοποιοί 25-30 ετών που μεταμορφώνονται στη σκηνή φορώντας θηλυκά σώματα μεγάλης ηλικίας. Η αντιστροφή των πραγμάτων είναι σε διπλό επίπεδο: ηλικία και κοινωνικό φύλο. Στους τόπους που παρουσιάστηκαν οι «Γριές» πριν από τις πλημμύρες, πολλοί θεατές στάθηκαν στα ηθογραφικά στοιχεία, άλλοι στο εικαστικό μέρος της παράστασης. Για τον σκηνοθέτη και δραματουργό έχει ενδιαφέρον πώς το αντιμετώπισε το νεανικό κοινό, «ότι φοιτητές του Πανεπιστημίου Βόλου θεωρούσαν τρομερά οικείο αυτό το σώμα, τις συνήθειες, το περπάτημα, άσχετα από την ηλικία».

Μεταμφίεση

Η τελετουργική διαδικασία, η μεταμφίεση, οι μάσκες είναι τα βασικά «κλειδιά» των ηθοποιών, που σμίγουν ιστορίες, παραδόσεις, συνταγές, αφηγήσεις, ιατροσοφικούς κώδικες του 19ου αι. με σημερινές συνεντεύξεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα των παραστάσεων, αλλά και αποσπάσματα από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, τα «Φαρσάλια» του Λουκανού, το «Μαράν Αθά» του Θωμά Ψύρρα, τις «Γυναίκες της γης» της Μαρούλας Κλιάφα.

«Τρεις θηλυκές μορφές μιλούν για τις ζωές τους, γι’ αυτά που έμαθαν από τις παλιές, αυτά που έπαθαν ως γυναίκες και αυτά που παραδίδουν στις επόμενες».

Οι τρεις μονόλογοι της παράστασης αναφέρονται στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της Θεσσαλίας αλλά και στο αστικό τοπίο της Αθήνας. Η πρώτη, η Βαΐτσα, μπαίνει στο σπίτι νύφη, γεννάει κορίτσι που δεν το θέλει ούτε ο άνδρας της και μέσα από αυτήν παρακολουθούμε τη θέση της γυναίκας στην οικονομία της οικογένειας. Η δεύτερη ιστορία εστιάζει στην Αγορίτσα ή Αγόρω, καθαρά θεσσαλικό όνομα. Οταν υπήρχαν τρία-τέσσερα κορίτσια στην οικογένεια, οι γονείς έδιναν σε ένα από αυτά το όνομα Αγόρω μήπως και το επόμενο παιδί γεννηθεί αγόρι για να συνεχίσει τη γενιά.

Η Κατερίνα, η τρίτη ηρωίδα, μετακόμισε με τον άνδρα της στην πόλη και μέσα από την ιστορία της το κοινό παρακολουθεί πώς μετατοπίζεται η σιωπή της γυναίκας στο αστικό τοπίο. Ο σύζυγος δεν την αφήνει να εργαστεί αλλά ούτε και να λάβει μέρος σε μια χορωδία.

Ακραίες πρακτικές

Στις ιστορίες αυτών των γυναικών κρύβονται και ακραίες πρακτικές. «Οταν μια γυναίκα δεν μπορούσε να κάνει παιδί, την έβαζαν πάνω σε βραστό νερό για να ζεσταθεί η μήτρα και να καρπίσει. Ηθελα να εντάξω στην παράσταση κι αυτό το στοιχείο, γιατί δεν μιλάμε μόνο για μια καταδυνάστευση βασισμένη στο κοινωνικό φύλο», λέει ο σκηνοθέτης. «Παρακολουθούμε και τον κοινωνικό ρόλο ακόμη και μέσα στο ίδιο το φύλο. Πως η πεθερά προς τη νύφη έπαιρνε ανδρικά χαρακτηριστικά, γινόταν σκληρή, χειριστική απέναντι στις νεότερες γυναίκες της ίδιας οικογένειας».

Αυτό που χαίρεται έπειτα από κάθε ανέβασμα ο σκηνοθέτης είναι ότι εξερχόμενοι οι θεατές λένε ιστορίες από τις δικές τους γιαγιάδες. Εδώ το ερευνητικό κομμάτι λειτουργεί παράλληλα με την παράσταση. «Οταν ο θεατής εισέρχεται στην αίθουσα, του δίνουμε ένα χαρτί ώστε μετά τη λήξη της παράστασης, εφόσον θέλει, να προσθέσει κάποιο βίωμα που μπορεί να συνεισφέρει στην έρευνα. Ακολουθεί συνέντευξη και έτσι η παράσταση τροφοδοτείται διαρκώς με νέα στοιχεία».

«Αμετρος βροχή»

Στην παράσταση της Αθήνας γίνονται αναφορές και στις πρόσφατες πλημμύρες. Προφορικές μαρτυρίες κατοίκων για το πώς βίωσαν οι δικοί τους την καταστροφή. «Ανθρωποι μεγάλης ηλικίας, χωρίς παιδιά, που δούλευαν μια ζωή για να έχουν ένα σπίτι στα γεράματα και τώρα δεν κατάφεραν να επιστρέψουν ή πήγαν σε γηροκομείο. Δηλαδή ανατράπηκε ο κόσμος τους».

Πολλές γενιές πριν, κάποιοι άλλοι Θεσσαλοί έκαναν επικλήσεις για ποτιστική βροχή, τελετουργίες αμιγώς γυναικείες, όπως το τραγούδι της περπερούνας προκειμένου να κατέβει το νερό γιατί: «Αν βρέξ’ ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, να ιδής κουλούρια τα παιδιά και πίτες οι μανάδες και ψιλανασκουμπώματα οι κλεφτομυλωνάδες». Αυτά ακούγονται στην παράσταση, όπως και μαρτυρίες από σκονισμένα τοπικά ημερολόγια που δείχνουν τις συνέπειες των δυνατών βροχοπτώσεων άλλων καιρών. Σε ένα ημερολόγιο της Λάρισας αναφέρεται μεταξύ άλλων: «1853, Αυγούστου 30. Γράφομεν διά ενθύμησιν προς τους μεταγενεστέρους ότι έριξεν εις την Αγιάν μίαν ραγδαίαν βροχήν και εστάθη άμετρος βροχή ώρας εικοσιτέσσαρες».

«Μέρος του αφηγήματος ενός τόπου είναι και οι καταστροφές του», λέει ο Κωνσταντίνος Ντέλλας και τονίζει: «Δεν ήθελα να κάνω μια μουσειακή παράσταση, αλλά να ειπωθούν πράγματα μέσα από τις διαδρομές της τέχνης. Ακόμη και για να πεις “δεν το θέλω άλλο αυτό”». Οι «Γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» αποτελούν ένα work in progress πάνω στον διάλογο της παραστασιακής τέχνης με την κοινωνική ανθρωπολογία, με βασικούς άξονες τους κοινωνικούς ρόλους και τις έμφυλες διαστάσεις της τροφής και των λαϊκών μαγικοθρησκευτικών πρακτικών.

Οσο για τις γιαγιάδες της Θεσσαλίας, παρότι εκλείπει σιγά σιγά η εικόνα τους με τις μακριές πλεγμένες κοτσίδες στεφανωμένες στο κεφάλι, καλυμμένες με τη μαντίλα, τα αυλακωμένα κουρασμένα πρόσωπα από τη σκληρή δουλειά στο σπίτι και στα χωράφια, κάτι έχει μείνει στη μνήμη μας. «Είναι ένα αναμνησιακό αφήγημα για τις γιαγιάδες μας που δεν είδαμε ποτέ ως γυναίκες. Εχει σημασία να δούμε πώς μια κοινωνία ορίζεται ως πατρογραμμική, να μιλήσουμε για τις γυναίκες που υιοθετούν αρσενικά στοιχεία για να επιβιώσουν. Μελετώντας προσωπικές ιστορίες νιώθω σαν να δίνω φως σε ζωές γυναικών που δεν μίλησαν ποτέ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή