«Η μνήμη πάει μαζί με τη λήθη»

«Η μνήμη πάει μαζί με τη λήθη»

Ο ρόλος των εθνικών επετείων στη συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας κάτω από ένα ενιαίο παρελθόν

6' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η μνήμη πάει μαζί με τη λήθη»-1Εθνικές επέτειοι. Μορφές διαχείρισης της μνήμης και της Ιστορίας (συλλογικό)
επιμέλεια: Χάρης Αθανασιάδης, Πολυμέρης Βόγλης
εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 272

Σφυρηλατούν την αίσθηση της κοινότητας και της εθνικής ταυτότητας, οπτικοποιούν το παρελθόν και συμβάλλουν στη μετουσίωσή του σε Iστορία, ενώ προσφέρουν στην κρατική εξουσία την ευκαιρία να ενισχύσει τη νομιμοποίησή της. Διαθέτουν συμβολική και επιτελεστική διάσταση (ακόμη και σκηνογραφία), χαρακτηρίζονται από επαναληπτικότητα και όχι από εκπλήξεις (καθώς υπογραμμίζουν τη σταθερότητα σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο), ενώ διεκδικούν και την ψυχοσωματική εμπλοκή του κοινού.

Θα έλεγε κανείς, ωστόσο, ότι πλην εξαιρέσεων οι εθνικές επέτειοι δεν έχουν καλυφθεί εκτεταμένα από την εγχώρια βιβλιογραφία. Στην ξενόγλωσση υπάρχουν οι μελέτες των Τζον Γκίλις, Ντέιβιντ ΜακΡόουν, Πιερ Νορά κ.ά. – ειδικά στη Γαλλία η 200ετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης είχε αποτελέσει αντικείμενο ευρείας έρευνας. Πέρα λοιπόν από το αναγνωστικό, έχει και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον η κυκλοφορία του συλλογικού τόμου «Εθνικές επέτειοι. Μορφές διαχείρισης της μνήμης και της Ιστορίας»: η ίδια η μελέτη των εθνικών επετείων της Ελλάδας φαίνεται να υποστηρίζεται εδώ, έχει τη σημασία της.

Εθνική ταυτότητα

«Οι επέτειοι επηρεάζουν καταλυτικά τι θυμόμαστε από το παρελθόν και πώς το θυμόμαστε. Ισως ξεχνάμε πολλά από όσα μάθαμε στο σχολείο, αλλά την Επανάσταση του ’21 και το Επος του ’40 δεν τα ξεχνάμε», λέει στην «Κ» ο Χάρης Αθανασιάδης, καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνεπιμελητής του τόμου. Οπως εξηγεί, τα δύο συγκεκριμένα γεγονότα έχουν τις δικές τους ημέρες μέσα στον χρόνο και επενδύονται με τελετουργίες, στις οποίες όλοι μετέχουμε ως θεατές ή και δρώντες. Ετσι εμπεδώνεται η αίσθηση ενός κοινού παρελθόντος, εντείνεται η εθνική συσπείρωση και παγιώνεται η εθνική ταυτότητα.

Ισως ξεχνάμε πολλά από όσα μάθαμε στο σχολείο, αλλά την Επανάσταση του ’21 και το Επος του ’40 δεν τα ξεχνάμε.

«Ολα αυτά επηρεάζουν το σήμερα και το αύριο, τον βαθμό και τις μορφές της συλλογικής δράσης», σημειώνει ο κ. Αθανασιάδης, «διότι οι άνθρωποι δρουν βέβαια με βάση όσα βιώνουν στο παρόν, αλλά επίσης με βάση όσα θυμούνται από το παρελθόν και το πώς ερμηνεύουν όσα θυμούνται. Οι ιστορικοί, μαζί με τα κρίσιμα επεισόδια του παρελθόντος, χρειάζεται να μελετάμε και τη μακρά σκιά τους, τις αποτυπώσεις τους στη συλλογική μας μνήμη. Και οι επέτειοι ανήκουν στους πιο ισχυρούς διαμορφωτές της».

Μιλώντας για μνήμη, αξίζει να μνημονεύσουμε τον ιστορικό Ερνέστ Ρενάν (1823-1892), που είχε παρατηρήσει πως «η ουσία ενός έθνους έγκειται στο ότι όλα τα άτομα έχουν πολλά κοινά πράγματα, καθώς επίσης και ότι όλοι έχουν λησμονήσει πολλά πράγματα». Αραγε υπάρχουν πράγματα και γεγονότα που λησμονούνται ή αποσιωπούνται στις εγχώριες εθνικές επετείους; Υπάρχουν επέτειοι που λησμονήθηκαν ή υποβαθμίστηκαν οι ίδιες;

«Η μνήμη πάει μαζί με τη λήθη», λέει ο Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και έτερος συνεπιμελητής του τόμου. «Η λήθη αφορά εκείνα τα γεγονότα τα οποία στο παρελθόν διαίρεσαν βαθύτατα την ελληνική κοινωνία και γι’ αυτόν τον λόγο ποτέ δεν καθιερώθηκε κάποια επίσημη επέτειος για τον εμφύλιο πόλεμο. Επίσης, αφορά γεγονότα τα οποία μπορεί να είναι σημαντικά, αλλά δεν τονώνουν την εθνική υπερηφάνεια. Η επέτειος της αποκατάστασης της δημοκρατίας είναι ένα καλό παράδειγμα, όπως δείχνει και το σχετικό κεφάλαιο στον τόμο: η 24η Ιουλίου δεν έγινε εθνική επέτειος, γιατί στην ιστορική μνήμη συνδέθηκε με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο», παρατηρεί ο καθηγητής.

«Και ασφαλώς αφήνονται στη λήθη οι στρατιωτικές ήττες», συμπληρώνει ο Χάρης Αθανασιάδης, «ιδιαιτέρως οι ταπεινωτικές, όπως εκείνη του 1897, όταν η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία προκειμένου να απελευθερώσει τη Μακεδονία, αλλά έχασε και τη Θεσσαλία. Ενδιαφέρον έχει επίσης η 3η Σεπτεμβρίου 1843, η επέτειος του Συντάγματος, που επιβλήθηκε από τους εξεγερθέντες ενάντια στον Θρόνο, μα άντεξε μόνο μια εικοσαετία έως την έξωση του Οθωνα. Στην περίπτωση αυτή, η γιορτή συρρικνώθηκε και έσβησε όταν εξέλιπε ο κεντρικός της στόχος».

Το «Οχι» και ο Εμφύλιος

Αποτελούμενος από αναθεωρημένες ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2020 σε επιστημονικό συνέδριο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, ο τόμος εστιάζει, μεταξύ άλλων, σε σημαντικές πτυχές των δύο καθιερωμένων εθνικών επετείων, της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου. Ειδικά για τη δεύτερη, ένα σύνηθες ερώτημα είναι γιατί αυτή κυριάρχησε έναντι άλλων εορτασμών, όπως για το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή την Απελευθέρωση της Αθήνας.

«Ο κύριος λόγος», θυμίζει ο Πολυμέρης Βόγλης, «είναι ότι η Ελλάδα, λίγες εβδομάδες μετά την Απελευθέρωση γνώρισε την τρομερή σύγκρουση των Δεκεμβριανών και, αργότερα, τον Εμφύλιο. Η Απελευθέρωση, με άλλα λόγια, δεν αποτέλεσε την αρχή μιας νέας εποχής, χαρακτηριζόμενη από την ειρήνη, τη δημοκρατία και την ανασυγκρότηση, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε ότι ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου αποδείχθηκε αρκετά “εύπλαστος”: για κάποιους σηματοδοτούσε το “Οχι” του Ιω. Μεταξά, ενώ για άλλους την απαρχή ενός ηρωικού αγώνα του ελληνικού λαού, που συνεχίστηκε μετά στην Αντίσταση».

«Το τέλος διαιρούσε, η αρχή ένωνε. Επιπλέον εξύψωνε. Ηταν η πρώτη νίκη, έστω προσωρινή, ενάντια στις δυνάμεις του Αξονα», προσθέτει ο Χάρης Αθανασιάδης, τονίζοντας ωστόσο και ένα μοτίβο που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, καθώς διαπερνά την ελληνική Ιστορία: «Γιορτάζουμε την Επανάσταση του 1821 και όχι τη συγκρότηση του κράτους το 1830. Παρομοίως, γιορτάζουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι τη μετάβαση στη Δημοκρατία. Οι ρομαντικές εξεγέρσεις, που σχεδόν πάντα ποτίζονται με αίμα, μας συγκινούν περισσότερο από την οικοδόμηση θεσμών», σημειώνει ο καθηγητής.

Το παρόν επικαθορίζει το παρελθόν

Η επέτειος του Πολυτεχνείου γίνεται πεδίο μάχης σε επίπεδο συμβόλων, όπως στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αμφισβητήθηκε, άλλοτε για τον αριθμό των θυμάτων, άλλοτε για το εάν υπήρξαν νεκροί κ.λπ. Αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί είναι ότι ενώ αυτές οι φωνές για δεκαετίες προέρχονταν από την άκρα Δεξιά, σήμερα ακούγονται από βουλευτές και υπουργούς οι οποίοι θέλουν να απαξιώσουν τη σημασία της εξέγερσης», παρατηρεί ο Πολυμέρης Βόγλης.

Ο Χάρης Αθανασιάδης δεν διαφωνεί. «Η άκρα Δεξιά», λέει, «έχει λόγους να απαξιώνει το Πολυτεχνείο. Η φιλελεύθερη, όχι. Διότι κεντρικό αίτημα της εξέγερσης υπήρξε η πολιτική ελευθερία, δηλαδή η δημοκρατία. Κι όμως, η στάση της απέπνεε συνήθως αμηχανία. Συστηματική προσπάθεια για την ένθεση της μνήμης του Πολυτεχνείου στον χώρο της Δεξιάς είχαμε μόνο από την κυβέρνηση Καραμανλή το 2004-07. Εγκαταλείφθηκε όμως εκ νέου, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση και εντάθηκαν οι κοινωνικές συγκρούσεις. Το παρόν επικαθορίζει το παρελθόν».

«Η ελληνική κοινωνία για δεκαετίες είχε διαγράψει από τη μνήμη της την εξόντωση των Εβραίων συμπολιτών», επισημαίνει ο Π. Βόγλης.

Αραγε ο επικαθορισμός αυτός έχει επηρεάσει και ζητήματα όπως η ένταξη της μνήμης της εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων στην ευρύτερη εθνική μνήμη; «Η ελληνική κοινωνία για δεκαετίες είχε διαγράψει από τη μνήμη της την εξόντωση των Εβραίων συμπολιτών, ειδικά στη Θεσσαλονίκη», απαντάει ο Πολυμέρης Βόγλης. Αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από τη δεκαετία του ’90. «Σήμερα υπάρχει πλέον συστηματική ιστορική έρευνα για την τύχη των Εβραίων. Από την άλλη, η γενοκτονία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ένα τραγικό γεγονός που αφορά “άλλους”. Δεν έχει ενταχθεί στην ελληνική Ιστορία ούτε στην εθνική μνήμη».

Τι θα λέγαμε, τέλος, για την 200ετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης; Ο Χ. Αθανασιάδης θυμάται ότι στις αρχές του 2021 η επιτροπή του κράτους κυκλοφόρησε μετάλλιο με πίνακα του Θεόφιλου: την Ελλάδα να ζωντανεύει στα χέρια του Ρήγα και του Κοραή. «Ηταν ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα εφόσον προμήνυε μια πιο έγκυρη ανάγνωση της συγκρότησης και πορείας του νέου Ελληνισμού, απαλλαγμένη από τις εθνικιστικές και θρησκευτικές της πλαισιώσεις», λέει ο κ. Αθανασιάδης, προσθέτοντας: «Η συνέχεια δεν ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Ωστόσο, οργανώθηκαν εκδηλώσεις και συνέδρια από ιδρύματα και πανεπιστημιακά τμήματα, τα οποία ανέδειξαν και τη δημοκρατική διάσταση του 1821, η οποία παραμένει υποφωτισμένη. Καθώς όμως όλα αυτά ξεδιπλώθηκαν μέσα στην πανδημία, περιορίστηκαν εν πολλοίς σε κύκλους διανοουμένων. Δεν υπήρξαν εκλαϊκευμένες δράσεις με ευρεία απεύθυνση, ώστε να επηρεάσουν την ιστορική κουλτούρα της κοινωνίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή