Γιώργος Κωνσταντίνου στην «Κ»: «Εκανα καλή παρέα με τη μοναξιά μου»

Γιώργος Κωνσταντίνου στην «Κ»: «Εκανα καλή παρέα με τη μοναξιά μου»

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο κατώφλι των 90 ετών παίζει τον κ. Γκριν, «έναν γρουσούζη», και μιλάει στην «Κ» για τη ζωή του

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ηθελα να παίξω αυτό το έργο του Τζεφ Μπάρον, αλλά το ένιωθα μακριά από μένα παρότι ο ήρωας είναι κοντά στην ηλικία μου». Ο Γιώργος Κωνσταντίνου δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του και μοιάζει ειλικρινής όταν λέει ότι πραγματοποιεί ένα όνειρο που δεν περίμενε ότι θα ζήσει. «Ξέρετε πόσων χρόνων είμαι; 89!».

Μόλις ξεκίνησε στο θέατρο «Αργώ» το πολυβραβευμένο «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν», αφού ολοκλήρωσε την καλοκαιρινή περιοδεία του σατιρικού «Εκείνος κι εκείνος» του Κ. Μουρσελά και τη σύντομη τηλεοπτική του εμφάνιση στους «Πανθέους».

Δεν είναι μόνο ότι ταιριάζει ηλικιακά με τον μοναχικό ήρωα που υποδύεται, αλλά και ότι συνεργάζεται με τους πολύ νεότερους συναδέλφους του, Αποστόλη Τότσικα και Κώστα Γάκη.

Υποδύεται τον κύριο Γκριν, έναν σκληροπυρηνικό, συντηρητικό ηλικιωμένο Εβραίο, καρφωμένο σε παλιά ήθη, «έναν γρουσούζη» όπως τον περιγράφει, ο οποίος αποκήρυξε ακόμη και την κόρη του επειδή ο άνδρας που παντρεύτηκε δεν είναι Εβραίος. Περιορισμένος μετά τον θάνατο της γυναίκας του στο διαμέρισμά του, δέχεται με δυσφορία τις επισκέψεις ενός νεαρού που προσφέρει κοινωνική εργασία –ποινή που όρισε το δικαστήριο–, έπειτα από ένα επιπόλαιο τρακάρισμα. Οι εβδομαδιαίες επισκέψεις ξεκινούν με πολλές διαφωνίες, όμως σταδιακά συνειδητοποιούν ότι υπάρχει και άλλη πλευρά στη ζωή.

Καταξιωμένος και αγαπητός ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, πώς νιώθει, άραγε, να τον σκηνοθετεί συνάδελφός του με τα μισά του χρόνια; «Υπήρχε συνεννόηση, όχι εντολή. Ο Κώστας έλεγε “παιδιά ποια είναι η γνώμη σας, να γίνει έτσι ή αλλιώς;” πράγμα ανήκουστο σε παλιότερες γενιές που είχαν συνηθίσει σε προστάγματα», λέει στην «Κ» ο Γ. Κωνσταντίνου.

Στα 65 χρόνια που έχει στο θέατρο από τότε που τελείωσε τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, «ήμουν στρατιώτης» λέει, «στις συνεργασίες μου, δεν γκρίνιαζα, εκτελούσα όσο καλύτερα μπορούσα ό,τι μου έλεγαν». Μια ανάσα από τα 90, πώς αντέχει να βρίσκεται διαρκώς στη σκηνή; Γελάει: «Μα, μαθαίνω πολύ γρήγορα τα λόγια μου. Το καλοκαίρι στην περιοδεία υπήρχαν ημέρες που ένιωθα ερείπιο, αλλά όταν ανέβαινα στη σκηνή έφευγε κάθε πόνος από το κορμί».

«Το καλοκαίρι στην περιοδεία υπήρχαν ημέρες που ένιωθα ερείπιο, αλλά όταν ανέβαινα στη σκηνή έφευγε κάθε πόνος από το κορμί».

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε πάνω σε ένα τραπέζι, σε ένα προπολεμικό διώροφο στο Μεταξουργείο. Ακολουθούσε από παιδί στα μπουλούκια τους γονείς, τη Νίτσα Φιλοσόφου και τον τενόρο Μιχάλη Κωνσταντίνου, γνώρισε την πείνα και την ανέχεια. Χρόνια αργότερα η μητέρα του, πρωταγωνίστρια της οπερέτας, τον ρώτησε αν θέλει να γίνει ηθοποιός. «Δεν ήταν ότι μισούσα τη δουλειά του ηθοποιού, αλλά δεν μου έλεγε τίποτα. Παρ’ όλα αυτά απάντησα “ναι”». Το 1953 πήγε στη σχολή του Μουζενίδη και όταν αυτή έκλεισε έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Τον απέρριψαν ως «εντελώς ατάλαντο». «Ισως γιατί μου άρεσε το φυσικό παίξιμο, δεν άντεχα τον στόμφο».

Στου Κουν ταίριαζε γιατί «έπαιζαν με φυσικότητα. Εκεί στο Θ. Τέχνης μπήκε στο αίμα μου το θέατρο, εκεί το αγάπησα». Oμως έφυγε μετά τα τρία χρόνια της μαθητείας.

Ελσα Βεργή, Αλέξης Δαμιανός, Βέρα Ζαβιτσιάνου οι πρώτες συνεργασίες σε δραματικούς ρόλους και έπειτα η «Οδός ονείρων». Τον χειμώνα του ’62 τον φώναξε η Βουγιουκλάκη στο θέατρο «Κοτοπούλη» για τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Αλέκου Σακελλάριου – μετά την αποτυχία της παράστασης «Καίσαρ και Κλεοπάτρα». Ο Γιώργος Κωνσταντίνου κλήθηκε να ερμηνεύσει έναν φτωχό φοιτητή που έπρεπε να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στην ατίθαση Λίζα με την οποία συναντήθηκαν στο ζαχαροπλαστείο.

Στις πρόβες ο Σακελλάριος τον συμβούλεψε να μην πολυπαίζει τη σκηνή με το προφιτερόλ, «παίξ’ το στην πρεμιέρα», του είπε, για να αποφύγει ζήλιες. Είχε προσέξει τα γέλια των ηθοποιών στον αυτοσχεδιασμό. Στην πρεμιέρα «έφυγε το θέατρο από τα γέλια». Μετά την τελευταία υπόκλισή της στο κοινό η Αλίκη τον πήρε από το χέρι και τον έφερε μπροστά.

«Σήμερα, κύριε Κωνσταντίνου, ξημέρωσε μια μεγάλη μέρα για σένα», του είπε αργότερα ο Χέλμης, επιχειρηματίας του θεάτρου «Κοτοπούλη» αναφερόμενος στα σχόλια των κριτικών. Τον είχαν βαφτίσει «Πίτερ Σέλερς της Ελλάδος», κάτι που τον ακολουθούσε για χρόνια. «Ναι και ήταν μια τροχοπέδη στη ζωή μου. Μου κόστισε αυτό το παίξιμο. Επειδή έπαιξα φυσικά, έλεγαν “έλα μωρέ, τι κάνει; Δεν κάνει τίποτα”. Φαίνεται στις ταινίες “Καλώς ήρθε το δολάριο”, “Ξύπνα Βασίλη”, “Η γυνή να φοβήται τον άνδρα” κ.ά. Εκανα μόνο 14 ταινίες. Ευτυχώς, δικαιώθηκα εν ζωή».

Πώς πέρασαν όλα αυτά μέσα του; «Εξι χρόνων ήμουν στην Τήνο με τη μητέρα μου που ήθελε να προσκυνήσει και ζήσαμε τον τορπιλισμό της “Ελλης”. Παιδάκι βίωσα τον πόλεμο, τον Εμφύλιο, πείνασα, πέρασα φυματίωση, είδα 3.000 νεκρούς, τι συζητάμε; Οταν τελείωσαν τα Δεκεμβριανά μας ανάγκασαν να κατεβούμε όλοι από τα σπίτια μας στη γειτονιά και μας πήγαν πάνω σε καμιόνια σε ένα νεκροταφείο στο Περιστέρι. Ηθελαν να δούμε τι έκαναν οι κομμουνιστές. Αραδιασμένα πτώματα σε αποσύνθεση, σαν ζόμπι. Δέκα χρονών, πώς να το ξεχάσω; Οταν τα αντέχεις αυτά σταθεροποιείται μέσα σου η άμυνα. Αμυνα είχα σε όλη μου τη ζωή. Οταν συνέβαινε κάτι τραγικό, σταμάταγε στο ύψος των πνευμόνων, δεν έφτανε στην καρδιά. Ηταν μια δύναμη, ίσως Θεός, δεν ξέρω τι. Διαφορετικά δεν νομίζω ότι θα ζούσα πάνω από τα 30 ή τα 40 μου». Κάποιοι τον χαρακτήριζαν απόμακρο. «Εζησα πολύ άσχημα παιδικά χρόνια και από νωρίς έκανα πολύ καλή παρέα με τη μοναξιά μου. Επειδή δεν ήμουν κοινωνικός, έλεγαν ότι είμαι απρόσιτος. Ομως όσοι με γνώριζαν καλύτερα σε μια παρέα, έβλεπαν το αντίθετο. Δεν έζησα ανέμελα, είναι αλήθεια».

«Ο ηθοποιός οφείλει να είναι και τραγικός και κωμικός»

Σε παλιότερη συνέντευξή μας είχε περιγράψει τα χρόνια της ζωής του στην πλατεία Βάθη, σαν μια ζωή που θύμιζε του «Αθλίους» του Ουγκό. «Οι ιστορίες που έπλαθα με κράτησαν. Μαζευόμασταν στα σκαλάκια των σπιτιών τα παιδιά της γειτονιάς το σούρουπο, για να ακούσουν αφηγήσεις με εξωγήινους και περίεργα πλάσματα που τους έλεγε ο “Ξυλάρας” – ήταν το παρατσούκλι μου. Βλέπετε ήμουν ψηλός και τα πόδια μου ήταν τόσο αδύνατα όσο τα χέρια μου».

Σε εκείνο το διώροφο που νοίκιαζε η γιαγιά, με τα σημάδια από σφαίρες στους τοίχους και τη διαλυμένη πόρτα από όλμο στις μάχες του Εμφυλίου, «δεν ακολουθούσα τα άλλα παιδιά και δεν μου άρεσε να πειράζουμε τις γάτες, τα ζώα. Εγώ έκανα παρέα με τη μοναξιά μου. Η γιαγιά έπασχε από σχιζοφρένεια, έκανε παράλογα πράγματα. Μας έσπαγε στο ξύλο, έτρεχαν τα αίματα, η ψυχολογία μου είχε γίνει κουρέλι. Υπήρχε μια τρομοκρατία, όταν την έπιανε χτύπαγε και τα παιδιά της».

Οι γονείς; «Ποιοι γονείς, με τη μητέρα μου έζησα, ο πατέρας έφυγε όταν γεννήθηκα. Και εκείνη έφευγε συχνά για να παίξει στα μπουλούκια». Ετσι έφτιαχνε παραμύθια και ιστορίες με φανταστικό ήρωα τον Βούριο. Το δεύτερο παρατσούκλι του ήταν «ο Φαντασίας». Παράλληλα έγραφε, τον λύτρωνε. Εκοβε σελίδες και τις έραβε με κλωστή για να φτιάξει το δικό του περιοδικό. «Εγραφα διάφορες κουταμάρες εκεί και έκανα κάτι άθλια σκίτσα. Ομως έτσι ξέφευγα», λέει σήμερα ο Γ. Κωνσταντίνου.

«Μαζευόμασταν στα σκαλάκια των σπιτιών με τα παιδιά της γειτονιάς το σούρουπο, για να ακούσουν αφηγήσεις με εξωγήινους και περίεργα πλάσματα που τους έλεγε ο ‘‘Ξυλάρας’’ – ήταν το παρατσούκλι μου».

Τρεις γάμους έκανε αλλά δεν μιλάει ποτέ γι’ αυτά. Ούτε στο αυτοβιογραφικό «Showtime» (εκδ. Ιανός), το πρόσφατο «Παραλήρημα» (εκδ. Υδροπλάνο), ούτε σε συνεντεύξεις. «Δεν μου αρέσει να μιλούν για τη ζωή μου και δεν με ενδιαφέρει να μάθω για τις ζωές των άλλων». Είχε όμως την τόλμη να αποκαλύψει στο βιβλίο του το καταστροφικό πάθος του τζόγου που ευτυχώς ξεπέρασε. «Ηθελα να πω σε όσους είναι εξαρτημένοι, ότι μπορεί να ξεφύγουν από την καταστροφή και τους τοκογλύφους. Εχω υποφέρει από αυτό το πάθος».

Κωμικός ή δραματικός ηθοποιός; «Ο ηθοποιός οφείλει να είναι και τραγικός και κωμικός και επιθεωρησιακός, πρέπει να είναι απ’ όλα. Το κοινό μού συγχώρησε ακόμη και ότι έπαιξα στη χειρότερη επιθεώρηση – ήταν θέμα επιβίωσης. Δεν είπαν “αυτός ξέπεσε”, αντίθετα με ακολούθησαν στον ”Αμπιγιέρ”, στους ”Αθλιους”, στην ”Ηλέκτρα” και αλλού, γιατί ήμουν πάντα ειλικρινής στη σκηνή».

Στην ερώτηση αν έχει θεατρικά όνειρα, λέει ότι υπάρχει ως μακρινή σκέψη ο Ληρ, «όμως δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ». Φόβοι που τον ακολουθούν με μια τέτοια ζωή; «Το μόνο που με φοβίζει είναι όταν σκέφτομαι τα αγαπημένα μου πρόσωπα, για τη ζωή και την υγεία τους. Αλλά και ο φόβος το να σε χάσουν, γιατί ξέρω πόσο πολύ θα πονέσουν. Αυτό πιθανόν μου έχει μείνει από τη μητέρα μου η οποία μου έλεγε “δεν θέλω να πεθάνω γιατί δεν θα μπορώ να σε βλέπω”. Κι εγώ δεν θέλω να πικράνω αγαπημένα μου πρόσωπα».

Αναφέρεστε στα παιδιά σας; ρωτάω στο τέλος της συζήτησης. «Γενικά», με κόβει με ευγένεια. Τα θαυμάζει. Την κόρη του Αννα που λατρεύει τα μιούζικαλ και μάλιστα έπαιξε μαζί της. Μοιάζει τόσο στη μητέρα του, «σαν να είναι μετενσάρκωση της Νίτσας». Αλλά και για τον γιο του, Γιώργος κι αυτός, καταξιωμένος πιανίστας, που του μοιάζει. Στη μορφή του βλέπει εκείνο τον ψηλό νεαρό σγουρομάλλη της πλατείας Βάθη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή