«Πεθαίνοντας με βοήθησε να ζήσω»

«Πεθαίνοντας με βοήθησε να ζήσω»

H Βίκυ Βολιώτη σκηνοθέτησε και ερμήνευσε την κεντρική ηρωίδα στο έργο «Ιζαμπέλ Ρεμπώ, ο δικός μου Αρθούρος»

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τον βοήθησα να πεθάνει, και αυτός, προτού με εγκαταλείψει, θέλησε να μου μάθει την αληθινή ευτυχία της ζωής. Πεθαίνοντας με βοήθησε να ζήσω. Ναι, είμαι η Ιζαμπέλ, η μικρότερη αδελφή του Ρεμπώ, και αισθάνομαι ευλογία. Αυτό που από μικρή κουβάλαγα ως ενοχή».
Ιζαμπέλ Ρεμπώ

Η Ιζαμπέλ Ρεμπώ, αδελφή του ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ (1854-1891), ανατράφηκε με τις αυστηρές αρχές του καθολικισμού στη γαλλική επαρχία, καταπιεσμένη από τον θρησκευτικό καθωσπρεπισμό του 19ου αιώνα. Αντιστάθηκε ωστόσο σθεναρά στα στερεότυπα και στον εκφοβισμό που της ασκήθηκε από το κατεστημένο της εποχής και περιπλανήθηκε συνειδητά στα όρια της ιδιόρρυθμης, γοητευτικής κι εντέλει αυτοκαταστροφικής προσωπικότητας του αδελφού της.

Η Ευσταθία (Μαντζούφα) εμπλουτίζει την πινακοθήκη των γυναικείων της πορτρέτων, με έναν μονόλογο που ξετυλίγει το δράμα της Ιζαμπέλ, μέσα από μία εξομολόγηση, όπου τα βιώματα και οι παιδικές αναμνήσεις μπερδεύονται με τα σχόλια και τις σκέψεις της ηρωίδας, αυτές που αφορούν την καθοριστική επίδραση του εκκεντρικού Αρθούρου στη ζωή της.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευσταθία επεξεργάζεται δραματουργικά μία γυναικεία προσωπικότητα, μετουσιώνοντας σε θεατρικό μονόλογο την προσωπική μαρτυρία, συνδέοντας τη μονολογική φόρμα με τη διαδικασία της εξιστόρησης. Και στον «Διάδρομο» (2012) και στην «Απολογία της Μαρί Κιουρί» (2018) στρέφει το δραματουργικό της βλέμμα σε αντισυμβατικές γυναικείες μορφές, σκιαγραφεί σύγχρονα τοπία μονολόγων, προσδιορίζει συγκεκριμένους δραματικούς πυρήνες. Σκιαγραφεί για την ακρίβεια γυναικεία πορτρέτα, διαγράφοντας μια καλειδοσκοπική εικόνα της έμφυλης ταυτότητάς τους, όπου άλλοτε αποτυπώνονται οι υπαρξιακές και ψυχολογικές της όψεις και άλλοτε οι κοινωνικές και ιστορικές της πλευρές.

Ισορροπίες

Σε ένα γυμνό σχεδόν σκηνικό χώρο, η Βίκυ Βολιώτη σκηνοθέτησε και ερμήνευσε την Ιζαμπέλ Ρεμπώ, υπερβαίνοντας κάθε δεσμευτικό όριο της σχέσης του ηθοποιού με το θεατρικό κοινό. Η Βολιώτη διατηρεί ωραίες ισορροπίες ανάμεσα στο αφηγηματικό και στο θεατρικό στοιχείο. Εμφανίζεται στην αρχή και στο τέλος της παράστασης με σύγχρονο ένδυμα, τονίζοντας τη διαχρονικότητα της Ιζαμπέλ ως συμβόλου της αδελφικής αγάπης και της ανθρώπινης ευαισθησίας. Ντύνεται στο ενδιάμεσο με εντυπωσιακό φόρεμα εποχής που σχεδίασε η Μαρίτα Αμοργιανού και λειτουργεί ως στοιχείο του λιτού σκηνικού χώρου, ένα ένδυμα που τόνισε επίσης και την κίνηση της ηρωίδας, μια κίνηση σχεδόν χορευτική που επιμελήθηκε με σχολαστική εμμονή στη λεπτομέρειά της, η Μαρίζα Τσίγκα.

Σε κάποιες στιγμές η Βολιώτη απευθύνεται άμεσα στο κοινό, δημιουργεί μια μετωπική σχέση με αυτό, βγαίνοντας από τον θεατρικό χρόνο και μπαίνοντας στον πραγματικό χρόνο των θεατών. Τους μοιράζει φωτογραφίες του Ρεμπώ, τις ζητάει πίσω, ζητάει τη συγκατάθεσή τους στην επικριτική στάση της απέναντι στην κοινωνική υποκρισία. Σε άλλες στιγμές είναι πιο διακριτό το αφηγηματικό στοιχείο και ο λόγος της ηρωίδας αναδύεται άμεσος και ζωντανός, ένας λόγος που δεν διαθέτει ωστόσο τη συνοχή μιας αυτοβιογραφικής εξιστόρησης. Στο μεγαλύτερο μέρος η μοναχική ομιλήτρια παρουσιάζει πολυπρισματικές εικόνες που κινητοποιούνται από τα συμβάντα της ζωής του Ρεμπώ αλλά και της οικογένειάς της και φωτίζει επαρκώς τον περίγυρο της γαλλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.

Η παράσταση που ανέβηκε στο «Μικρό Ανεσις», παρά τη μονολογική της δομή, κέρδισε σε λιτότητα, συνοχή, αίσθηση του μέτρου, σε μια άψογη δραματουργική κατασκευή.

Η σκηνοθέτις επεξεργάζεται σωστά το δραματικό υλικό της σχέσης των δύο αδελφών και της δίνει σε καίρια σημεία διαλογική μορφή. Η Ιζαμπέλ απευθύνεται στον Αρθούρο σε β΄ πρόσωπο, τον παρηγορεί, τον κατανοεί, τον συμβουλεύει, καθώς τον οδηγεί έντεχνα στο μοιραίο τραυματικό φινάλε της ζωής του. Ο Ρεμπώ διαλέγεται με τη φωνή του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Η Ιζαμπέλ σκιαγραφεί την απελπισία της μοναξιάς του, αλλάζει φωνές υποδυόμενη και τον Αββά, με σαφείς αποχρώσεις ειρωνείας και σαρκασμού απέναντι στον ιερωμένο εξομολογητή της. Η ευθύτητα και η ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν την παράσταση της Βολιώτη, τόσο σε επίπεδο κειμένου όσο και σε επίπεδο σκηνικής απόδοσης.

Η Ιζαμπέλ Ρεμπώ δεν εγκατέλειψε ποτέ τον αδελφό της. Προστατευτική ώς το τέλος απέναντί του, τον φρόντισε μετά τον ακρωτηριασμό του ποδιού του, στο νοσοκομείο της Μασσαλίας, όταν πια ανάπηρος, αξιολύπητος, εγκαταλελειμμένος από όλους και κυρίως από τη μητέρα του, υπέφερε το μαρτύριο του πόνου των οστών. Εμεινε κοντά του μόνη και αβοήθητη, δίπλα σε έναν άρρωστο, που σπάραζε από το κλάμα κάθε λεπτό της ημέρας, θρηνώντας την κακή του μοίρα. Ηταν δίπλα του κάθε ώρα, κάθε λεπτό που για έναν μελλοθάνατο κυλάει σαν να είναι ένας αιώνας.

Η Βολιώτη σε μια υποβλητική ερμηνεία δύναμης και πυκνότητας αναπαράγει τη σχέση της Ιζαμπέλ με τον αδελφό της και τη μεταφέρει στους θεατές, την εκφράζει μέσα από έναν σκηνικό μινιμαλισμό, προκαλώντας βαθιά συγκίνηση. Η παράσταση θα μπορούσε να αφιερωθεί σε κάθε φροντιστή, σε κάθε γυναίκα που προστατεύει τον αδύναμο, αλλά και στην τρυφερή αδελφική αγάπη.

Η παράσταση παρά τη μονολογική της δομή, κέρδισε σε λιτότητα, συνοχή, αίσθηση του μέτρου, σε μια άψογη δραματουργική κατασκευή.

Το ερώτημα ωστόσο παραμένει ανοιχτό: Πρόκειται για την αποκατάσταση ενός «εκπεσόντος αγγέλου» ή την υπεράσπιση του Ρεμπώ απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό;

Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή