Στη Σρι Λάνκα έχουμε κοντή μνήμη

Στη Σρι Λάνκα έχουμε κοντή μνήμη

Ο βραβευμένος συγγραφέας Σέχαν Καρουνατίλακα μιλάει για το μυθιστόρημά του «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα»

7' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας χρόνος πέρασε από την ημέρα που ο Σέχαν Καρουνατίλακα τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο Μπούκερ και ο 48χρονος συγγραφέας από τη Σρι Λάνκα δεν έχει δουλέψει όσο θα ήθελε. Αισθάνεται λίγο άσχημα, όμως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Πλέον ταξιδεύει συχνά. Χαρακτηριστικά, υπήρξε περίοδος που μέσα σε εννιά εβδομάδες παραβρέθηκε σε ισάριθμα λογοτεχνικά φεστιβάλ. «Είναι επίσης παράξενο να μιλάω όλη την ώρα», λέει στην «Κ» από την άλλη «πλευρά» της οθόνης του υπολογιστή, χωρίς πάντως να παραπονιέται: ένα Μπούκερ σημαίνει ότι «η τύχη σου χαμογελά» και το γεγονός ότι το νικητήριο βιβλίο του έχει μεταφραστεί σε 26 γλώσσες, του φαίνεται «συναρπαστικό». Γλίτωσε επίσης, προσωρινά έστω, από το άγχος της εύρεσης χρόνου για γράψιμο εν μέσω αλλότριων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Οχι ότι η συγγραφή θα γίνει ευκολότερη, «ίσως μάλιστα συμβεί το αντίθετο», παρατηρεί. «Πλέον όμως ακολουθώ την καριέρα ενός συγγραφέα και ξέρω ότι το επόμενο βιβλίο μου θα εκδοθεί», σημειώνει και συνοψίζει: «Το τελευταίο διάστημα λοιπόν ήταν για μένα παράξενο, αλλά θαυμάσιο».

Κάπως έτσι, «παράξενο αλλά θαυμάσιο», είναι και το μυθιστόρημά του, «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Ρένα Χατχούτ), που του χάρισε το περυσινό Μπούκερ. Φτάνει να διαβάσει κανείς μια περίληψη του βιβλίου: το 1990, σε μια Σρι Λάνκα σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του κυβερνητικού στρατού των εθνοτικά κυρίαρχων Σινγκαλέζων και της αυτονομιστικής ομάδας «Τίγρεις των Ταμίλ» (ένας πόλεμος που διήρκεσε από το 1983 έως το 2009 και στοίχισε τη ζωή σε περίπου 100.000 ανθρώπους), ο Μάαλι Αλμέιντα, ένας ριψοκίνδυνος φωτορεπόρτερ, τζογαδόρος, άθεος και ομοφυλόφιλος με μυστική σεξουαλική ζωή, ξυπνάει και διαπιστώνει ότι είναι νεκρός. Αγρίως δολοφονημένος για την ακρίβεια, αν και λίγη σημασία έχει στον συνωστισμένο προθάλαμο του άλλου κόσμου. Η γραφειοκρατία της μεταθανάτιας ζωής τού δίνει εφτά φεγγάρια –εφτά νύχτες– για να εξιχνιάσει ο ίδιος τη δολοφονία του και παρόλο που είναι κυριολεκτικά… πτώμα, πρέπει να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με τον εραστή του, τον Ντι-Ντα και την καλύτερη φίλη του, την Τζάκι. Θέλει να τους καθοδηγήσει από τον άλλο κόσμο σε ένα κρυμμένο κουτί με φωτογραφίες, που αν δημοσιοποιηθούν θα φέρουν τα πάνω κάτω στη χώρα του. Απεικονίζουν υπουργούς να κοιτούν ατάραχοι τους Ταμίλ ενώ σφαγιάζονται, συνταγματάρχες των Τίγρεων να τα πίνουν με αξιωματικούς του εθνικού στρατού και Βρετανούς εμπόρους όπλων, εξαφανισμένους δημοσιογράφους να τελούν υπό κράτηση και άλλα τρομερά.

Πρόκειται λοιπόν για ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία σκληρής πολιτικής σάτιρας; Για ιστορία φαντασμάτων; Για αστυνομικό θρίλερ, για love story; Ο πρόεδρος της επιτροπής του Μπούκερ, Νιλ ΜακΓκρέγκορ, έκανε λόγο για «ένα μεταφυσικό θρίλερ, ένα νουάρ της μεταθανάτιας ζωής, που καταλύει τα όρια όχι μόνο μεταξύ των διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών, αλλά κι εκείνα μεταξύ ζωής και θανάτου, σώματος και πνεύματος, Ανατολής και Δύσης».

Μιλώντας στην «Κ», ο Σέχαν Καρουνατίλακα, που πρόσφατα ήρθε στην Ελλάδα για να παρουσιάσει το βιβλίο του, υπογραμμίζει και μια άλλη πτυχή του. «Στη Σρι Λάνκα έχουμε κοντή μνήμη», λέει. «Δεν διαχειριζόμαστε πολύ καλά το παρελθόν, τείνουμε να ξεχνάμε πράγματα. Ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε 30 χρόνια και δεν πιστεύαμε ότι θα τελειώσει ποτέ – στην Ελλάδα ίσως καταλαβαίνετε τι σημαίνει να έχεις πολλές συγκρούσεις στην Ιστορία σου. Οταν πάντως τελείωσε το 2009, ενώ ήταν μεγάλη έκπληξη για εμάς, σκεφτήκαμε ότι η χώρα μπορεί πλέον να προοδεύσει. Κι έπειτα ήρθαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις του 2019, η οικονομική κατάρρευση του 2022 –η Ελλάδα μπορεί να το καταλάβει και αυτό–, το κίνημα των μαζικών διαμαρτυριών και έτσι οι άνθρωποι δεν μίλησαν για τον εμφύλιο. Δεν έγινε ουσιαστικός απολογισμός, δεν υπήρξε συμφιλίωση με την αλήθεια, ούτε αναζητήθηκαν οι αιτίες για να διασφαλιστεί ότι δεν θα επαναληφθούν. Υπήρξαν πολλοί καβγάδες, πολλές αλληλοκατηγορίες, ποιος έφταιγε και ποιος όχι. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα είχε ενδιαφέρον αν άφηνα να μιλήσουν τα θύματα του εμφυλίου. Οι ζωντανοί γράφουν διαρκώς τις δικές τους εκδοχές της Ιστορίας. Τι θα γινόταν όμως αν άφηνα τους νεκρούς να μιλήσουν; Τι θα έλεγαν εκείνοι για τη Σρι Λάνκα;».

Οι ζωντανοί γράφουν διαρκώς τις δικές τους εκδοχές της Iστορίας. Τι θα γινόταν όμως αν άφηναν τους νεκρούς να μιλήσουν; Τι θα έλεγαν εκείνοι για τη Σρι Λάνκα;

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Μάαλι Αλμέιντα, συναντάει αυτούς τους νεκρούς στην περιπλάνησή του. Το φάντασμα μιας δικηγόρου, λόγου χάρη, που τον επιπλήττει για τη στάση του την ώρα της δολοφονίας της. «Θυμάμαι κάθε πρόσωπο. Ο υπουργός ήταν εκεί, παρακολουθώντας από το αυτοκίνητό του. Ησουν εκεί, τραβώντας τη φωτογραφία μου, σαν να ήταν κανένας κωλογάμος», του λέει με πίκρα. «Ημουν στο λάθος μέρος κρατώντας μια μηχανή», αποκρίνεται εκείνος, μια απολογία ελάχιστα ικανοποιητική. Και η αλήθεια είναι ότι παρ’ όλες τις φρικαλεότητες που είχε αντικρίσει ως ζωντανός, ο Αλμέιντα συνειδητοποιεί την ευθραυστότητα της ζωής μόνο όταν χάνει τη δική του. «Είναι ένας ευκατάστατος, αγγλόφωνος μεσοαστός από το Κολόμπο (σ.σ.: η πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα), που δεν χρειαζόταν να βρεθεί στην εμπόλεμη ζώνη. Ζούσα κι εγώ στο Κολόμπο τότε και προσποιούμασταν ότι ο πόλεμος συμβαίνει σε κάποια άλλη χώρα», θυμάται ο Σέχαν Καρουνατίλακα και εξηγεί ότι ο ήρωάς του είχε ορμήσει στους κινδύνους του πολέμου γιατί ήταν εγωιστής, ιδεαλιστής, γιατί ως τζογαδόρος ήταν ικανός να υπολογίζει τα ρίσκα και τις πιθανότητες, αλλά και γιατί δεν μπορούσε να εκφράσει ελεύθερα τη σεξουαλικότητά του παρά μόνο όπου δεν τον γνώριζαν. «Εγραψα την ιστορία του σαν να αφορούσε έναν μυστηριώδη φόνο –όπου το πτώμα είναι και ο ντετέκτιβ– και σαν πολιτικό θρίλερ», συνεχίζει ο συγγραφέας, «όμως στην καρδιά της βρίσκεται αυτό που επισημαίνετε: η συμφιλίωση του Μάαλι Αλμέιντα με τη ζωή του, η προσπάθειά του να καταλάβει ποιος ήταν ο σκοπός της, αν άξιζε τον κόπο. Και βέβαια, οι σχέσεις του με τους άλλους. Φέρθηκε αρκετά άσχημα σε όσους νοιάστηκαν για εκείνον. Και τώρα πρέπει να λογαριάσει τη συμπεριφορά του απέναντί τους».

Στη Σρι Λάνκα έχουμε κοντή μνήμη-1

Ολα αυτά ο Μάαλι Αλμέιντα τα αφηγείται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. «Ξυπνάς έχοντας την απάντηση στην ερώτηση που κάνουν όλοι. Η απάντηση είναι (…) “Ακριβώς Οπως Εδώ Αλλά Χειρότερα”. Αυτό είναι το μόνο που θα μάθεις ποτέ. Επομένως μπορείς άνετα να ξανακοιμηθείς», διαβάζει κανείς στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου. Δύσκολη και αντιδημοφιλής επιλογή το δεύτερο πρόσωπο, όμως ο συγγραφέας είχε τους λόγους του. «Για μένα, το δυσκολότερο όταν γράφω είναι να βρω, όχι την ιστορία, πράγμα σίγουρα απαιτητικό, αλλά τη φωνή που την αφηγείται. Μόνο όταν έχεις τη φωνή υφίσταται το βιβλίο», λέει ο Καρουνατίλακα. «Δοκίμασα τα “Εφτά φεγγάρια…” στο τρίτο ή στο πρώτο πρόσωπο, όμως άρχισα να αναρωτιέμαι πώς ακούγεται στ’ αλήθεια ένα φάντασμα που λέει μια ιστορία. Είχα την ιδέα ότι αν κάτι επιβιώνει μετά τον θάνατο του σώματος, είναι η φωνή που όλοι έχουμε στο κεφάλι μας. Η οποία λέει “έπρεπε να είχες στείλει εκείνο το email, να είχες κάνει το ένα ή το άλλο”. Νομίζουμε ότι αυτές οι σκέψεις είναι δικές μας, καμιά φορά όμως αναρωτιόμαστε “μα τι σκεφτόμουν” ή “γιατί το είπα τώρα αυτό”. Και ο Αλμέιντα αναρωτιέται αν εκφράζει σκέψεις δικές του ή αν κάποιο πνεύμα τού τις ψιθυρίζει. Με ενδιέφερε αυτή η δυαδικότητα – υπάρχει και στον βουδισμό, ενώ και ο διαλογισμός έχει να κάνει με το να ακούς τις σκέψεις σου και έπειτα να τις αγνοείς. Η φωνή του Αλμέιντα είναι και αγενής, του λέει άβολες αλήθειες για τον εαυτό του. Ομως το δεύτερο πρόσωπο μου άρεσε, γιατί έδινε και έναν τόνο αποστασιοποίησης. Οταν τελείωσα, περίμενα ότι η επιμελήτριά μου θα μου ζητήσει να ξαναγράψω το βιβλίο, έκρινε όμως ότι είναι λειτουργικό. Κι εγώ ακόμη δεν γνωρίζω από πού προέρχονται κάποιες σκέψεις μας – αν είμαστε το άτομο που τις διατυπώνει ή που τις ακούει».

Eπίλυση προβλημάτων

Θα έλεγε άραγε ο Καρουνατίλακα ότι έχει επηρεαστεί έντονα από το μεταφυσικό στοιχείο, από την πνευματική παράδοση της Σρι Λάνκα; «Για τη ζωή μου δεν γνωρίζω με βεβαιότητα», λέει και καταλήγει: «Η λογοτεχνία έχει συχνά να κάνει με την επίλυση προβλημάτων και το πρώτο πρόβλημα στα “Εφτά φεγγάρια…” ήταν ότι επρόκειτο για μια ιστορία φαντασμάτων, όπου το φάντασμα εμφανιζόταν στην πρώτη κιόλας σελίδα. Επρεπε λοιπόν να βρω τι κάνει όλη μέρα ένα φάντασμα, πώς μοιάζει η ζωή μετά θάνατον. Δεν μπορείς να πάρεις συνέντευξη από κάποιον για όλα αυτά, μπορείς όμως να διαβάσεις θρησκευτικά κείμενα, επιθανάτιες εμπειρίες ανθρώπων, τον Δάντη… Αντλησα επίσης αρκετά στοιχεία από τον θιβετιανό βουδισμό, στον οποίο υπάρχει κάτι σαν “πάνθεον”, με πολλούς θεούς, δαίμονες και πνεύματα ζώων – περίπου όπως στην ελληνική μυθολογία. Εμπνεύστηκα από ταινίες τρόμου, επισκέφθηκα “στοιχειωμένα” σπίτια. Στο τέλος βέβαια έπρεπε να δημιουργήσω μια δική μου εκδοχή του άλλου κόσμου. Μου άρεσε η ιδέα της μεταθανάτιας ζωής σαν ένα γραφείο σωτηρίας, με πολλή γραφειοκρατία. Ολοι μπορούμε να συνδεθούμε με κάτι τέτοιο και εκτός από το κωμικό στοιχείο, η υπόθεση ότι ο άλλος κόσμος είναι κι αυτός ένα χάος, έβγαζε νόημα. Ισως γι’ αυτό η Σρι Λάνκα να έχει μπλεξίματα κάθε τόσο: γιατί υπάρχουν πολλά ανήσυχα πνεύματα, πολλά φαντάσματα του παρελθόντος που δεν έχουν λάβει τη δικαίωση που θέλουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή