Τη συμβολή της Ουγγαρίας στην ευρωπαϊκή μουσική τίμησε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 24 Νοεμβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης». Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γκιέργκι Λίγκετι, ο Βρετανός αρχιμουσικός Στέφαν Ασμπερι ξεκίνησε από τη σύνθεση «Μακριά» που ο συνθέτης ολοκλήρωσε το 1967 και στράφηκε στο παρελθόν, με στάσεις στο δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί του Μπέλα Μπάρτοκ (1939), την ορχηστρική σουίτα από την όπερα «Χάρι Γιάνος» του Ζόλταν Κόνταϊ (1927) και τελικά τους «Ουγγρικούς χορούς» του Γιοχάνες Μπραμς, τον τρίτο και τον πέμπτο, που στην αρχική τους μορφή για πιάνο τέσσερα χέρια ολοκληρώθηκαν το 1869.
Το έργο του Λίγκετι ανήκει στα πλέον προβεβλημένα της μεταπολεμικής «μουσικής πρωτοπορίας». Στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εμφορούμενοι από το όραμα του σοσιαλισμού, στο εργαστήρι του Ντοναουέσινγκεν της Γερμανίας αρκετοί συνθέτες πίστευαν πως διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με τη μουσική του παρελθόντος απελευθερώνονταν και άνοιγαν νέους δρόμους. Ο Λίγκετι το έθετε ως εξής: «Η ερώτηση εάν η μουσική μου απευθύνεται στο κοινό, για μένα δεν τίθεται καν. Είναι όπως στην επιστημονική έρευνα. Προσπαθεί κανείς να λύσει ένα πρόβλημα, διότι τον ενδιαφέρει το θέμα και δεν ενδιαφέρεται για την πρακτική του εφαρμογή. Γι’ αυτό και είναι ασήμαντο το ερώτημα, εάν κάποιος χρειάζεται αυτό το οποίο κάνω. Ζω εδώ και τώρα, χωρίς να το θέλω είμαι κομμάτι ενός πολιτισμού, και αυτό το οποίο παράγω με τον χρόνο είτε θα επιβληθεί είτε όχι. Μόνον εκ των υστέρων μπορεί κανείς να αποτιμήσει τη σημασία ενός έργου τέχνης για τον πολιτισμό». Σε ό,τι αφορά το «Μακριά», πειστικά αποδόθηκαν οι πυκνώσεις και οι αραιώσεις των τοπίων ήχου και οι διαρκώς μεταβαλλόμενες ατμόσφαιρες της μουσικής.
Εργα των Κόνταϊ, Μπάρτοκ, Λίγκετι, αλλά και Μπραμς ερμήνευσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε τον έργο του Μπάρτοκ, όχι μόνο επειδή ο Ουκρανός βιολονίστας Ρόμαν Σίμοβιτς το απέδωσε υποδειγματικά, αλλά επίσης επειδή ο Ασμπερι απέσπασε από την ορχήστρα μια αξιόλογη ερμηνεία. Με καλλιεργημένο και ωραίο ήχο, ο Σίμοβιτς απέδωσε το έργο εκφραστικά και με λυρισμό, όπως επίσης με ευγένεια και λεπτότητα στη διαμόρφωση των φράσεων.
Παράλληλα, δεν του έλειπε η απαραίτητη τεχνική για τα φλογερά δεξιοτεχνικά εδάφια. Εύλογα οι Ούγγροι συνθέτες εμπνέονται από την πλούσια παραδοσιακή μουσική της χώρας τους. Η απόδοση των ρυθμών, όμως, δεν είναι διόλου αυτονόητη υπόθεση και χρειάζεται παραπάνω από ακρίβεια και καλό μέτρημα.
Η επιτυχία βρίσκεται ακριβώς στην πλαστικότητα του χρόνου, που μόνο ένας ντόπιος μπορεί να έχει. Ετσι, η σουίτα από την όπερα «Χάρι Γιάνος», στην οποία, παρεμπιπτόντως, «πρωταγωνιστεί» ο Μέγας Ναπολέων, αποδόθηκε καλά, αλλά στερεοτυπικά, δηλαδή με περιορισμένο τοπικό χρώμα.
Ξύλινα και χάλκινα πνευστά, όπως επίσης τα κρουστά ανέδειξαν τη γεμάτη ηχοχρώματα ενορχήστρωση, αλλά η συνεισφορά του τσίμπαλομ, παραδοσιακού έγχορδου κρουστού οργάνου, έμεινε στη σκιά λόγω της ίδιας της γραφής αλλά και επειδή ο Ασμπερι δεν περιόριζε τον ήχο της ορχήστρας. Μετά το πληθωρικό έργο του Κόνταϊ, οι δύο «Ουγγρικοί χοροί» του Μπραμς ήταν ευχάριστη, αν και περιττή, επωδός.