Αλεξάντερ Πέιν στην «Κ»: Μου λείπουν οι ταινίες του ’70

Αλεξάντερ Πέιν στην «Κ»: Μου λείπουν οι ταινίες του ’70

«Κάθε έργο μου εμπεριέχει την προσωπική μου οπτική», λέει στην «Κ» ο σκηνοθέτης

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παρά το γεγονός ότι έρχεται συχνά στη χώρα μας –το καλοκαίρι για το Evia Film Project και ξανά τον Νοέμβριο για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης–, εμείς συναντήσαμε τον Αλεξάντερ Πέιν στο Λονδίνο. Ο Ελληνοαμερικανός κινηματογραφιστής βρέθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα προκειμένου να παρουσιάσει την καινούργια του ταινία με τίτλο «Τα παιδιά του χειμώνα» και ήταν πολύ χαρούμενος με την υποδοχή της από το αγγλικό κοινό. Το φιλμ, που κυκλοφορεί από την προσεχή Πέμπτη και στις ελληνικές αίθουσες, αφηγείται την ιστορία τριών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων –ενός καθηγητή, ενός μαθητή και μιας μαγείρισσας–, οι οποίοι «ξεμένουν» σε ένα ιδιωτικό σχολείο της δεκαετίας του 1970 κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Εξαρχής η ταινία, με τις λεπτομέρειες και την εισαγωγή των βασικών ηρώων, μοιάζει να έχει αρκετά προσωπικό χαρακτήρα. «Ο όρος “προσωπικό” μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Δεν είναι αυτοβιογραφική, όμως πιστεύω ότι είναι δουλειά του κινηματογραφιστή να βάζει μέρος του εαυτού του και των συναισθημάτων του στους χαρακτήρες. Σίγουρα είχα έναν πολύ δύστροπο, αυστηρό καθηγητή σαν αυτόν που περιγράφεται στην ταινία και υπάρχουν αρκετές ακόμη δικές μου πινελιές στο σενάριο, παρότι δεν το υπογράφω εγώ (σ.σ. είναι του Ντέιβιντ Χέμινγκσον). Ούτως ή άλλως κάθε έργο μου εμπεριέχει την προσωπική μου οπτική περί του τι είναι μια ταινία».

Και η τοποθέτηση της πλοκής στη δεκαετία του 1970, πάντως, δεν είναι τυχαία. Ο πόλεμος του Βιετνάμ λειτουργεί ως μέρος του φόντου, με τον νεαρό γιο της Αφροαμερικανής μαγείρισσας (Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ) να είναι ένα από τα θύματά του. «Αυτό συμβαίνει πάντα και παντού. Είναι οι φτωχοί καθημερινοί άνθρωποι, κατά κανόνα, που πηγαίνουν στους πολέμους και σκοτώνονται. Η Αμερική είναι χτισμένη πάνω σε τέτοιες αδικίες επί αιώνες, είτε έχει να κάνει με την εξολόθρευση των Ινδιάνων είτε με τους μαύρους σκλάβους».

Το «στοίχημα»

Ο Πέιν φροντίζει επίσης ώστε και αισθητικά το αποτέλεσμα να προσιδιάζει στα φιλμ εκείνης της δεκαετίας. «Ηθελα να δείχνει ακριβώς έτσι. Ηταν λίγο και ένα είδος στοιχήματος που έβαλα με τον εαυτό μου και το συνεργείο να φτιάξουμε μια ταινία όχι μόνο τοποθετημένη στα ’70s, αλλά και που να δείχνει και να ακούγεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη φωτογραφία και τον ήχο, είναι και θέμα σχεδιασμού της παραγωγής. Υπάρχουν πολλές ταινίες, ακόμη και εποχής, που είναι ανακριβείς ως προς τη διακόσμηση π.χ. ενός χώρου ή στα κουρέματα κ.ο.κ.».

Είναι όμως η επιλογή να πάει πίσω στον χρόνο και λίγο νοσταλγική για μια εποχή περισσότερης αθωότητας και λιγότερης παρακμής από τη σημερινή; «Ναι και όχι. Θέλω να πω, κάθε εποχή είναι απαίσια», παρατηρεί με ένα μικρό χαμόγελο ο Πέιν. «Υπάρχει πόλεμος, σκληρότητα, κακές πολιτικές. Τώρα όμως έχουμε αρθροσκοπική χειρουργική και η μαριχουάνα είναι νόμιμη. Σε κάθε μεγαλούπολη μπορείς να γευτείς υπέροχο φαγητό από όλο τον κόσμο. Τρώμε σαν βασιλιάδες. Πετάμε όμως και πολλά, υπερβολικά πολλά. Από εκείνη την εποχή μού λείπουν κυρίως οι ταινίες».

Κάθε εποχή είναι απαίσια. Υπάρχει πόλεμος, σκληρότητα, κακές πολιτικές. Τώρα όμως έχουμε αρθροσκοπική χειρουργική και η μαριχουάνα είναι νόμιμη.

Οπως είπαμε, τα «Παιδιά του χειμώνα» έχουν στο κέντρο τους τρεις χαρακτήρες, καθένας από τους οποίους κουβαλά τα δικά του τραύματα. Η αναγκαστική συμβίωση θα τους φέρει πιο κοντά και με έναν τρόπο θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν. «Κάθε φιλμ που μπορεί να επικοινωνήσει αυτή την έννοια της “συλλογικής ανθρωπιάς” είναι κατά τη γνώμη μου χρήσιμο. Στο Ισραήλ, για παράδειγμα, αυτόν τον καιρό δεν υπάρχει καθόλου “συλλογική ανθρωπιά”, εκτός αν μιλάς για ανθρώπους που ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο. Δεν θέλω να φανώ υπερόπτης, ούτε η ταινία μου είναι διδακτική· όμως κάθε φορά που μπορείς να δείξεις μια σειρά εντελώς διαφορετικών, φαινομενικά, ατόμων να ενώνονται τόσο μεταξύ τους όσο και με το κοινό, το βρίσκω εξαιρετικό».

«Χαρμολύπη»

Αυτή η σύνδεση με τον θεατή επιτυγχάνεται βασικά μέσω του χιούμορ, το οποίο ελαφραίνει την ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα συντελεί σε μια σειρά έξυπνων παρατηρήσεων, γύρω από την απώλεια, την παρηγοριά και το καθήκον. «Χαρμολύπη», μου λέει στα ελληνικά ο Αλεξάντερ Πέιν και εξηγεί: «Οι δύο μάσκες του αρχαίου θεάτρου που είναι πάντα μαζί. Ο Τζον Φορντ έλεγε “είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν”. Εγώ λέω “είμαι ο Αλεξάντερ Πέιν και κάνω κωμωδίες”. Αυτή είναι η φόρμα μου, όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι σοβαρές ταινίες· αντιθέτως, πάντα θεωρούσα ότι η κωμωδία είναι το πιο σοβαρό είδος, επειδή προσκαλεί τον θεατή να δει τη ζωή από μια χαρωπή απόσταση. Πρέπει να έχουμε χιούμορ. Ποιοι είναι οι πιο αστείοι άνθρωποι; Οι Εβραίοι, ίσως επειδή έχουν υποφέρει τόσο πολύ. Και ο διαλογισμός μάς διδάσκει να παρατηρούμε τα συναισθήματα, όχι να γινόμαστε συναισθήματα, ώστε να λειτουργούμε καλύτερα στη ζωή μας».

Αλεξάντερ Πέιν στην «Κ»: Μου λείπουν οι ταινίες του ’70-1
«Ο Τζον Φορντ έλεγε “είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν’’. Εγώ λέω “είμαι ο Αλεξάντερ Πέιν και κάνω κωμωδίες’’. Αυτή είναι η φόρμα μου, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν είναι σοβαρές ταινίες· αντιθέτως, πάντα θεωρούσα ότι η κωμωδία είναι το πιο σοβαρό είδος», αναφέρει ο Ελληνοαμερικανός κινηματογραφιστής.

Βλέποντας την ταινία, η οποία εκτυλίσσεται σε έναν πελώριο, πρακτικά άδειο από ανθρώπους χώρο, περιτριγυρισμένο από χιόνι, φέρνει κανείς στο μυαλό του και ένα σκηνικό θρίλερ, τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ για παράδειγμα, που διαδραματίζεται στο περίφημο ορεινό ξενοδοχείο. «Δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς έτσι, όμως ο συμβολισμός ενός τεράστιου άδειου κτιρίου μέσα στον χειμώνα είναι σίγουρα ενδιαφέρων. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι κατά βάθος μοναχικοί και στοιχειωμένοι από τα προσωπικά τους φαντάσματα».

Παρά το τριπλό πορτρέτο, βέβαια, δεν γίνεται να μη σταθεί κανείς στον καθηγητή του Πολ Τζιαμάτι. Ο σπουδαίος Αμερικανός ηθοποιός κέρδισε ήδη τη σχετική Χρυσή Σφαίρα και έχει βάλει πλώρη για το πρώτο Οσκαρ της καριέρας του, ερμηνεύοντας ένα χαρακτήρα που δείχνει κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του. Τυπολάτρης, γκρινιάρης και αλκοολικός, ο τελευταίος βγάζει αρχικά την απογοήτευσή του πάνω στον μαθητή τού (επίσης εξαιρετικού) Ντόμινικ Σέσα, όμως σταδιακά μετατρέπεται σε πατρική φιγούρα.

«Προσωπικά είχα μερικούς υπέροχους δασκάλους στη νιότη μου. Για να πω την αλήθεια, για τον δάσκαλο του Τζιαμάτι δεν ξέρω πόσο καλός είναι, τουλάχιστον ως εκπαιδευτικός. Ο ίδιος ο Πολ, από την άλλη, είναι απλώς φανταστικός. Τον λατρεύω, είναι το Α και το Ω μου. Για τη συγκεκριμένη ταινία τον είχα εξαρχής στο μυαλό μου, όμως αυτό συμβαίνει πρακτικά με όλες τις ταινίες. Ενας από τους λόγους που εύχομαι να μπορούσα να δουλέψω με μεγαλύτερη ταχύτητα είναι για να χρησιμοποιούσα πιο πολλές φορές το ταλέντο του Πολ».

Φιλμ στην Ελλάδα

Με δεδομένη τη σχέση αγάπης –και συγγένειας– του Πέιν με την Ελλάδα, δεν θα μπορούσαμε να μην τον ρωτήσουμε αν έχει σχέδια και για κάποια ταινία γυρισμένη στη χώρα μας. «Μόνο το σενάριο λείπει, μια μέρα θα γίνει», απαντά στα ελληνικά εκείνος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή