Συναυλιακή παρουσίαση της όπερας «Μετζέ» του Σαμάρα

Συναυλιακή παρουσίαση της όπερας «Μετζέ» του Σαμάρα

Η δράση εξελίσσεται στην Ινδία, καθώς η όπερα εντάσσεται στην αισθητική του «οριενταλισμού»

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η όπερα «Μετζέ» του Σπυρίδωνος – Φιλίσκου Σαμάρα ανέβηκε σε συναυλιακή μορφή για μία και μόνη βραδιά στις 17 Φεβρουαρίου στο θέατρο Ολύμπια. Τους μονωδούς, την Ορχήστρα Φιλαρμόνια Αθηνών και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων διηύθυνε ο Βύρων Φιδετζής, ο οποίος για την περίσταση ενορχήστρωσε το έργο με βάση τη μόνη γνωστή αναγωγή για φωνή και πιάνο.

Είναι γεγονός ότι ο Φιδετζής έχει πράξει ό,τι ήταν μέσα στις δυνάμεις του για την ανάδειξη των λυρικών έργων του Σαμάρα, όπως άλλωστε και πολλών ακόμα Ελλήνων συνθετών του 19ου και 20ού αιώνα. Πάνε σαράντα χρόνια από τότε που παρουσίασε και ηχογράφησε την όπερα «Ρέα» και μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει σε διάφορες μορφές τις περισσότερες από τις όπερές του. Πρόβλημα παραμένει πάντα το γεγονός ότι για τις περισσότερες από αυτές δεν σώζονται παρτιτούρες και συνεπώς η παρουσίασή τους προϋποθέτει την ενορχήστρωσή τους με βάση το εκάστοτε σωζόμενο μουσικό υλικό. Μετά την «Τίγκρα» και τη «Λιονέλλα», αυτή είναι η τρίτη όπερα του Σαμάρα που ενορχηστρώνει ο Φιδετζής, αξιοποιώντας τις γνώσεις και την πείρα του από τη μακροχρόνια ενασχόλησή του με τον συγκεκριμένο συνθέτη και τη μουσική του γλώσσα.

Η «Μετζέ», γραμμένη ανάμεσα στα 1883 και 1886, δόθηκε στο πρωτότυπο γαλλικό λιμπρέτο του Πιέρ Ελζεάρ και όχι στη δεύτερη «ιταλική» εκδοχή της, στην οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρώμη το 1888. Ο Σαμάρας φοιτούσε από το 1882 στο παρισινό ωδείο και επέλεξε να τοποθετήσει τη δράση της όπερας στην Ινδία, ακολουθώντας τη μόδα του «οριενταλισμού», όπως αρκετοί Γάλλοι συνθέτες της εποχής, ο Ντελίμπ («Λακμέ»), ο Μπιζέ («Αλιείς Μαργαριταριών») και ο Μασνέ («Ο βασιλιάς της Λαχώρης»). Η υπόθεση δεν ξεφεύγει από τη συμβατική ιστορία έρωτα, συνήθη σε πολλές ιταλικές και γαλλικές όπερες του 19ου αιώνα: ο βαρύτονος ποθεί την υψίφωνο, η οποία όμως είναι ερωτευμένη με τον τενόρο, ενώ η μεσόφωνος, παραδόξως, δεν θέλει τον τενόρο αλλά προτιμά τον βαρύτονο. Η «Μετζέ» περιλαμβάνει πλήθος από διακριτά μέρη, άριες, κάποτε μάλιστα με τελικές κορώνες, ντουέτα για τους περισσότερους συνδυασμούς φωνών, τερτσέτα και επιβλητικά σύνολα, χορωδιακά και μπαλέτο. Ολα αυτά δίνουν την ευκαιρία στον νεαρό Σαμάρα, μόλις 21 ετών το 1882, να πειραματιστεί με όσα άκουγε, μελετούσε και τον είχαν εντυπωσιάσει, και να τα χωρέσει όλα μαζί σε ένα έργο.

Οι ερμηνευτές υπερασπίστηκαν άξια την όπερα. Η υψίφωνος Λουσί Περαμόρ τραγούδησε τον κεντρικό ρόλο με φωνή ομοιογενή και άνετη. Ο τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος, με στεντόρεια και άνετη φωνή, κατάλληλη για πολύ πιο ηρωικούς ρόλους απ’ ό,τι ο λυρικός Ναΐρ της «Μετζέ», αδικήθηκε επιπροσθέτως από την ακουστική της μικρής αίθουσας. Η μεσόφωνος Ελοΐζ Μας υπήρξε απολαυστική ως βασίλισσα Βαζάντα, όπως και ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς ως «κακός» Σελίμ. Σε διπλό ρόλο ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου συμπλήρωσε την καλή διανομή. Τέλος, η ενδιαφέρουσα ενορχήστρωση του Φιδετζή αδικήθηκε στη μικρή αίθουσα του Ολύμπια με τη στεγνή ακουστική της, καθώς η επί σκηνής μεγάλη ορχήστρα έμοιαζε ειδικά στις δύο πρώτες πράξεις να παίζει διαρκώς σε υψηλή ένταση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή