O Περικλής Βυζάντιος είχε σχέση καρδιάς με την Υδρα. Χρημάτισε διευθυντής του παραρτήματος της ΑΣΚΤ από το 1939 έως το 1964 και φρόντισε –στο μέτρο που μπορούσε– να διατηρηθεί η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του νησιού. Διαισθανόταν την καταστροφική δύναμη της «ανάπτυξης» και θεωρούσε πως έπρεπε να τιθασευτεί νωρίς. Σ’ ένα μικρό αλσύλλιο στην καρδιά του οικισμού υπάρχει η προτομή του μαζί με εκείνες των ομότεχνών του Τέτση και Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Δεν είναι το μόνο του «ίχνος». Ζωντανεύει τη μνήμη του και μια ενότητα έργων του που δώρισε η αείμνηστη θυγατέρα του Μαριλένα Λιακοπούλου, ιδρύτρια της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών, στην οικία Λάζαρου Κουντουριώτη, το αρχοντικό με την ωραία κίτρινη ώχρα. Ο Βυζάντιος αγάπησε την Υδρα αλλά και εκείνη τον θυμάται ακόμη.
Στις αρχές 7 Σεπτεμβρίου η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία θα αναδείξει ένα άγνωστο τμήμα της δουλειάς του, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο ζωγράφος με σπουδές στο Παρίσι και πνευματικές ανησυχίες ακολούθησε τον ελληνικό στρατό που είχε περάσει το Αιγαίο. Στην οικία Κουντουριώτη πλάι στους γνώριμους πίνακές του θα παρουσιαστούν και 15 μικρές ελαιογραφίες του από τότε, ένας νοητός ανάπλους στη γεμάτη προσδοκίες στρατιωτική περιπέτεια με το άδοξο τέλος. Μέχρι και το 2000 τα έργα αυτά θεωρούνταν χαμένα. Ποια είναι όμως η ιστορία τους;
Ο Βυζάντιος με τον Σπύρο Παπαλουκά και τον Παύλο Ροδοκανάκη διορίστηκαν ζωγράφοι του Στρατού ενώ ήδη υπηρετούσαν τη θητεία τους. Πιο πριν από την επίσημη ανάθεση, εκείνος μάλιστα είχε βρεθεί και ως έφεδρος στην Προύσα. Ηταν στην ουσία στα μετόπισθεν, όπου δεν ερχόταν σε άμεση επαφή με τα πολεμικά γεγονότα. Ζωγράφιζε ακατάπαυστα θέματα που τον ενδιέφεραν με έμπνευση από τη φύση –για πρώτη φορά βγήκε με τα σύνεργά του στην ύπαιθρο– και τον ντόπιο πληθυσμό. Η αγριότητα και η βία απουσιάζουν από τις συνθέσεις αυτές ενώ το χρώμα κυριαρχεί. Σε λίγο όμως τα πράγματα άλλαξαν και η μοίρα τον έφερε εγγύτερα στις εξελίξεις.
«Εργαστήκαμε ένα χρόνο και λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή εκθέσαμε τα έργα μας στο Ζάππειο σε χωριστή μεγάλη αίθουσα μαζί με το Φωτογραφικό Τμήμα της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας», θυμάται ο ίδιος για το αφιέρωμα εκείνο, στο οποίο συμμετείχαν και άλλοι ζωγράφοι και φωτογράφοι του Στρατού, καταξιωμένοι και ερασιτέχνες. Ο στόχος ήταν να δείξουν τους τόπους, στους οποίους έκαναν προέλαση οι ελληνικές δυνάμεις. «Επειδή όμως εγώ εργαζόμουν συγχρόνως με σκίτσα με τον Σπύρο Μελά στον “Ελεύθερο Τύπο”, θεωρηθήκαμε και οι τρεις αντιδραστικοί», ανακαλεί ο Βυζάντιος. «Μας συνέλαβαν και μας έστειλαν μαζί με τα έργα μας στο Στρατηγείο της Μικράς Ασίας στη Σμύρνη. Εκεί έγινε η Καταστροφή και σωθήκαμε εμείς αλλά όχι τα υπερεκατό έργα μας που είναι άγνωστη η τύχη τους». Ετσι λοιπόν οι τρεις καλλιτέχνες έχασαν πολύ μεγάλο μέρος της εικαστικής τους παραγωγής από το μέτωπο. Οποια έργα γλίτωσαν τελικά, δικά τους και άλλων ζωγράφων και φωτογράφων, παραχωρήθηκαν από το υπουργείο Στρατιωτικών στο Ιστορικό Μουσείο μέσα στην τετραετία 1922-1926.
Στις ελαιογραφίες του Βυζάντιου εικονίζεται η καθημερινότητα των ντόπιων στα μέρη όπου βρέθηκε σε τζαμιά και μιναρέδες, σοκάκια, καφενεία και εκκλησίες. Είναι σαφές ότι η εμπειρία του μετώπου τον καθόρισε και στον τρόπο που ζωγράφιζε, όπως επισημαίνει και ο Φώτος Πολίτης που είχε αναλύσει τις δημιουργίες του στο Ζάππειο. Στην Υδρα λοιπόν θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αυτή τη μικρή ενότητα που είναι ένας σπουδαίος κρίκος στην προσωπική και καλλιτεχνική του εξέλιξη και ταυτόχρονα να ξαναζήσουμε νοερά την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής προ της Καταστροφής.