Οσα έζησα στην Πραιτώρια του απαρτχάιντ

Οσα έζησα στην Πραιτώρια του απαρτχάιντ

Ο νικητής του Βραβείου Μπούκερ 2021, Ντέιμον Γκάλγκουτ, μιλάει στην «Κ»

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν τον Νοέμβριο του 2021 ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Ντέιμον Γκάλγκουτ κέρδισε το Βραβείο Μπούκερ (έχοντας βρεθεί στη βραχεία λίστα άλλες δύο φορές, για τα μυθιστορήματα «The good doctor» και «In a strange room»), είπε μεταξύ άλλων στον νικητήριο λόγο του, σε μια αίθουσα τελετών στα κεντρικά του BBC, το εξής: «Aυτή ήταν μια σπουδαία χρονιά για τα αφρικανικά γράμματα και θα ήθελα να αποδεχθώ το συγκεκριμένο βραβείο για λογαριασμό όλων των ειπωμένων και ανείπωτων ιστοριών, όλων των γνωστών και άγνωστων συγγραφέων της αξιοθαύμαστης ηπείρου από την οποία προέρχομαι».

Λέγοντας «σπουδαία χρονιά» ο Γκάλγκουτ εννοούσε ότι και τα Βραβεία Νομπέλ, Γκονκούρ και το Διεθνές Μπούκερ κερδήθηκαν από Αφρικανούς συγγραφείς το 2021 (από τον Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, τον Μοχαμέντ Μπουγκάρ Σαρ και τον Νταβίντ Ντιόπ αντίστοιχα), ωστόσο από τη δήλωσή του θα προέκυπταν και ακόμα δύο ερωτήματα: αποτελούν άραγε τα «αφρικανικά γράμματα» λογοτεχνική κατηγορία με κοινά χαρακτηριστικά; Βρίσκονται, παρά τις βραβεύσεις, μακριά από την εκδοτική προσοχή της Δύσης, εξ ου και η αναφορά στις ανείπωτες ιστορίες και στους άγνωστους συγγραφείς;

«Oχι, μου φαίνεται πολύ γενικό και απλουστευτικό», αποκρίνεται ο Γκάλγκουτ από το γραφείο του στο Κέιπ Τάουν, μέσω μιας πλατφόρμας τηλεδιασκέψεων, «το να πούμε ότι υπάρχει κάτι σαν κατηγορία “Αφρικανικής λογοτεχνίας” με ομοιότητες σε πολλές πτυχές της. Η Αφρική δεν είναι χώρα, αλλά ήπειρος και νομίζω ότι έχει διαφορετικά λογοτεχνικά χαρακτηριστικά ανά περιοχή. Είναι όμως και χρήσιμο να σκεφτόμαστε την Αφρική μέσα από μια παναφρικανιστική προοπτική, γιατί πολύ συχνά και ο υπόλοιπος κόσμος τη βλέπει με αυτό το βλέμμα και σε συγκεκριμένες στιγμές, ξέρετε, η αλληλεγγύη έχει μια συγκεκριμένη στρατηγική αξία».

Oσο για τη στάση των εκδοτών της Δύσης, ο Γκάλγκουτ παρατηρεί τα εξής: «Φαίνεται να υπάρχει», λέει, «μια γενικότερη αντίστασή τους απέναντι στην ιδέα ότι η αφρικανική λογοτεχνία μπορεί να είναι πρωτοποριακή, συναρπαστική, αυθεντική. Αυτό βέβαια δεν έχει οικουμενικές διαστάσεις και νομίζω ότι υπάρχει και μεγάλη δίψα για νέες, πρωτότυπες αφρικανικές φωνές. Τα παραπάνω όμως διοχετεύθηκαν και στην ίδια την Αφρική, γιατί οι εκδόσεις και οι πωλήσεις των βιβλίων είναι νομίζω σχεδόν ανύπαρκτες στις περισσότερες χώρες. Η Νότιος Αφρική και η Νιγηρία είναι αρκετά δυνατές. Η Κένυα, και σε κάποιο βαθμό η Ουγκάντα, επίσης. Αλλά σε πολλές χώρες δεν κινείται σχεδόν τίποτα. Το ακούω από νεαρούς Αφρικανούς συγγραφείς ότι δεν υπάρχει εκδοτική αγορά. Πρόκειται λοιπόν για ένα διπλό ζήτημα: από τη μια οι εκδότες της Δύσης θα μπορούσαν μετά τις βραβεύσεις να αντιληφθούν ότι οι Αφρικανοί συγγραφείς έχουν κάποιο αντίκτυπο και έτσι ίσως να αυξήσουν τις προσδοκίες που έχουν απέναντί τους· και από την άλλη ελπίζω ότι κάποιες αφρικανικές κυβερνήσεις μπορεί να ανταποκριθούν στις βραβεύσεις με λίγο παραπάνω ενθουσιασμό και ίσως ρίξουν και λίγα χρήματα. Μάλλον όμως ματαιοπονώ».

Είναι απλουστευτικό να πούμε ότι υπάρχει κάτι σαν κατηγορία «Αφρικανικής λογοτεχνίας», με ομοιότητες σε πολλές πτυχές της. Η Αφρική δεν είναι χώρα, αλλά ήπειρος.

Σε κάθε περίπτωση, η αφρικανική ιστορία που του χάρισε το Μπούκερ είναι η ιστορία μιας «Υπόσχεσης»: λίγο πριν πεθάνει στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Ρέιτσελ, μητέρα της οικογένειας των Σουάρτ, που ζουν σε μια φάρμα έξω από την Πραιτώρια, ζητάει από τον άντρα της, τον Μάνι, να δώσει στη Σαλομέ, τη μαύρη υπηρέτρια που δούλευε μια ζωή για εκείνους, το μικρό σπίτι στην άκρη της φάρμας στο οποίο ζει με τον γιο της· ο Μάνι δέχεται κατ’ ανάγκην και μάρτυρας της υπόσχεσής του γίνεται η 13χρονη κόρη των Σουάρτ, η Αμορ· παρά τις πιέσεις της ενήλικης πια Αμορ, ο Μάνι αθετεί τον λόγο του και όταν τελικά έρχεται η δική του κηδεία, η ανεκπλήρωτη υπόσχεση κληρονομείται στην Αμορ και στα αδέλφια της, Αντον και Αστριντ· όταν και εκείνα φθάνουν διαδοχικά και μετά από χρόνια στο τέλος τους, η Αμορ βρίσκεται αντιμέτωπη με το γεγονός ότι τίποτα δεν έχει δοθεί στη Σαλομέ· και κάπως έτσι, η οφειλή προς την υπηρέτρια έχει διατρέξει τις δεκαετίες και την πρόσφατη Ιστορία της Νότιας Αφρικής, ενώ ταυτόχρονα η χώρα έχει περάσει από το καθεστώς του απαρτχάιντ σε ένα υποτίθεται εκδημοκρατισμένο παρόν, όπου επίσης δεν έχουν τηρηθεί όλα τα υπεσχημένα προς έναν ολόκληρο λαό.

Η οικογένεια των Σουάρτ, μια οικογένεια σύγχρονων «αφρικάνερς», που έλκει δηλαδή τη μακρινή καταγωγή της από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες του 17ου αιώνα, είναι σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του 58χρονου σήμερα Γκάλγκουτ ένα αμάλγαμα όσων είδε μεγαλώνοντας στην Πραιτώρια. Του ζητάμε να παραθέσει μερικές αναμνήσεις του από το απαρτχάιντ. Και εκείνος λέει: «Θυμάμαι να βλέπω μαύρους να κυνηγιούνται στους δρόμους από την αστυνομία, επειδή δεν είχαν τα σωστά έγγραφα – ήταν κάτι συνηθισμένο. Θυμάμαι να πηγαίνω με τον πατέρα μου στη φυλακή για να βγάλουμε έναν μαύρο εργάτη του παππού μου, που είχε κρατηθεί το Σαββατοκύριακο επειδή δεν είχε διαβατήριο. Μου έρχονται στον νου διάφορα περιστατικά αστυνομικής βίας, καθώς και έντονες αναμνήσεις από την περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας – κάθε λευκός ήταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει για δύο χρόνια. Στο σχολείο έπρεπε να κάνουμε προπαρασκευαστικές στρατιωτικές ασκήσεις φορώντας στολές – παρελάσεις και βολές για παράδειγμα.

Οσα έζησα στην Πραιτώρια του απαρτχάιντ-1

Ο πατριός μου επίσης ήταν σε όλα του πολύ αφρικάνερ, πολύ καλβινιστής –όπως και η νοοτροπία της κυβέρνησης–, πολύ αυστηρός, πολύ επικριτικός και θρησκευόμενος. Πρέπει να θυμάστε ότι το απαρτχάιντ ήταν στη φύση του ένα βαθιά θρήσκο καθεστώς: Πιστεύαμε, ή έτσι μας έλεγαν, ότι υπερασπιζόμασταν το τελευταίο προπύργιο της χριστιανικής Δύσης απέναντι στον κομμουνισμό. Θυμάμαι επίσης ένα κράτος σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης –στο τέλος του απαρτχάιντ, όταν όλα κατέρρεαν–, κάτι που σήμαινε ότι η αστυνομία είχε πολύ έντονη παρουσία, ότι γίνονταν βομβιστικές επιθέσεις και ότι στα εμπορικά κέντρα οι τσάντες όλων έπρεπε να ψαχτούν, στο πλαίσιο κάποιων παρανοϊκών μέτρων ασφαλείας».

Οι τέσσερις περίοδοι

Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, όσα και οι κηδείες των μελών της οικογένειας Σουάρτ, το μυθιστόρημα του Ντέιμον Γκάλγκουτ έχει, σύμφωνα με τον ίδιο, ως πραγματικό του θέμα «το πέρασμα του χρόνου, το τι κάνει ο χρόνος στα άτομα και στα έθνη». Στο φόντο βρίσκονται επίσης τέσσερις περίοδοι της σύγχρονης νοτιοαφρικανικής Ιστορίας, χαρακτηρισμένες και από έναν διαφορετικό, λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικό ηγέτη (από τον Πίτερ Βίλεμ Μπότα μέχρι τον Νέλσον Μαντέλα, τον Τάμπο Μπέκι και τον Τζέικομπ Ζούμα), αλλά και από μια διαφορετική αίσθηση κάθε φορά, «ένα ήθος, κάτι που νιώθεις στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα», όπως λέει ο συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή