Ο σκηνοθέτης Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ είναι Δανός και ζει στην Κοπεγχάγη. Εκεί βρίσκεται και τώρα που μιλάμε, μόνο που το μυαλό του είναι στην Ουκρανία. «Eπέστρεψα στη Δανία από την Ουκρανία πριν από περίπου δύο εβδομάδες», λέει. «Δούλευα μια καινούργια ταινία στο Κίεβο, ένα ντοκιμαντέρ για τα παιδιά που αθλούνται στη Ντεριούγκινα, την πιο φημισμένη σχολή ρυθμικής γυμναστικής στην πόλη. Τώρα δεν ξέρω τι θα συμβεί με αυτό το πρότζεκτ, αλλά, το κυριότερο, δεν ξέρω τι συμβαίνει στους ανθρώπους αυτής της χώρας. Τα τελευταία έξι χρόνια πηγαινοέρχομαι στην ανατολική Ουκρανία. Εχω αφήσει εκεί φίλους και συνεργάτες από τις ταινίες μου, έχω αφήσει τα παιδιά, τους πρωταγωνιστές των δύο ντοκιμαντέρ που γύρισα σε εκείνη την περιοχή».
Πριν συναντήσω διαδικτυακά τον Βίλμοντ, είχα δει τις ταινίες του. Η παλαιότερη, «Το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών», βραβευμένη με τον χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2018, διηγείται την ιστορία του δεκάχρονου Ολεγκ και της γιαγιάς του, που ζουν οι δυο τους σε ένα έρημο χωριό πολύ κοντά στη συνοριακή γραμμή όπου μαίνεται η ρωσο-ουκρανική σύρραξη εδώ και χρόνια.
Η πιο πρόσφατη, το ντοκιμαντέρ «Σπίτι από θραύσματα», που θα προβληθεί σε διεθνή πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του επερχόμενου φεστιβάλ, μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι-καταφύγιο και παρακολουθεί μια μικρή ομάδα κοινωνικών λειτουργών που προσπαθούν να βοηθήσουν απροστάτευτα παιδιά. «Στην ανατολική Ουκρανία οι άνθρωποι ακόμη νιώθουν τον απόηχο του πολέμου», σχολιάζει μία από τις κοινωνικούς λειτουργούς του ντοκιμαντέρ. «Η ζωή ήταν σκληρή εδώ κι ο πόλεμος την έκανε χειρότερη. Πολλοί έχασαν τη δουλειά τους, οι οικογένειες διαλύθηκαν από τον αλκοολισμό, τη βία και τη φτώχεια».
Αυτές ήταν οι συνθήκες στην περιοχή την εποχή που γίνονταν τα γυρίσματα, πριν από την πρόσφατη εισβολή. Κι όμως στην καρδιά και των δύο ταινιών δεν υπάρχει απελπισία· μόνον ελπίδα. Τα παιδιά –το γέλιο, η χαρά, η τρυφερότητα, η αισιοδοξία τους– έχουν τον κύριο λόγο. Ο φακός τα πλησιάζει με αφάνταστη ευγένεια, και με ποιητική ματιά καταφέρνει να συλλάβει τη μαγεία τους. Είναι εκείνες οι μοναδικές στιγμές που τα μάτια τους λάμπουν από ένα φιλί, ένα χνουδωτό αρκουδάκι ή μια χρωματιστή μπλούζα, και γεμίζουν με φως ακόμη και το πιο σκοτεινό δωμάτιο.
«Επί χρόνια έκανα ντοκιμαντέρ με θέμα τα παιδιά», λέει ο σκηνοθέτης όταν τον ρωτώ πώς βρέθηκε στην Ουκρανία. «Ωστόσο στην πορεία αντιλήφθηκα ότι όλες οι ταινίες μου αφορούσαν παιδιά που είχαν πολύ ασφαλείς ζωές. Για κάποιο λόγο έχαναν την ισορροπία τους μια στιγμή, αλλά αυτό ήταν κάτι προσωρινό. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσα παιδιά σε όλο τον κόσμο βρίσκονται ακριβώς στον αντίποδα αυτής της κατάστασης: η καθημερινότητά τους διαδραματίζεται μέσα σε έναν διαρκή κίνδυνο. Ηθελα λοιπόν να δω με ποιον τρόπο καταφέρνουν να νιώσουν ασφαλή μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον», εξηγεί.
Ο Ολεγκ και η γιαγιά του
Τα τραύματα που συσσώρευσε ο πόλεμος διέλυσαν τις οικογέ- νειές τους. Οι γονείς βούλιαζαν στο αλκοόλ και στην ανεργία, κι εκείνα αργά ή γρήγορα κατέληγαν στα δημόσια ορφανοτροφεία.
Και συνεχίζει: «Η σκέψη με οδήγησε στην Ουκρανία και έτσι βρήκα τον Ολεγκ και την καταπληκτική γιαγιά του, την Αλεξάνδρα, που ζούσαν κοντά στη συνοριακή γραμμή. Μόλις ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, έμαθα ότι η Αλεξάνδρα αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά της. Τότε με κατέλαβε η αγωνία για το μέλλον του Ολεγκ. Πού θα πήγαινε εάν η γιαγιά του έφευγε από τη ζωή, ποιος θα τον φρόντιζε; Αυτή η ερώτηση με βοήθησε να βρω το καταφύγιο όπου διαδραματίζεται το “Σπίτι από θραύσματα”».
Ετσι ξεκίνησε η επόμενη ταινία του, και στο μεταξύ –ευτυχώς– η γιαγιά Αλεξάνδρα ξεπέρασε το πρόβλημα της υγείας της. Δουλεύοντας όμως γι’ αυτό το δεύτερο ντοκιμαντέρ αντιλήφθηκε ότι ήταν όλο και περισσότερα τα παιδιά σε εκείνη την περιοχή που έμεναν απροστάτευτα εξαιτίας της καταστροφής του κοινωνικού ιστού. «Τα τραύματα που συσσώρευσε ο πόλεμος διέλυσαν τις οικογένειές τους», λέει ο σκηνοθέτης. «Οι γονείς βούλιαζαν στο αλκοόλ και στην ανεργία, κι εκείνα αργά ή γρήγορα κατέληγαν στα δημόσια ορφανοτροφεία».
Το καταφύγιο που περιθάλπει τα παιδιά στο «Σπίτι από θραύσματα» βρίσκεται μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά από τη συνοριακή γραμμή. Ο Ολεγκ με τη γιαγιά του από το «Μακρινό γάβγισμα των σκυλιών» ζουν στο έρημο Χνούτοβε, ουσιαστικά μέσα στην εμπόλεμη ζώνη. Κι όμως στις ταινίες ποτέ δεν βλέπουμε τον πόλεμο, και αυτό είναι μια σκηνοθετική επιλογή.
«Νομίζω ότι όλοι ξέρουμε τι σημαίνει πόλεμος, έχουμε δει εικόνες από όλα τα σημεία του πλανήτη όπου συμβαίνουν τρομερά πράγματα», λέει ο Σάιμον Βίλμοντ. «Ομως εγώ δεν κυνηγάω την τραγωδία. Πάω εκεί για να βρω την ελπίδα και να δω πώς μπορεί κανείς να την κρατήσει ζωντανή σε αυτές τις τρομερές συνθήκες. Θέλω να περιγράψω πόσο υπέροχοι μπορούμε να γίνουμε οι άνθρωποι και πώς μπορούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον ώστε να επιβιώσουμε. Ψάχνω να βρω αυτό που μας κρατάει μαζί και μας επιτρέπει να συνεχίζουμε», εξηγεί.
Και προσθέτει: «Από την οπτική γωνία των παιδιών, ο πόλεμος είναι μια διαρκής κατάσταση που έρχεται και φεύγει χωρίς κανείς να μπορεί να την αλλάξει, ούτε να κάνει κάτι γι’ αυτήν. Στον δικό τους κόσμο φτάνει ουσιαστικά ο απόηχος των συγκρούσεων σαν τον ήχο μιας χειροβομβίδας που εκρήγνυται κάπου μακριά. Επρεπε λοιπόν κι εγώ να σεβαστώ τη στάση τους. Ναι, μερικές φορές ακούγονταν ριπές, αλλά για να πω την αλήθεια αυτό δεν απασχολούσε τα παιδιά στην καθημερινότητά τους. Ούτε τα προβλημάτιζε περισσότερο για το μέλλον τους. Και στις δύο ταινίες χρησιμοποιώ τους ενηλίκους για να μας δώσουν το πλαίσιο της πραγματικότητας. Αυτοί μας πληροφορούν για το πού είμαστε, πώς πάει ο πόλεμος και μερικές φορές μας εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε τις ζωές τους».
«Οταν ένα παιδί φεύγει, ένα άλλο έρχεται», λέει μια κοινωνική λειτουργός που εργάζεται στο καταφύγιο. «Εξαιτίας του χειμώνα και του πολέμου έχουμε περισσότερα παιδιά από ποτέ», καταλήγει, και το πλάνο δείχνει ένα χιονισμένο τοπίο, ενώ το μεγάλο κτίριο στέκεται όρθιο στη μέση, μια δύναμη αντίστασης. «Να θυμάσαι ότι μπορείς να τηλεφωνήσεις εδώ κάθε μέρα, όποια ώρα θέλεις, πρωί ή βράδυ», λέει σε ένα από τα παιδιά που ετοιμάζονται να φύγουν και του χαϊδεύει το κεφάλι.
Κάθε παιδί αφήνει ένα σημάδι στους φθαρμένους τοίχους
Η Εύα, η Σάσα, η Αλίνα, ο Κόλια. Σταθερά ημερήσια γεύματα, ένα ζεστό κρεβάτι και η διαβεβαίωση ότι θα πηγαίνουν σχολείο. «Το καταφύγιό μας είναι χτισμένο από λύπη, αλλά η ελπίδα ακόμη τρεμοπαίζει εδώ», λέει η κοινωνική λειτουργός. «Κάθε παιδί αφήνει ένα σημάδι στους φθαρμένους τοίχους, σε εμάς και στους φίλους που κάνει εδώ».
Οι άνθρωποι ανοίγονται απόλυτα μπροστά στον φακό του Βίλμοντ. Πώς το καταφέρνει ιδίως με τα παιδιά; «Στο γύρισμα δουλεύω σχεδόν μόνος με τον βοηθό σκηνοθέτη, τον φίλο πια Αζάντ Σαφάροβ», απαντά. «Οταν βρίσκομαι πίσω από την κάμερα, τα παιδιά ξέρουν ότι βλέπουν τον Σάιμον. Εχουμε περάσει αμέτρητες ώρες μαζί χαζεύοντας, παίζοντας, πηγαίνοντας βόλτα. Εχω ακούσει τα παράπονά τους, τις χαρές τους. Ετσι η κάμερα κάποια στιγμή γίνεται γι’ αυτά κάτι πολύ συνηθισμένο, σαν το κινητό τους τηλέφωνο, και παύει να αποσπά την προσοχή τους. Νομίζω ότι με εμπιστεύονται, ξέρουν ποιος είμαι και γι’ αυτό μου επιτρέπουν να καταγράψω αυτές τις στιγμές τους».
Είναι και ο ίδιος πατέρας δύο μικρών παιδιών που τον περιμένουν στη Δανία να επιστρέψει από τα ταξίδια του. «Ισως εξαιτίας των δικών μου παιδιών, νιώθω την αγωνία και τον πόνο τους», λέει. «Πιστεύω ότι κάνοντας τα ντοκιμαντέρ με κάποιον τρόπο αναλαμβάνω επίσης την ευθύνη να προσπαθήσω να βοηθήσω τα παιδιά που έχω γνωρίσει. Αφού τελειώσουν τα γυρίσματα και ολοκληρωθεί η ταινία εξακολουθούμε να κρατάμε επαφή. Συγκεντρώσαμε κάποια χρήματα, και πριν από την εισβολή είχαμε καταφέρει να οργανώσουμε ένα πρόγραμμα ψυχολογικής βοήθειας. Βεβαίως όλα αυτά σταμάτησαν με την εισβολή. Ευτυχώς έμαθα ότι το καταφύγιο εκκενώθηκε πολύ γρήγορα, και τα περισσότερα παιδιά βρίσκονται ασφαλή στη δυτική Ουκρανία. Το ίδιο και ο Ολεγκ με τη γιαγιά του. Δυστυχώς κάποιες από τις κοινωνικές λειτουργούς εγκλωβίστηκαν στις πόλεις τους, και ξέρω ότι βρίσκονται σε περιοχές όπου οι μάχες είναι πολύ σκληρές. Δεν έχουμε καταφέρει να μάθουμε αν μεταφέρθηκαν όλα τα παιδιά από το δημόσιο ορφανοτροφείο».