Μα ποιος ήταν ο Γιάννης ο φονιάς;

Μα ποιος ήταν ο Γιάννης ο φονιάς;

2' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο κύριος Γκρι διαβάζει τη χορταστική συνέντευξη που δίνει στο σημερινό φύλλο ο Μανώλης Μητσιάς στην καλή συνάδελφο Γιώτα Συκκά και θυμάται πόσο τον είχε σημαδέψει στα νιάτα του το περίφημο «Ο Γιάννης ο φονιάς» του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου.

«Θυμάμαι τη ρυθμική, επιθετική σχεδόν, ένταση του μπουζουκιού στην εκπληκτική πρωτότυπη εκτέλεση του Μητσιά. Και τη φωνή του: θυμωμένη, στοιχειωμένη, λες και αφηγείται την ιστορία από τη μεριά του φονιά. Θυμάμαι και την πιο λυρική διασκευή για τον διπλό δίσκο της “Λαϊκής Αγοράς”, στην ενορχήστρωση του Νίκου Κυπουργού. Το γλυκόπικρο πιάνο αντικαθιστά το μπουζούκι με τρόπο εξαίσιο. Το κελαρυστό πιάνο και η θλιμμένη φωνή του Βασίλη Λέκκα με κάνουν να νιώθω ότι αυτή τη φορά ακούμε το τραγούδι από τη σκοπιά του κοριτσιού που σερβίρει τον αποφυλακισμένο φονιά. Είναι τώρα σαν να μιλάει το αμίλητο Φροσί». Πώς ένα τραγούδι εγκιβωτίζει μιαν αφήγηση σαν να ήταν διήγημα. Η ασύλληπτη οικονομία και ο αριστοτεχνικός υπαινιγμός του Γκάτσου.

«Και, βέβαια, η περιέργειά μου», λέει ο κύριος Γκρι, «αν ο Γιάννης ο φονιάς υπήρξε ποτέ». Με αφορμή την ωραία συνέντευξη στη σημερινή σελίδα 4, λοιπόν, βάλθηκε να κάνει μιαν υποτυπώδη έρευνα. Ετσι ανακάλυψε, στον ιστότοπο ilialive.gr, ότι ο παραγωγός της ΕΡΑ Γιώργος Μητρόπουλος διηγήθηκε στον Γκάτσο το φθινόπωρο του 1974, στον Φλόκα της Πανεπιστημίου (όπου εργάσθηκε για ένα διάστημα όταν φοιτούσε στη Νομική), ένα έγκλημα τιμής που συνέβη το 1960 στο χωριό του στην Ηλεία.

Τον αληθινό φονιά δεν τον έλεγαν Γιάννη, αλλά δεν έχει σημασία. Ο «Γιάννης», λοιπόν, είχε με τη γυναίκα του έξι αγόρια και μία κόρη, το Φροσί. Ο «Γιάννης» έπαιζε βιολί σε πανηγύρια, όταν ανακάλυψε πως ο κολλητός του βιολιστής διατηρούσε σχέση με τη γυναίκα του.

Ο «Γιάννης» σκοτώνει τη γυναίκα του, μα αθωώνεται λόγω «βρασμού ψυχής». Οπως διηγείται ο Γιώργος Μητρόπουλος, «ο “Γιάννης” ήταν ο μικρός αδελφός του παππού μου και μετά την αθώωση τον υποδέχτηκαν στη σάλα του πατρικού μου μαζί με τα παιδιά του όλοι οι συγγενείς· ήρθε και το 16χρονο Φροσί από την Αθήνα και την ίδια μέρα έφυγε ξανά για την Αθήνα όπου εργαζόταν». Το Φροσί, μην αντέχοντας τον χαμό της μάνας του, αυτοκτόνησε στα 18 του.

Ο Γ. Μητρόπουλος σχολιάζει πως για τους Πελοποννήσιους η σάλα του σπιτιού είναι ο ανοιχτός χώρος κάθε οικογένειας· εκεί η κοινότητα μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της. «Ο Γκάτσος γνωρίζει αυτή τη διάσταση της σάλας από τα γεννοφάσκια του. Στην αποστροφή του λόγου του “μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα” δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία: όποιος “βγαίνει” από τη σάλα αφήνει διά παντός πίσω του τον κόσμο – και η λογική συνέπεια “κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι, θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή