Το Creem, «το μοναδικό rock ‘n’ roll περιοδικό της Αμερικής», επιστρέφει
Το μουσικό περιοδικό μέσα από το οποίο ξεπήδησαν πένες όπως αυτή του Λέστερ Μπανγκς και όρισε σε μεγάλο βαθμό την ροκ δημοσιογραφία κάνει μια νέα αρχή κι εμείς ανατρέχουμε στην ιστορία των περασμένων «χρυσών» σελίδων του

Σε μια εποχή πολύ διαφορετική από την σημερινή, όταν η πληροφορία δεν ήταν μερικά δευτερόλεπτα και ένα κλικ μακριά, η αναμονή ήταν μέρος της τελετουργίας της απόκτησης της πληροφορίας.
Όσον αφορά την μουσική, τα περιοδικά ήταν ο «θησαυρός» και η βασική πηγή (μαζί με το ραδιόφωνο) μέσα από την οποία οι ενδιαφερόμενοι μάθαιναν καινούργια μουσική. Ένα κείμενο ή μια κριτική, κουβάλαγε ένα ειδικό «βάρος»: ότι από αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης θα κριθεί αν θα αγοράσει το βινύλιο ή την κασέτα (και αργότερα το CD), αν τελικά, θα ακούσει έναν δίσκο -σε αντίθεση με την, εξίσου γοητευτική σημερινή συνθήκη, όπου κυριολεκτικά όλη η ηχογραφημένη μουσική μπορεί δυνητικά να φτάσει σε κάθε γωνιά του πλανήτη και συχνά, χωρίς «κόπο».
Ήταν εκείνη την εποχή, δηλαδή στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 που ξεπήδησαν μουσικές πένες που δύσκολα ξεπεράστηκαν έκτοτε: ο Γκρέιλ Μάρκους, ο Ρόμπερτ Κριστγκάου και ο Λέστερ Μπανγκς, η «αγία τριάδα» της μουσικοκριτικής, ήταν κάποιες από αυτές. Αλλά και τίτλοι περιοδικών που κάθε μουσικόφιλος που τιμάει τον εαυτό του έχει πετύχει έστω φευγαλέα σε κάποια μουσική του αναζήτηση, όπως το Rolling Stone και το Creem.

Κι αν το πρώτο έχει μετατραπεί με τα χρόνια σε ένα εκδοτικό φαινόμενο, με εκδοχές σε διάφορες γλώσσες, αλλά και θεματολογία που ανοίγει την ομπρέλα της αρκετά πέρα από την μουσική, το Creem, τουλάχιστον στις ημέρες της δόξας του, ήταν απόλυτα σαφές προς τις προθέσεις και τους σκοπούς του: αυτοχαρακτηριζόταν ως «το μοναδικό rock ‘n’ roll περιοδικό της Αμερικής».
Όλα ξεκίνησαν για το Creem το 1969 στο Ντιτρόιτ, όταν ο Μπάρι Κράμερ, που είχε δοκιμάσει την τύχη του σε άλλα «περιφερειακά» μουσικά επαγγέλματα, έδωσε ένα review συναυλίας σε τοπική εφημερίδα και εκείνη απέρριψε το κείμενο. Ο Κράμερ δεν το έβαλε κάτω. Αντιθέτως, αποφάσισε να τυπώσει το δικό του περιοδικό για να το δημοσιεύσει.
Ο Τόνι Ρέι, με την σειρά του, έγινε τότε ο πρώτος αρχισυντάκτης του περιοδικού αλλά κι αυτός που του έδωσε το όνομά του, έναν φόρο τιμής με αναγραμματισμό στην αγαπημένη του μπάντα, που δεν ήταν άλλη απο τους Cream.
To Creem βρισκόταν κάθε μήνα στα περίπτερα έως και το 1989. Μέσα σε αυτή την 20ετία, κατάφερε να χτίσει έναν μύθο ροκ εν ρολ δημοσιογραφίας, περισσότερο ίσως από κάθε μουσικό περιοδικό που έχει βρεθεί επί του πιεστηρίου.

To Creem δεν φοβήθηκε ποτέ να πει την γνώμη του. Ήταν αιχμηρό, είχε χιούμορ, και δεν απολογούταν σε κανέναν -με έναν τρόπο που ίσως σήμερα θα έβρισκε τοίχο από την πολιτική ορθότητα. Και αγαπούσε επίσης πολύ τα κόμικ -άλλωστε, έχουμε δει εξώφυλλά του δια χειρός του Ρόμπερτ Κραμπ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ήταν το περιοδικό που ανέδειξε τον Λέστερ Μπανγκς, τον «πάπα» της μουσικής γκόνζο δημοσιογραφίας αλλά και κατά πολλούς, τον σημαντικότερο μουσικοκριτικό που υπήρξε ποτέ.
Το ταξίδι του Μπανγκς στο Creem ξεκίνησε το 1970, όταν, αφού είχε απολυθεί από το Rolling Stone (ο λόγος, ότι ήταν «πολύ σκληρός με τους μουσικούς» και συγκεκριμένα, σε μια αυστηρή κριτική του στους Canned Heat), ξεκίνησε να γράφει για το περιοδικό του Ντιτρόιτ. Το παρθενικό θέμα που ανέλαβε ήταν ένα άρθρο για τον Άλις Κούπερ.
Τελικά, ο Λέστερ Μπανγκς έγινε ο αρχισυντάκτης του Creem για μία πενταετία, από το 1971 έως το 1976, και συγχρόνως, ερωτεύτηκε το Ντιτρόιτ, που είχε χαρακτηρίσει «την μοναδική ελπίδα του ροκ».

Πράγματι, φαίνεται πως η πόλη του Ντιτρόιτ ήταν σε άμεση συνάρτηση με τον τρόπο που διαμορφώθηκε το Creem, όπως συμπεραίνει κανείς από τα λεγόμενα του σκηνοθέτη Κάμερον Κρόου στον Guardian, που έγραφε ως έφηβος στο περιοδικό (ως γνωστόν, αφηγείται εν μέρει την δική του ιστορία στο Creem στο «Almost Famous»): «Πρέπει να σημειωθεί πως το Creem ήταν ένα εγχείρημα σε κεντροδυτική πολιτεία. Δεν ήταν από το Λος Άντζελες ή την Νέα Υόρκη, κι αυτό ήταν μέρος του πνεύματός του: δεν βρισκόσουν υπό την λάμψη των ανθρώπων στις ακτές. Απλά ρόκαρες».
Για πολλούς, το Creem ήταν και το περιοδικό που μέσα στην δεκαετία του ‘70 έδεσε το πανκ αφήγημα. Υπήρξε επίσης το περιοδικό που έγραψε για ονόματα όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Λου Ριντ, οι Roxy Music αλλά και οι New York Dolls, πριν αυτά γίνουν ευρύτερα γνωστά.
Στην δεκαετία του ‘80, το Creem έπιασε και τον indie παλμό ονομάτων όπως οι R.E.M., οι Replacements, οι Smiths και οι Cure. Μέσα σε αυτή την δεκαετία, κυκλοφόρησε και μία παράλληλη έκδοση, το Creem Metal, που, όπως μαρτυρά το όνομά του, ήταν αφιερωμένη στην μέταλ μουσική.

Το περιοδικό έκανε τον κύκλο του το 1989, και επέστρεψε μόνο για λίγο στα 90s, σε μια εντελώς διαφορετική, tabloid εκδοχή, έχοντας περάσει σε νέα ιδιοκτησία (απο τις πολλές που προηγήθηκαν).
Τώρα, όμως, δεκαετίες μετά τις ημέρες δόξας του, το Creem επιστρέφει. Στο τιμόνι του εγχειρήματος βρίσκεται ο γιος του του Μπάρι Κράμερ και εμπνευστή του περιοδικού, Τζέι Τζέι Κράμερ.
Η επιστροφή του θρυλικού Creem είναι διπλή: αρχικά, θα τυπωθεί και πάλι σε μορφή περιοδικού, με νέους γραφιάδες αλλά και μερικούς παλιούς γνώριμους του περιοδικού, όπως ο Γιαν Ουχέλσκι.

Όσοι θέλουν να πιάσουν στα χέρια τους τα νέα τεύχη του Creem θα πρέπει να κάνουν υπομονή μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ως τότε βέβαια, το άλλο σκέλος της επιστροφής του περιοδικού, αυτό που αφορά την αποκατάσταση του αρχείου του Creem, βρίσκεται ήδη «στον αέρα» του site του περιοδικού.
Είναι μια μεγάλη κουβέντα κατά πόσο ένα περιοδικό, ακόμα και ακολουθούμενο από την μυθολογία του Creem, μπορεί να επιβιώσει εν έτει 2022, όταν τα τελευταία χρόνια βλέπουμε όλο και περισσότερους τίτλους-μεγαθήρια να καταργούν την έντυπη έκδοσή τους. Πόσω δε μάλλον, όταν μιλάμε για ένα μουσικό περιοδικό, δηλαδή μια έκδοση ειδικού ενδιαφέροντος, που έχει συνδεθεί στενά με μια πολύ συγκεκριμένη εποχή. Είναι πάντα ευχάριστο, όμως, να διαβάζουμε για μουσική «στο χαρτί».