«Πληρώνουμε για να παίξουμε λάιβ»

«Πληρώνουμε για να παίξουμε λάιβ»

4' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχετε μήπως ακουστά ένα συγκρότημα ονόματι «The Thriller»; Τους «Riverbed», «The Coogars», «Illusion», «Red Elephants»; Μάλλον όχι. Δικαιολογημένα αφού αν δεν έχετε πέσει πάνω σε λάιβ τους σε κάποια από τις μικρές μουσικές σκηνές της Αθήνας (ή αν δεν τους γνωρίζετε προσωπικά) είναι απίθανο να έχετε ακούσει τη μουσική τους.

Κι όμως, μπάντες σαν αυτές είναι που κρατούν στη ζωή –έστω και δύσκολα– πολλά από τα παραδοσιακά λαϊβάδικα της πόλης ώστε να ακούμε κι εμείς λίγο νέο και αυθεντικό ήχο έξω απ’ αυτά που σερβίρει η εγχώρια και ξένη μουσική βιομηχανία. Φυσικά υπάρχουν και τα μεγάλα ονόματα που θα φέρουν περισσότερα κέρδη, σπανίως όμως θα παίξουν για πολλές μέρες και ποτέ τις καθημερινές που τα μαγαζιά «βαράνε μύγες».

Εκεί παίρνουν φυσιολογικά την ευκαιρία τους πιο νέα ή λιγότερο γνωστά σχήματα για να δείξουν τις ικανότητές τους και να παρουσιάσουν τη μουσική τους. Πόσο εύκολο είναι όμως κάτι τέτοιο; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μία μπάντα για να παίξει λάιβ πρέπει αρχικά να βρει ένα χώρο.

Τέτοιοι υπάρχουν, όχι πολλοί, αρκετοί όμως για τα δεδομένα του κοινού στο οποίο τα underground σχήματα απευθύνονται. Μετά έρχεται η συμφωνία με τον μαγαζάτορα. Το κακό είναι ότι σήμερα αυτή κατά κανόνα γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα τον κόσμο που η μπάντα θα φέρει. Υπάρχει δηλαδή για παράδειγμα ένα πλαφόν 100 ατόμων που –προσοχή– πρέπει οι ίδιοι οι μουσικοί να εξασφαλίσουν για να παίξουν. Και δεν έχει γίνει ακόμα λόγος για αμοιβή.

«Παίζω σχεδόν μια δεκαετία λάιβ και μπορώ να πω ότι τουλάχιστον το 60% ήταν αμισθί. Ειδικά τα τελευταία χρόνια πολλοί δεν πληρώνουν ούτε καν σε βράδια όπου υπάρχει είσοδος για το κοινό», μας είπε χαρακτηριστικά ο Τάκης Χ. Ακόμα και στις περιπτώσεις πάντως που κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει τους μουσικούς, η αμοιβή είναι της τάξης των 30-40 ευρώ, ποσό που όπως λένε δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα (πρόβες, αναλώσιμα κτλ.) για το συγκεκριμένο λάιβ.

Γίνεται φανερό λοιπόν πως μόνο κίνητρο αυτών των παιδιών είναι η αγάπη τους για τη μουσική και η διάθεσή τους να την εκφράσουν. Αλλο όμως αυτό και άλλο να μη βγαίνουν ούτε τα έξοδα. «Στο τελευταίο μας λάιβ ο ιδιοκτήτης μας κόλλησε ένσημο για να μην έχει φασαρίες με την εφορία. Δεν μας πλήρωσε όμως τίποτα, παρά το γεγονός ότι το μαγαζί ήταν σχεδόν γεμάτο. Μάλιστα ως άνεργος αναγκάστηκα να βάλω από την τσέπη μου και το ένσημο. Αποτέλεσμα: για πρώτη φορά πλήρωσα για να παίξω λάιβ», μας λέει με πικρό χαμόγελο ο Γιώργος Χ. και αναρωτιέται «όταν κάποιος φέρει ηλεκτρολόγο για τα μηχανήματα τον πληρώνει κανονικά. Εμένα που θα φέρω κόσμο στο μαγαζί του γιατί να μη με πληρώσει;».

Ερευνώντας λίγο περισσότερο τα αίτια αυτής της αντιμετώπισης φτάνουμε στην ταυτότητα των σχημάτων που παίζουν σήμερα στην Αθήνα. Από τις συναυλίες που παρακολουθούμε αλλά και σύμφωνα με ανθρώπους του χώρου (π.χ. ιδιοκτήτες καταστημάτων μουσικών οργάνων) όλο και πιο πολλά παιδιά σε ηλικίες από 16 μέχρι και 20 ετών φτιάχνουν μπάντες και επιδιώκουν να παίξουν ζωντανά.

Το ζήτημα είναι πως σε αυτές τις ηλικίες τα παιδιά κάνουν απλώς το κέφι τους χωρίς να ενδιαφέρονται για αμοιβές, οργάνωση παραγωγής κτλ. Ετσι, γίνονται άθελά τους «Δούρειος Ιππος» και για όλους τους υπόλοιπους στους οποίους οι μαγαζάτορες επιβάλλουν παρόμοιους όρους. Πολύ φυσιολογικά όλη αυτή η κατάσταση οδηγεί σε πτώση της ποιότητας. «Πριν από μερικά χρόνια για να παίξουμε κάπου ζητούσαν πρώτα να ακούσουν το ντέμο μας. Τώρα μας λένε φέρτε 80 άτομα και παίξτε ό,τι θέλετε…».

Η πρόσβαση λοιπόν ενός συγκροτήματος στα λάιβ εξαρτάται κυρίως από τις δημόσιες σχέσεις του. Οχι τυχαία, πολλές μπάντες κάνουν μεγάλες συναυλίες όχι επειδή ξεχωρίζουν μουσικά αλλά εξαιτίας της δημοφιλίας τους στα σόσιαλ μίντια ή της ένταξής τους σε κάποια φοιτητική παράταξη.

Αιτία, η πτώση της κατανάλωσης

Τι έχει όμως να πει και η άλλη πλευρά; Γι’ αυτό τον σκοπό συναντήσαμε τον Κωνσταντίνο Δαγριτζίκο, ιδιοκτήτη του six d.o.g.s, του πετυχημένου Μοναστηρακιώτικου στεκιού με ιδιαίτερη δραστηριότητα και στον τομέα των ζωντανών εμφανίσεων.

«Ισχύει ότι οι μαγαζάτορες αυτό που θέλουν βασικά είναι να γεμίσουν τον χώρο τους. Από την άλλη, ενώ έχουμε μια μουσική παραγωγή πολύ πλούσια, το κοινό που θα την υποστηρίξει δεν είναι και τόσο μεγάλο οπότε μοιραία και οι διάφοροι χώροι έχουν πρόβλημα», μας εξηγεί.

Απληστία

«Οσο για το θέμα των χρημάτων αυτό εξαρτάται καθαρά από τον βαθμό απληστίας του εκάστοτε ανθρώπου. Οταν έχω λάιβ με ανοιχτή είσοδο, τα έσοδα –λόγω τεράστιας πτώσης της κατανάλωσης– ίσα που φτάνουν για να καλύψουν την παραγωγή, οπότε οι μουσικοί ίσως να μην πληρωθούν. Οταν υπάρχει είσοδος όμως θα πάρουν το μερίδιό τους το οποίο συνήθως είναι και πολύ υψηλό».

Απληστία λοιπόν και αδιαφορία φαίνεται να είναι τα κύρια προβλήματα που συναντά μια μουσική σκηνή, κατά τα άλλα εξαιρετικά δραστήρια και παραγωγική. Η λύση μάλλον απλή (αλλά όχι εύκολη).

«Αγάπη χρειάζεται αυτή η δουλειά, όπως οτιδήποτε σχετίζεται με την τέχνη. Εμείς εδώ αγαπάμε τη μουσική, αυτή είναι το μοναδικό κριτήριο για να παίξει κάποιος και οι παραγωγές μας είναι προσεγμένες στη λεπτομέρεια. Το μοντέλο λειτουργεί σε γενικές γραμμές, αν και κατά καιρούς έχουμε φάει τα μούτρα μας χωρίς αυτό να αλλάζει κάτι στην προσέγγισή μας» συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος.

Να προσέξουμε λίγο τη μουσική λοιπόν, καθένας από την πλευρά του, να δώσουμε σημασία στους μουσικούς και ειδικά σε όσους παράγουν δικό τους ορίτζιναλ υλικό (δεν είναι καθόλου απλό) ακόμα και αν δεν είναι τέλειο ποιοτικά. Ετσι άλλωστε χτίζεται και η μουσική σκηνή μιας χώρας, κάτι που στην Ελλάδα κοντεύουμε δυστυχώς να ξεχάσουμε από πότε έχει να συμβεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή