Μαραθώνιος έργων Μπετόβεν από την Καμεράτα

Μαραθώνιος έργων Μπετόβεν από την Καμεράτα

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συναυλία που πραγματοποίησε ο Μπετόβεν στις 22 Δεκεμβρίου 1808 στην παγωμένη αίθουσα του Θεάτρου στον ποταμό Βιν της Βιέννης, ανήκει στις διασημότερες της ιστορίας. Διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες και περιλάμβανε ορισμένα από τα δημοφιλέστερα έργα του. Ανάμεσά τους δύο Συμφωνίες, η Πέμπτη και η Εκτη («Ποιμενική»), το Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο, όπως επίσης μία άρια και αποσπάσματα από χορωδιακά έργα. Δηλωμένος στόχος της συναυλίας υπήρξε η οικονομική ενίσχυση του συνθέτη.

Τη βραδιά αυτή έχουν κατά καιρούς αναπαραγάγει διάφορες ορχήστρες. Ο Γιώργος Πέτρου και η «Καμεράτα», γνωστοί για την αγάπη τους σε μουσικούς μαραθώνιους, επέλεξαν να αναμετρηθούν με την πρόκληση στις 6 Μαρτίου στην «Αίθουσα Φίλων της Μουσικής». Σε αντίθεση με προηγούμενες αντίστοιχης διάρκειας συναυλίες, αυτή τη φορά σχεδίασαν το εγχείρημα με λογική πιο «φιλική προς το κοινό», δίνοντας αυτονομία στα δύο μέρη της, ώστε να μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μόνο το ένα ή και τα δύο.

Παραμένουν δύο βασικά ερωτήματα. Αφενός είναι ασαφές ποιον σκοπό εξυπηρετεί σήμερα η αναπαραγωγή μιας τετράωρης βραδιάς με «best of» Μπετόβεν, η οποία στην εποχή της είχε καθαρά (εισ)πρακτικό στόχο και δεν διαμορφώθηκε με άλλο αισθητικό ή καλλιτεχνικό κριτήριο. Στις μέρες μας, που ο χρόνος για το κοινό μετράει διαφορετικά, διερωτάται κανείς πόσο χρήσιμη –ή ελκυστική– είναι η προσφορά όλων αυτών των έργων και αποσπασμάτων. Αναδεικνύει, μάλλον, την παλαιού τύπου μουσειακή διάσταση της κλασικής μουσικής και μοιάζει να επενδύει στην απόλαυση του «αξιοπερίεργου», «αλλόκοτου» και εκκεντρικού. Αφετέρου, το ίδιο το εγχείρημα της «ανάπλασης» της συγκεκριμένης ιστορικής συναυλίας νοθεύτηκε διπλά, καθώς τα έργα δεν αποδόθηκαν με τη σειρά που τα προγραμμάτισε ο Μπετόβεν το 1808 και, κυρίως, αντί της Πέμπτης Συμφωνίας παίχτηκε η Εβδομη, χωρίς να αιτιολογηθεί η αλλαγή. Στις δεδομένες οικονομικές συνθήκες, αντί για μια νοσταλγική –περίπου– αναπαραγωγή, ίσως ήταν περισσότερο ωφέλιμο να διδαχτεί κανείς από τον Μπετόβεν και να οργανώσει μαραθώνια συναυλία με «greatest hits», τα έσοδα της οποίας θα αποδοθούν άμεσα στους μουσικούς της Καμεράτας.

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να διατυπώνει κανείς σχετικά με τον προγραμματισμό της ορχήστρας και τις επιλογές του διευθυντή της, παραμένει γεγονός ότι η Καμεράτα υπό τον Πέτρου είναι ένα από τα συναρπαστικότερα ελληνικά μουσικά σύνολα, του οποίου οι ερμηνείες, είτε αρέσουν ή είτε όχι, είναι μάλλον απίθανο να αφήσουν τον ακροατή αδιάφορο. Η μουσική είναι επικοινωνία και η Καμεράτα έχει πετύχει τα τελευταία χρόνια να πείσει σημαντική μερίδα του αθηναϊκού κοινού ότι μπορεί να ανανεώσει τον διάλογο με την κλασική μουσική. Εχει βρει μουσικούς τρόπους επικοινωνίας με τους γνώστες και έχει αναδείξει τους λόγους για τους οποίους αξίζει να ασχοληθούν με αυτήν όχι μόνο όσοι ήδη την γνωρίζουν.

Διαφάνεια

Η πρώτη από τις δύο συναυλίες ξεκίνησε με την «Ποιμενική» Συμφωνία. Οι ποιότητες μουσικής δωματίου αυτού του κατεξοχήν λυρικού έργου αναδείχτηκαν υποδειγματικά από τη διάφανη ανάγνωση του Πέτρου αλλά και από τον περιορισμένο αριθμό εγχόρδων της «Καμεράτας». Τα ξύλινα πνευστά, φλάουτο, όμποε και κλαρινέτο, ακούστηκαν ισότιμα πλάι στον καλλιεργημένο ήχο των εγχόρδων. Κρίσιμη συνέπεια αυτής της ισορροπίας ήταν ότι ο ρόλος των πνευστών αναβαθμίστηκε αποφασιστικά, με αποτέλεσμα να αναδειχτεί η συμβολή τους στον μουσικό διάλογο και να περιοριστεί ο διακοσμητικός τους ρόλος. Ο ίδιος λόγος επέτρεψε επίσης τη σημαντικότερη παρουσία των κόρνων και των κρουστών, των οποίων οι παρεμβάσεις απέκτησαν ευπρόσδεκτη δριμύτητα και δραματουργική ένταση. Συνολικά, η ερμηνεία ενός έργου, του οποίου οι διαθέσεις εναλλάσσονται άλλοτε απότομα και άλλοτε με λεπταίσθητες διαβαθμίσεις, καθώς περιγράφουν τη φύση, προσδιορίστηκε πρωτίστως από τη μουσικότητα του ίδιου του Πέτρου, τον τρόπο με τον οποίο άφηνε την ορχήστρα να «τραγουδήσει» τις μελωδικές ιδέες, καθώς επίσης τον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωνε τις φράσεις, αφήνοντας τη μουσική διαρκώς να αναπνέει, επιτυγχάνοντας την αβίαστη ροή της.

Δεύτερο μείζον έργο του πρώτου μέρους της βραδιάς υπήρξε το Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο. Σολίστ ήταν η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, η οποία απέδωσε τη μουσική σε ιστορικό όργανο, ένα φορτεπιάνο Στόνταρτ του 1820. Παρότι ο ήχος του δεν ήταν ανταγωνιστικός και συνολικά παρέμενε στα ίδια επίπεδα με αυτόν της ορχήστρας, η γραφή επέτρεπε στο όργανο να διατηρεί την αυτονομία του και να προβάλλει με σαφήνεια το μέρος του. Ο ίδιος αυτός ήχος προϋποθέτει ευκρίνεια και καθαρότητα, στην οποία η Παπαστεφάνου ανταποκρίθηκε άριστα, αξιοποιώντας τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου οργάνου. Η πιανίστρια διέθετε επίσης την απαραίτητη δεξιοτεχνική άνεση, η οποία εκτιμήθηκε συνολικά, και ιδιαίτερα στα προβλεπόμενα τμήματα ελεύθερου αυτοσχεδιασμού στο πρώτο και το τρίτο μέρος. Εξίσου κρίσιμο υπήρξε το συγκρατημένο συναίσθημα, σε αγαστή συμφωνία με την προσέγγιση του Πέτρου. Η επιλογή αυτή των δύο μουσικών ενέταξε το έργο στη συνέχεια των κοντσέρτων του Μότσαρτ και στο κατώφλι των κοντσέρτων των πρώτων δεκαετιών του Ρομαντισμού.

Η πρώτη από τις δύο συναυλίες της βραδιάς ολοκληρώθηκε με ένα απόσπασμα από τη Λειτουργία αρ. 86, το «Γκλόρια». Επιλογή σήμερα μάλλον περιττή, πολύ περισσότερο που με εξαίρεση τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα, υποστηρίχτηκε άλλοτε με μέσα αναιμικά, άλλοτε με εμφανή δυσκολία και άλλοτε με απουσία στυλιστικής ενημέρωσης από τους υπόλοιπους μονωδούς (Ελένης Σταμίδου, Γιάννης Φίλιας, Τίμος Σιρλαντζής) και από τη Χορωδία Armonia Atenea.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή