Moby: «Mου λείπει ο ενθουσιασμός που συνοδεύει τα νιάτα»

Moby: «Mου λείπει ο ενθουσιασμός που συνοδεύει τα νιάτα»

6' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χαράματα στη Νέα Υόρκη, τέλος της δεκαετίας του ’80. Ενας αδύνατος μαυρομάλλης νεαρός, με φθαρμένο τζιν και στρατιωτικό τζάκετ από την εποχή του Βιετνάμ, πλησιάζει τα μηχανήματα ανακύκλωσης στη 14Η οδό κρατώντας τρεις μεγάλες σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με άδεια μπουκάλια και τενεκεδάκια. Τα ρίχνει υπομονετικά το ένα μετά το άλλο στην υποδοχή του μηχανήματος και από τη διαδικασία αυτή αποκομίζει δεκάδες κέρματα χαμηλής αξίας, το άθροισμα των οποίων φτάνει τα πέντε δολάρια. Αρκούν για το πρωινό του: ένα κουτί γάλα σόγιας με γεύση βανίλια και ένα βιολογικό πορτοκάλι. Είναι η εποχή που στη Νέα Υόρκη ανθεί η σκηνή της χάουζ μουσικής και γεννιέται η κουλτούρα της ρέιβ και των μεγάλων κλαμπ. Οσο για τον νεαρό που έβγαζε τα προς το ζην ανακυκλώνοντας άδεια μπουκάλια, δεν ήταν παρά ένας άσημος DJ που έψαχνε τον δρόμο του στη νεοϋορκέζικη νύχτα, ένας ορκισμένος χορτοφάγος και βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, που ζούσε μέσα στα κλαμπ χωρίς να πίνει ούτε μπίρα. Ο Moby.

Moby: «Mου λείπει ο ενθουσιασμός που συνοδεύει τα νιάτα»-1

Το παραπάνω περιστατικό το περιγράφει ο ίδιος στις πρώτες σελίδες του «Porcelain», ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου που καλύπτει όλα όσα έζησε από το 1989 μέχρι το 1999, πριν δηλαδή κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Play», που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο τίτλος «Porcelain» είναι δανεισμένος από ένα από τα τραγούδια του. Αλλά γιατί αυτό; Γιατί τον εκφράζει η πορσελάνη ως αντικείμενο; Ηταν το πρώτο πράγμα που τον ρωτήσαμε. «Η πορσελάνη είναι εύθραυστη και λευκή σαν εμένα», μας απάντησε κοφτά.

Το βιβλίο του ξεχωρίζει αμέσως ανάμεσα στις κλασικές αυτοβιογραφίες των διάσημων μουσικών, όντας απαλλαγμένο από κάθε κλισέ ιστορία που συνηθίζουν να διηγούνται οι ροκ σταρ. Ο Moby του «Porcelain» είναι ένας ερασιτέχνης DJ που δένει τους δίσκους του σε ένα πατίνι για να μπορεί να τους κουβαλήσει μέχρι το κλαμπ όπου παίζει μουσική, αντιμετωπίζει τον σνομπισμό και την αγένεια των υπαλλήλων στα «ψαγμένα» δισκάδικα, πηγαίνει εκδρομές με μια Χριστιανική Αδελφότητα παρέα με την κοπέλα του, την Τζάνετ, ενώ παράλληλα έχει τύψεις που έχει κοπέλα ενώ δεν είναι παντρεμένος και κατά τα άλλα περνάει τον χρόνο του στον καναπέ του λιλιπούτειου διαμερίσματός του, μαζί με τους συγκατοίκους του, παίζοντας Super Mario και όχι κάποιο άλλο παιχνίδι, γιατί, πολύ απλά, δεν έχουν λεφτά να αγοράσουν άλλο παιχνίδι. Ολα αυτά τα νοσταλγεί. «Αυτό που επί της ουσίας μού λείπει είναι ο ενθουσιασμός και η δυναμική που συνοδεύει τα νιάτα», μας λέει ο 51χρονος σήμερα μουσικός. «Οταν είσαι είκοσι χρονών, όλα είναι καινούργια και όλα είναι πιθανά».

Το πιο απίθανο περιστατικό πάντως που περιγράφει, προς το τέλος του βιβλίου, είναι για τη φορά που δεν χτύπησε το ξυπνητήρι του, με αποτέλεσμα να μην προλάβει να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας του. Οπως εξηγεί, το ξυπνητήρι δεν χτύπησε επειδή, πιστεύει, κατά τη

διάρκεια της νύχτας σηκώθηκε και το γύρισε τρεις ώρες προς τα μπροστά, με το υποσυνείδητό του να επιλέγει να αποφύγει να αναμετρηθεί με την απώλεια της μητέρας του. Παρεμπιπτόντως, η μητέρα του υποτίθεται ότι ήταν απόγονος του Χέρμαν Μέλβιλ, συγγραφέα του «Moby Dick», εξ ου και έδωσε στον μοναχογιό της το παρατσούκλι Moby.

Η συμβουλή του Μπάουι

Το βιβλίο, επίσης, είναι ένας ύμνος στην «κατακερματισμένη και αμαρτωλή» Νέα Υόρκη της εποχής εκείνης, ένα παράδοξο εγκώμιο για ένα μέρος που περιγράφεται ως βρώμικο, επικίνδυνο και αφιλόξενο, αλλά που, τελικά, ήταν ο πιο συναρπαστικός τόπος για να μένεις, μια αυθεντική μητρόπολη που ασκούσε στους κατοίκους της μια μυστηριώδη έλξη. Διαβάζοντας το «Porcelain», θα πίστευε κανείς ότι ο Moby δεν θα έφευγε ποτέ από εκεί. Και όμως, σήμερα ζει στο Λος Αντζελες, όπου λειτουργεί και το χορτοφαγικό του εστιατόριο. Γιατί πλέον η Νέα Υόρκη, κατά τον ίδιο, έχει μεταλλαχθεί. Τι της συνέβη; «Η Νέα Υόρκη ήταν θύμα της επιτυχίας της. Ηταν μια υπέροχη πόλη γεμάτη δυναμισμό και όλοι ήθελαν να μετακομίσουν εκεί. Αυτό την έκανε πολύ ακριβή και τελικά σήμερα οι μόνοι που καταφέρνουν να ζήσουν εκεί είναι οι πολύ πλούσιοι».

Πριν από 25 χρόνια, όταν ο Moby μετακόμισε στη Νέα Υόρκη από το γειτονικό Κονέκτικατ, ήταν ο αυτονόητος προορισμός για κάθε άνθρωπο με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Κάποιες από τις καλύτερες στιγμές της ανάγνωσης του «Porcelain» είναι οι συναντήσεις του νεαρού Moby με κάποιον διάσημο καλλιτέχνη ή με κάποιον που θα γινόταν διάσημος στο μέλλον, όπως και ο ίδιος. Μια μέρα, για παράδειγμα, είδε έναν φοιτητή να κάνει πρόβες για μια παράσταση μιλώντας μόνος του πάνω στο γκαζόν και αργότερα κάποιοι κοινοί γνωστοί τού σύστησαν τον Βίγκο Μόρτενσεν. Ενα άλλο βράδυ, μια πρώην κοπέλα του (η Τζάνετ που λέγαμε πριν) τον κάλεσε στο λάιβ του καινούργιου της φίλου. Ο Moby αποφάσισε να πάει, έφτασε σε ένα μαγαζί με «αηδιαστικό αέρα» και άκουσε έναν νεαρό που «η φωνή του ήταν όμορφη και η όλη του παραδοξότητα με συνάρπασε». Ηταν ο Τζεφ Μπάκλεϊ. 

Μια άλλη φορά, σε κάτι παρασκήνια, συνάντησε τον Ντέιβιντ Μπάουι. Οταν συστήθηκαν, ένιωσε ότι ήθελε να τον αγκαλιάσει, να βάλει τα κλάματα και να φύγει τρέχοντας. Αλλά συζήτησαν λίγο για το πού μένουν και τι κάνουν και τελικά ο Μπάουι του είπε: «Να την απολαύσεις αυτή την περίοδο, Moby, που είναι όλα απλά». Είχε δίκιο; «Η απόλυτη ευτυχία βρίσκεται στα απλά πράγματα», λέει. «Τίποτα δεν είναι καλύτερο από ένα λιτό πιάτο με μακαρόνια ή ένα όμορφο πορτοκάλι ή το να νιώθεις το ζεστό αεράκι. Κανένα χρηματικό ποσό δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις τον αέρα στο δέρμα σου καλύτερα».

Κανείς δεν αγοράζει πια δίσκους

Κάποια στιγμή και σχετικά συμπτωματικά, ο Moby βγήκε από την κρυψώνα του DJ και άρχισε να δραστηριοποιείται συνθέτοντας τη δική του μουσική και κερδίζοντας, χάρη στο τραγούδι «Go», μια καλή αρχική φήμη. Γράφει στο βιβλίο: «Δεν γνώρισα επιτυχία ως μουσικός επειδή ακολουθούσα τους κανόνες που είχε θέσει κάποιος γηραιός κύριος πριν από δεκαετίες. Ξεχώρισα στο μουσικό τοπίο που εφηύραν οι σύγχρονοί μου». Στο σημείο αυτό (ίσως το μοναδικό στο βιβλίο) διαφαίνεται μια αίσθηση περηφάνιας και δικαίωσης, μαζί με τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό που εκπορεύεται από τη δύναμη της δημιουργίας. Με αφορμή τον πρόσφατο δίσκο του, το «These Systems Are Falling», τον ρωτήσαμε αν συνεχίζει να γράφει μουσική με το ίδιο πάθος. «Απολαμβάνω να γράφω μουσική περισσότερο από ποτέ», είπε. «Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει πίεση και δεν υπάρχουν έγνοιες να έχει εμπορική επιτυχία αυτό που θα γράψω, άλλωστε εγώ δεν κάνω περιοδείες και, έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν αγοράζει πια δίσκους».

«Γράφοντας το βιβλίο», συνεχίζει, «κατάλαβα ότι όλη μου η ζωή τροφοδοτείται από την ανησυχία και τον ενθουσιασμό. Προσπαθώ να ανησυχώ λιγότερο και να ενθουσιάζομαι περισσότερο, κάτι βέβαια που είναι πολύ δύσκολο να συμβεί με πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ». Είναι το μοναδικό σχόλιο που δέχεται να κάνει για την πολιτική επικαιρότητα. Είχαν προηγηθεί τους τελευταίους μήνες αιχμηρές τοποθετήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και συνεντεύξεις στον αμερικανικό Τύπο, με τον Moby να δηλώνει υποστηρικτής της Κλίντον (γνωρίζονται και προσωπικά) και να χαρακτηρίζει τον Τραμπ «κοινωνιοπαθή». Μετά την εκλογή του έγραψε ένα γράμμα απευθυνόμενος σε όλη την Αμερική, που δημοσιεύτηκε στο Billboard και τελείωνε με την εξής φράση: «Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας ρατσιστής και ένας μισογύνης που έχει καταστρέψει αμέτρητες επιχειρήσεις και θα είναι ο χειρότερος πρόεδρος που είχε ποτέ αυτή η χώρα».

«Ο κόσμος χρειάζεται ειλικρίνεια περισσότερο από όσο χρειάζεται ανούσια αυτοπροβολή κι εγώ ελπίζω να έγραψα ένα ειλικρινές βιβλίο. Ελπίζω επίσης ότι ήταν ενδιαφέρον και διασκεδαστικό και ελπίζω να υπάρχει και συνέχεια με ένα βιβλίο για τη ζωή μου από το 1999 μέχρι το 2009», λέει καταλήγοντας με έναν αυτοσαρκαστικό τόνο: «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αυτή θα ήταν μια ιστορία φήμης και αλκοολισμού και εκφυλισμού και ο Ρόμπι Γουίλιαμς έχει ήδη γράψει αυτό το βιβλίο». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή