Στο πρώτο πλάνο της καρδιάς μας

Στο πρώτο πλάνο της καρδιάς μας

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Yπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες τους οποίους το κοινό αγαπά κι άλλοι τους οποίους σέβεται. Ο Μηνάς Χατζησάββας ήταν από αυτούς τους λίγους για τους οποίους το κοινό έτρεφε αγάπη και βαθύ σεβασμό. Προφανώς επειδή αναγνώριζε την αφοσίωση με την οποία δινόταν σε κάθε του ρόλο. Σε κάθε ρόλο και σε κάθε σταθμό της μακράς διαδρομής του: στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση.

Ηταν αγαπημένος και στο σινάφι του. Ευγενής με εκείνη την παλιά χαμένη ευγένεια, ανοιχτός, χωρίς τα ιδεολογικά κρατήματα των πρώτων και φορτωμένων συναισθηματικά χρόνων της πολιτικοποιημένης γενιάς του. Τρυφερός σαν άνθρωπος με μια αδιόρατη συστολή, η οποία δεν έσβησε κι ας είχε 50 καταξιωμένα χρόνια στην πλάτη του. Ενα ντροπαλό και αμήχανο γέλιο με το οποίο έφτανε –λαχανιασμένος συνήθως– στα γραφεία της «Καθημερινής» στην οδό Σωκράτους, τότε. Ηταν τα δημιουργικά χρόνια του Ανοιχτού Θεάτρου.

Τότε, στο θέατρο στου Γκύζη, έλαμψε ως Βενέδικτος στο «Πολύ κακό για το τίποτα» του Σαίξπηρ με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ως Τζοβάνι στο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, ως Βερσίνιν στις «Τρεις αδελφές» και σε πολλούς ακόμη χαρακτήρες. Μέλος ενός δημιουργικού θεατρικού πυρήνα που ήταν εκείνα τα χρόνια το «Ανοιχτό» του Γιώργου Μιχαηλίδη, σε μια περίοδο που το ελληνικό θέατρο και ο κινηματογράφος εξαντλούνταν σε ατέρμονες συζητήσεις για την έννοια του νέου στην τέχνη. Αμέτρητοι ρόλοι, κλασικό, σύγχρονο, ελληνικό έργο αλλά και το αρχαίο δράμα στο θέατρο. Διαφορετικοί ήρωες στο πανί, με εκείνο το υγρό βλέμμα που ξεχώριζες καθαρά στις ταινίες των Κόρρα, Μαρκετάκη, Τσιώλη, Βαφέα, Γραμματικού, Παναγιωτόπουλου, Σισκοπούλου, Δήμα, Μανθούλη, Γκορίτσα, Καραμαγγιώλη. Αλλοι ρόλοι στη μικρή οθόνη. Τρέλανε την Ελλάδα και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Μυρτώ Αλικάκη στην «Αναστασία», την ερωτική ιστορία που απενοχοποίησε την ελληνική τηλεόραση. Απέκτησε πιστούς θεατές στα τηλεοπτικά εγκλήματα του Π. Κοκκινόπουλου, τη «Δέκατη εντολή» κ.ά.

Ηταν επαγγελματίας και αισθηματίας. Για να εκδώσει συλλογές διηγημάτων («Σπέρμα», «Η Χαμένη», «Δύο Σταγόνες Βροχή») χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Πρόδρομος Σαββίδης. Σαββίδης ήταν το επίθετο του πατέρα του και το χρησιμοποίησε εκείνα τα πρώτα χρόνια του Εθνικού Θεάτρου γιατί τότε (είχε πει στην Εφη Κυριακοπούλου –ΕΤ1), «νόμιζα ότι δεν κάνω τίποτα, ότι περνάει ο καιρός μου και αισθανόμουν τέλμα… μετά κατάλαβα ότι μέσω αυτών των πολλών μικρών ρόλων που πήρα εκεί, το Εθνικό υπήρξε για μένα μεγάλο σχολείο ― εγώ δηλαδή το είδα έτσι…». Αναζητούσε το καλό κείμενο από τον πρώτο θεατρικό ρόλο το 1965 στον «Ρήσο» που σκηνοθέτησε ο Τάκης Μουζενίδης, μέχρι τα σενάρια.

Δεν μιλούσε συχνά για τα παλιά. Ο πατέρας έφτιαχνε σαλάμια, έλεγε. Εκείνος ήθελε να γίνει ηθοποιός. Είχε δει μια ταινία με τη Βουγιουκλάκη. Οταν τα χρόνια του Δημοτικού το είπε, συνομήλικοί του τον κορόιδεψαν.

Στο Γυμνάσιο το αποφάσισε. «Κι επειδή ντρεπόμουν να το αποτολμήσω στα πάτρια εδάφη, έφυγα με το που τέλειωσα το σχολείο για τη Γαλλία και φοίτησα εκεί για ένα χρόνο, στη Δραματική Σχολή του Ρενέ Σιμόν».

Σε 10 μήνες έπαιξε τουλάχιστον πενήντα ρόλους. «Τα έργα δεν προλάβαινα να τα διαβάσω! Ετσι ήταν το σύστημα εκεί. (…) Αν δεν τα “έλεγες” καλά, σε ένα τρίμηνο σου το ξέκοβαν: “Αλλάξτε επάγγελμα!” Ανοίξανε τα μάτια μου χάρη σ’ αυτό». Για να τα βγάλει πέρα, έκανε πολλές δουλειές. «Η καλύτερή μου; Ντυμένος σαν αεροπόρος της Ολυμπιακής, διαφήμιζα τα ελληνικά προϊόντα στα σούπερ μάρκετ του Παρισιού!». Το είχε δει σαν ρόλο, εξομολογήθηκε στην καλή συνάδελφο Ιλειάνα Δημάδη («Αθηνόραμα»). Της μίλησε και για τον θάνατο: «Είμαστε σε μόνιμη διαπραγμάτευση μαζί του, έτσι δεν είναι;».

Τολμούσε το καινούργιο, το αιρετικό

Τον ενοχλούσε η επιτήδευση, κυρίως η πόζα του χώρου του. Ηθελε να τον αγαπούν, το έλεγε με την αμεσότητα που τον διέκρινε. Τολμούσε το καινούργιο κι ας μην άξιζε πάντα η επιλογή του· φλέρταρε με το αιρετικό.

Κέρδιζε αθόρυβα μία μία τις προκλήσεις. Από τα χρόνια της δεκαετίας του ’70 και του Ελεύθερου Θεάτρου, του οποίου ήταν συνιδρυτής, την εποχή της αφοσίωσης στις ομάδες και τη συλλογικότητα, της ανεξαρτησίας που ακολούθησε. Μέχρι τις αποδοκιμασίες στην Επίδαυρο από μερίδα σοκαρισμένων θεατών σαν τον είδε στις «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ το 1997 αλλά και στους «Πέρσες» του Γκότσεφ πριν από έξι χρόνια.

Δεν έκανε διαχωρισμούς, ήταν ανοιχτός σε διαφορετικές δουλειές και αναγνώσεις. Τελευταία του εμφάνιση ήταν το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών: «Οι Τυφλοί ή ο ήχος των μικρών πραγμάτων σε μεγάλο σκοτεινό τοπίο» του Μέτερλινκ. Τώρα έκανε πρόβες για την παράσταση «Θ. Μικρούτσικος – Ν. Καββαδίας: Ταξίδι στο Σταυρό του Νότου», σε σενάριο και σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη στο Badminton, ενώ τα τρέιλερ ήδη διαφημίζουν την ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Ενας άλλος κόσμος» που θα βγει στις 17 Δεκεμβρίου στις αίθουσες. Υποδύεται έναν ακροδεξιό που μισεί τους πρόσφυγες. Μόνο αυτό δεν ήταν ο Μηνάς Χατζησάββας.

Οταν ήταν μικρός, ήρωάς του ήταν ο Τεν-Τεν (είχε εξομολογηθεί στον Γιάννη Αλεξίου – «Βραδυνή της Κυριακής»). Κι ένα παιδί στη γειτονιά του που «όλοι τον έλεγαν, ο αλήτης». «Εγώ ήμουν μέσα σε μια αυλή και καθόμουν κι έβλεπα αυτόν να σπάει τζάμια».

Μια παλιά ανάρτηση στο Διαδίκτυο δείχνει τη ματιά του κοινού για τον Μηνά Χατζησάββα: «Αν ζεις στην Αθήνα, πηγαίνεις να τον ακούσεις στο θέατρο. Χειμώνα. Αν είσαι στην Πελοπόννησο, μπορείς να τον δεις σε κάποια τραγωδία στην Επίδαυρο, το καλοκαίρι. Ανοιξη και φθινόπωρο, σε κάποια λογοτεχνική εκδήλωση, στην Αθήνα ή σε άλλη πόλη», έγραφε η Κατερίνα Σ–Μ το 2009.

Συχνά τον συναντούσες σε τέτοιες βραδιές. Πάντα πίσω από το πρώτο πλάνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή