«Αν αφήσεις το κακό να σε πλησιάσει, σε τρώει ολόκληρο»

«Αν αφήσεις το κακό να σε πλησιάσει, σε τρώει ολόκληρο»

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μέγας Τολστόι, ογκόλιθος». Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις της Πέγκυς Τρικαλιώτη, στο διάλειμμα από τις πρόβες της «Δύναμης του σκότους», που ανεβαίνει στο Σύγχρονο Θέατρο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ελένης Σκότη. «Το μαγικό με αυτό το κείμενο είναι ότι αποτελεί καθαρά θεατρικό έργο, δεν είναι μυθιστόρημα ή διήγημα», λέει η ηθοποιός.

Η Πέγκυ Τρικαλιώτη, μετά τη δίχρονη απουσία της («ήθελα ν’ αφοσιωθώ στο παιδί μου»), «επιστρέφει» σ’ ένα χωριό της Ρωσίας, όπου οι κάτοικοι ζουν τη ρουτίνα τους. Είναι πάμφτωχοι, ζουν εξαρτημένοι από γαιοκτήμονες του… ενός εργάτη. Υπάρχουν στο ημίφως της ζωής, στην ανέχεια που γίνεται, όμως, καθημερινότητα η οποία απλώς ρολάρει. «Δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή όταν μου προτάθηκε το έργο. Ηθελα Τολστόι, γιατί δεν είχα ξαναπαίξει. Αρχικά, όμως, είπα “ναι” με το που άκουσα το όνομα της Ελένης Σκότη και της ομάδας Νάμα. “Ο,τι μου πει, θα πω ναι”, σκέφτηκα. Κάνει ένα ρεαλιστικό θέατρο που με αφορά. Προς τα εκεί είναι η καρδιά μου», αναφέρει η Πέγκυ Τρικαλιώτη.

Το έργο έχει τη δυναμική που έχουν τα έργα της λεγόμενης δεύτερης περιόδου του Λέοντος Τολστόι, κατά την οποία αμφισβητούσε τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι η περίοδος πριν από την Επανάσταση του 1917 και ο Ρώσος συγγραφέας παίρνει το κακό από τους πλούσιους και το βάζει σε μια φτωχή κοινωνία, σε ανθρώπους του μόχθου. «Το κακό φυτρώνει οπουδήποτε. Δεν είναι μόνο “προνόμιο” των πλουσίων. Αν το αφήσεις να σε πλησιάσει, σε τρώει ολόκληρο. Υπάρχει σε όλους μας, αρκεί να του ανοίξουμε την πόρτα», λέει.

Η πρώτη φορά που «παίχτηκε» το έργο ήταν στους εργάτες του Τολστόι, ο οποίος ήταν επίσης γαιοκτήμονας. Εκείνοι τον κορόιδεψαν και, κυρίως, προβληματίστηκαν που, τελικά, πιάστηκε ο κακός, που δεν κατάφερε να φθάσει το κακό μέχρι το τέλος! Το κακό εισβάλλει όταν η Ανίσια (Πέγκυ Τρικαλιώτη) ερωτεύεται τον Νικήτα (Γιώργος Παπαγεωργίου), μοναδικό εργάτη του γαιοκτήμονα συζύγου της (Μιχαήλ Γιαννικάκης). Η μητέρα του Νικήτα (Αγορίτσα Οικονόμου) δράττεται της ευκαιρίας και, ως ηθικός αυτουργός, πιέζει τον γιο της να ενδώσει στον έρωτα, ώστε να αποσπάσουν την περιουσία του γαιοκτήμονα, προφανώς σκοτώνοντάς τον.

«Ο Τολστόι λέει πως “έστω και το νύχι του πουλιού να πιαστεί στην ξόβεργα, θα πιαστεί τελικά ολόκληρο”, μιλώντας για το κακό. Το έργο είναι βουτηγμένο στο σκοτάδι. Οι ήρωες μπαίνουν συνειδητά στο κακό. Ενας όμως από αυτούς, στο τέλος, βγάζει το κεφάλι του προς το φως, θέλει να αναπνεύσει, αλλά δεν θα πω ποιος. Ακόμη, όμως, κι εκείνος που προσπαθεί να πάρει φως δεν σώζεται. Αν ακουμπήσεις το σκοτάδι, εκείνο πολλαπλασιάζεται, γίνεται όλο και πιο σκοτάδι», λέει η Πέγκυ Τρικαλιώτη.

Σιγά σιγά, από τον έναν στον άλλον, όλο το χωριό μπαίνει στον χορό του κακού. «Είναι πολιτικό έργο, γιατί μας λέει να καθίσουμε να δούμε τα του οίκου μας και να μη φωνάζουμε μόνο για τους από πάνω. Μιλάει για το τι συμβαίνει σ’ έναν φτωχό όταν του δίνεις ξαφνικά λεφτά», αναφέρει η ηθοποιός. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη μοιάζει ανήσυχη, όσο μιλάει για το έργο, τόσο η κουβέντα μας ξεφεύγει και μοιραία οδηγείται στο ελληνικό παρόν. «Στην Ελλάδα, επειδή είχαμε κατοχή, πολέμους, χούντα, εμφύλιο δεν μας περίσσευε ποτέ τίποτα. Ο Ελληνας, έτσι, παρέμεινε ένας έφηβος. Οταν του δώσεις ένα τεράστιο τραπέζι με τα πάντα, θέλει παιδεία για να καταλάβει ότι δεν θα αντέξει το στομάχι του. Αυτή την παιδεία δεν… υπήρχε λόγος να την αποκτήσουμε», λέει η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ενώ συμπληρώνει: «Δεν ωριμάσαμε. Ακόμη και σήμερα, αν μας σβήσουν το χρέος, και μας δώσουν κι από πάνω λεφτά, τι θα κάνουμε; Τα ίδια που κάναμε πριν από χρόνια».

Η ηθοποιός θεωρεί ότι, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κανείς που δεν παρασύρθηκε από την επίπλαστη λάμψη. «Ολοι μας παρασυρθήκαμε. Εγώ δεν πήρα δάνειο, δεν είχα ποτέ πιστωτική, έτρωγα ό,τι είχε το πορτοφόλι μου. Βέβαια, βοήθησε και η δουλειά που έκανα. Δεν είχα καμία σιγουριά. Οπότε προσπαθούσα να προσαρμοστώ με όσα είχα, ακόμη και τις περιόδους που έπαιρνα καλά λεφτά», σημειώνει. «Σήμερα, νιώθω ότι δεν υπάρχει τίποτα. Αλλά δεν μπορώ να βάλω το χέρι μου στη φωτιά για το ποιος φταίει. Σαν το πουλάκι που πιάστηκε από το νυχάκι στην ξόβεργα. Θα έπρεπε να είχαμε φτιάξει ένα σχέδιο, κι ας τρώγαμε τα μούτρα μας».

​​«Η δύναμη του σκότους», Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, Γκάζι. Από 12 Φεβρουαρίου έως 11 Απριλίου 2017.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή