«Η γερμανική κυβέρνηση έχει τονίσει ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες απέδειξαν την ευελιξία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας και άρα δεν χρειάζονται θεμελιώδεις αλλαγές», υπογραμμίζει στην «Κ» ο πάλαι ποτέ αντιπρόεδρος της Bundesbank και μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, Γιούργκεν Σταρκ, ο οποίος θεωρεί ότι μετά τις εξελίξεις στην Ουκρανία το Βερολίνο πιθανώς θα χρειαστεί να ιεραρχήσει εκ νέου τις προτεραιότητες, επανεξετάζοντας τον ρυθμό απεξάρτησης από τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια. Για την Ελλάδα, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει χώρος για χαλάρωση, καθώς το ελληνικό χρέος δεν αντέχει μια νέα κρίση.
Ο επιφανής οικονομολόγος αναφέρει ότι η ΕΚΤ κινείται σε αχαρτογράφητα νερά με τη νομισματική πολιτική της, καθώς «ο πληθωρισμός δεν είναι παροδικός και μειώνει την αγοραστική δύναμη του ευρώ». Στο πλαίσιο αυτό, προειδοποιεί ότι η ακρίβεια στην ενέργεια απειλεί με στασιμοπληθωρισμό, εντοπίζοντας το πρόβλημα στο γεγονός ότι αυξάνονται οι τιμές στα ορυκτά καύσιμα χωρίς να μειώνονται οι τιμές στις ΑΠΕ. Ο ίδιος εκφράζει την εκτίμηση ότι ο ευρωπαϊκός Νότος μπήκε νωρίς στο Ευρώ και προσθέτει ότι η ευρωπαϊκή υποστήριξη δίνει ακόμη μία ευκαιρία στην Ελλάδα να μεταρρυθμιστεί και να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της, μειώνοντας το χρέος της. Ειδάλλως, «θα επιστρέψει εκεί όπου βρισκόταν πριν από 10 χρόνια».
Ανήκετε στους οικονομολόγους που εδώ και καιρό εντοπίζουν υψηλό ρίσκο στην επιλογή της ΕΚΤ να παρατείνει την αγορά κρατικών ομολόγων διατηρώντας τα επιτόκια χαμηλά παρά την άνοδο του πληθωρισμού. Ποιος είναι πρακτικά ο κίνδυνος; Να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ, τουλάχιστον μέχρι και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θεωρούσε παροδικές τις πληθωριστικές πιέσεις.
Έχω ασκήσει κριτική στην πολιτική της ΕΚΤ εδώ και πολλά χρόνια, καθώς λειτουργεί σε κατάσταση κρίσης από το 2008, ανεξάρτητα από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και δεδομένα, για παράδειγμα, το 2017/18. Συνολικά, η πολιτική της ΕΚΤ έχει βασιστεί σε λάθος διάγνωση. Αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, έχει προχωρήσει όλο και πιο βαθιά σε αχαρτογράφητη περιοχή, με αρνητικά επιτόκια και έναν «φουσκωμένο» ισολογισμό. Με τα προγράμματα αγοράς ομολόγων, η ΕΚΤ έχει στρεβλώσει τις αγορές ομολόγων. Το επιτόκιο, μια από τις πιο σημαντικές τιμές σε μια οικονομία της αγοράς, έχει χάσει τη σηματοδοτική του λειτουργία. Τώρα ο πληθωρισμός επιστρέφει, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη του ευρώ και παρέχοντας στρεβλωτικά μηνύματα στους επενδυτές. Ποτέ δεν πίστεψα στο επιχείρημα της ΕΚΤ ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός είναι παροδικός. Ήδη πριν από μισό χρόνο υποστήριξα ότι ο πληθωρισμός θα γίνει ευρύτερος με αυξανόμενο κίνδυνο να καταστεί πιο επίμονος. Παρά τις νέες αβεβαιότητες, τους κινδύνους και τις γεωπολιτικές προκλήσεις, ιδίως με τον πόλεμο του Πούτιν, η ΕΚΤ πρέπει να αντιδράσει τώρα για να καταπολεμήσει ένα αναδυόμενο πληθωριστικό σπιράλ.
Οι τιμές της ενέργειας καλπάζουν, σε μια φάση κατά την οποία η Ευρώπη έβαζε μπροστά στην ατζέντα της «πράσινης» μετάβασης. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση για την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και σε ποιον βαθμό εκτιμάτε ότι είναι σε θέση να εκτροχιάσει τις προβλέψεις για την οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης;
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που οδηγούν τις τιμές της ενέργειας. Αρχικά, ο βασικός παράγοντας ήταν η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη μετά τα lockdown σε πολλές περιοχές του κόσμου, η ζήτηση για ενέργεια, ιδίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, έχει υπερβεί κατά πολύ την προσφορά. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι ο «πράσινος μετασχηματισμός». Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι αυτός ο μετασχηματισμός δεν θα είναι δυνατός χωρίς ένα κύμα πληθωρισμού. Οι πηγές ενέργειας από ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να γίνονται ακριβότερες ακριβώς στον ίδιο βαθμό που οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα γίνονται φθηνότερες μέσω της επέκτασης των σχετικών δυνατοτήτων. Η μεταβολή στις σχετικές τιμές θα πρέπει να αλλάξει τη δομή της ζήτησης με το συνολικό επίπεδο τιμών να παραμένει σταθερό. Στην πραγματικότητα, οι παραγωγικές ικανότητες για ενέργεια από ορυκτά καύσιμα έχουν μειωθεί ταχύτερα από τον ρυθμό με τον οποίο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέες δυνατότητες για πράσινη ενέργεια. Ο πιο πρόσφατος και πιο σημαντικός παράγοντας που οδηγεί τις τιμές ενέργειας είναι οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η υψηλή εξάρτηση της Ευρώπης από τον ρωσικό εφοδιασμό πετρελαίου και φυσικού αερίου και ο αυξανόμενος κίνδυνος αποκοπής από αυτήν την αλυσίδα εφοδιασμού. Όλες αυτές οι εξελίξεις θα περιορίσουν την οικονομική δραστηριότητα και μπορεί ακόμη και να πυροδοτήσουν «στασιμοπληθωρισμό».
Το ελληνικό χρέος διαμορφώνεται στο 200% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Υπάρχει όμως το επιχείρημα ότι οι ευνοϊκοί όροι αποπληρωμής κατόπιν συμφωνίας με την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με τις βελτιούμενες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, διασφαλίζουν τη φερεγγυότητα το ελληνικού κράτους. Ποια είναι η γνώμη σας;
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στο 200% του ΑΕΠ βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο εντός της Ευρωζώνης. Αλλά αυτό το ποσοστό δεν είναι πλήρως συγκρίσιμο με τα επίπεδα χρέους άλλων χωρών, καθώς ο ESM είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής και παρέχει πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Υπάρχουν επίσης και άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ μέσω του προγράμματος PEPP έως το τέλος Μαρτίου 2022, που χρηματοδοτούν εν μέρει το ελληνικό χρέος. Έτσι, η Ελλάδα έχει μια σχετικά ευνοϊκή δομή χρέους, συμπεριλαμβανομένων των μακροπρόθεσμων και χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών. Ωστόσο, υπάρχουν ρίσκα, ιδίως συμπεριλαμβανομένων των πιθανών άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων του πολέμου του Πούτιν στην οικονομία της Ελλάδας και στη δημοσιονομική της θέση. Μεσοπρόθεσμα, το ελληνικό χρέος φαίνεται να είναι βιώσιμο μόνο εάν η οικονομία δεν πληγεί από άλλο σοβαρό οικονομικό σοκ. Τότε η Ελλάδα θα μπορούσε και πάλι να εξαρτηθεί από πρόσθετη οικονομική στήριξη, εάν αυτή η στήριξη συμφωνηθεί πολιτικά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει μια αξιόπιστη και έγκυρη αξιολόγηση. Η αβεβαιότητα είναι απλώς πολύ υψηλή. Η βιωσιμότητα εξαρτάται ιδιαίτερα από την ικανότητα και την πολιτική βούληση της Ελλάδας να διατηρήσει υψηλές πρωτογενείς ισορροπίες και ισχυρότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ως συμπέρασμα: δεν υπάρχει χώρος για τις ελληνικές αρχές να χαλαρώσουν και να βασιστούν απλώς στην ευρωπαϊκή υποστήριξη. Ο καλύτερος δρόμος μπροστά είναι η ελληνική κυβέρνηση να αξιοποιήσει αυτήν τη συγκυρία, για να προχωρήσει σε πιο σταθερά δημόσια οικονομικά, να μειώσει το χρέος και να συνδυάσει αυτήν την προσέγγιση με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αν η Ελλάδα χάσει αυτήν την ευκαιρία, σε 10 χρόνια από τώρα θα βρίσκεται περίπου στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από 10 χρόνια.
Ο ευρωπαϊκός νότος, ιδίως η Ελλάδα, έχει βρεθεί κατά καιρούς στο επίκεντρο κρίσεων που δοκίμασαν τη συνοχή της Ευρωζώνης. Βεβαίως, ορισμένοι καταλογίζουν λάθη και στη συνταγή που δόθηκε στον ασθενή. Θεωρείτε ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος για τη σύγκλιση των λεγόμενων αδύναμων κρίκων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Ή απλώς έχουμε κλωτσήσει το τενεκεδάκι μπροστά;
Θα εκπλαγείτε να ακούσετε από εμένα ότι η κρίση δημόσιου χρέους της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Γιατί το λέω αυτό; Διότι για πολιτικούς λόγους το ενιαίο νόμισμα ξεκίνησε με χώρες που πραγματικά δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις και οι οποίες θα ήταν σε καλύτερη θέση αν έμεναν στα εθνικά τους νομίσματα και στα εγχώρια πολιτικά εργαλεία τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ορισμένα κράτη – μέλη υιοθέτησαν το ευρώ χωρίς να ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις μιας νομισματικής ένωσης. Δεν ήταν ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά ούτε θεσμικά ώριμοι για αυτό το ιστορικό βήμα το 1998 ή στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο, εν τω μεταξύ, οι χώρες που βρίσκονταν σε κρίση έχουν σήμερα αρκετά καλά οικονομικά αποτελέσματα και ελπίζω ότι όλα τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης έχουν διδαχτεί τα αντίστοιχα μαθήματα: (i) να διατηρήσουν υπό έλεγχο το δημόσιο χρέος (ii) να προχωρήσουν με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (iii) να αναβαθμίσουν τους δημόσιους θεσμούς. Κατά την άποψή μου, ο αποκαλούμενος «ευρωπαϊκός νότος» δεν πρέπει να περιμένει ότι όλα τα διαρθρωτικά του προβλήματα, που εξακολουθούν να υπάρχουν, θα μετριαστούν από περισσότερες χρηματοοικονομικές μεταβιβάσεις από τις βόρειες χώρες, ακόμη και όσο η Οικονομική και Νομισματική Ένωση κινείται προς μια ένωση χρέους και ευθύνης, κάτι το οποίο δεν προέβλεπε η Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η προωθούμενη αμοιβαιοποίηση του χρέους και των χρηματοοικονομικών μεταβιβάσεων θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε περισσότερες εντάσεις μεταξύ των κρατών – μελών. Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτό έχει ήδη προκαλέσει σημαντικές πολιτικές ανατροπές στον καθορισμό νέων πολιτικών προτεραιοτήτων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως στη Γερμανία.
Η Γερμανία απέκτησε νέο υπουργό Οικονομικών, ο οποίος προέρχεται από το φιλελεύθερο κόμμα της. Βεβαίως, ο νέος καγκελάριος είναι Σοσιαλδημοκράτης, σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό στον οποίο μετέχουν και οι Πράσινοι. Τι αλλαγές εκτιμάτε ότι θα δούμε στην οικονομική πολιτική της Γερμανίας; Να σημειωθεί ότι σε επίπεδο Ευρωζώνης εκκρεμούν οι διαβουλεύσεις για τους δημοσιονομικούς κανόνες που θα διέπουν τα κράτη – μέλη.
Αποκαλώ ενδιαφέρον πείραμα αυτό που ξεκίνησε στη Γερμανία μετά τις γενικές εκλογές του 2021. Για πρώτη φορά τρία πολιτικά κόμματα με πολύ διαφορετικές – και από ορισμένες απόψεις αμφιλεγόμενες – προγραμματικές προσεγγίσεις ή ιδεολογίες σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από συμβιβασμούς μεταξύ των τριών πολιτικών δυνάμεων που ορίζονται στη συμφωνία συνασπισμού. Αλλά οι πολιτικές προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης φαίνονταν να είναι αρκετά σαφείς: (i) η έξοδος από την πανδημία (ii) ο πράσινος και ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας (iii) η δέσμευση για επιστροφή στους δημοσιονομικούς κανόνες σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ωστόσο, σοκαρισμένος από τον πόλεμο στην Ευρώπη, ο οποίος έχει καταστρέψει ορισμένες πολιτικές ψευδαισθήσεις, ένα μεγάλο μέρος της συμφωνίας συνασπισμού είναι πλέον ξεπερασμένο και η πολιτική ατζέντα έχει επαναρυθμιστεί με κύριο άξονα την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Η Γερμανία θα εκπληρώσει επιτέλους τη δέσμευσή της στο ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ της και θα επενδύσει τα επόμενα δύο χρόνια επιπλέον 100 δισ. ευρώ σε στρατιωτικό εξοπλισμό. Αυτό μπορεί να μειώσει τις δαπάνες του «πράσινου μετασχηματισμού» και άρα ενδεχομένως να επανεξεταστεί ο τερματισμός της ενέργειας από άνθρακα και πυρηνική τεχνολογία. Ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες, η γερμανική κυβέρνηση θα τηρήσει τον εθνικό κανόνα, που κατοχυρώνεται στο σύνταγμα και είναι γνωστός ως «φρένο χρέους». Η κυβέρνηση έχει τονίσει ότι οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες έχουν αποδείξει την ευελιξία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για θεμελιώδεις αλλαγές. Οι δημοσιονομικοί κανόνες αποτελούν κρίσιμο μέρος της θεσμικής συγκρότησης της νομισματικής ένωσης, έχοντας κατά νου ότι ιστορικά οι νομισματικές ενώσεις στην Ευρώπη απέτυχαν λόγω της δημοσιονομικής σπατάλης και της έλλειψης πειθαρχίας. Χρειαζόμαστε απλούς, αξιόπιστους και διαφανείς κανόνες που να είναι υλοποιήσιμοι. Παρεμπιπτόντως, ξεκινήσαμε με έναν απλό κανόνα το 1998, αλλά στο μεταξύ οι κανόνες έχουν γίνει υπερβολικά περίπλοκοι, αναποτελεσματικοί και αδιαφανείς, με πάρα πολλές εξαιρέσεις. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει μια συνεχής συζήτηση για την επανεξέταση των δημοσιονομικών κανόνων ώστε να επιτραπούν υψηλότεροι δείκτες χρέους, δεδομένου του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και της ανάγκης για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η δημοσιονομική πειθαρχία είναι απαραίτητη, καθώς τα επιτόκια δεν θα παραμείνουν σε μηδενικά ή χαμηλά επίπεδα αιωνίως. Με υψηλότερα επιτόκια, το δημόσιο χρέος σε ορισμένες χώρες θα μπορούσε να γίνει μη βιώσιμο. Υπάρχουν πάντα φτηνές πολιτικές δικαιολογίες που κάνουν τόσο δύσκολη την επιστροφή στα στέρεα δημόσια οικονομικά. Αλλά δεν μπορείς να συνεχίσεις να συσσωρεύεις όλο και περισσότερα χρέη για να αντιμετωπίσεις νέες προκλήσεις, όπως οι δημόσιες επενδύσεις, ο πράσινος μετασχηματισμός και η πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Αντίθετα, απαιτείται εκ νέου ιεράρχηση των δημόσιων δαπανών, πράγμα που σημαίνει καθορισμός πολιτικών προτεραιοτήτων.
Πώς τοποθετείται σήμερα η Ευρωζώνη στον διεθνή ανταγωνισμό; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα μπροστά σε παίκτες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα;
Ο πόλεμος του Πούτιν, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, έχει θεμελιώδη αντίκτυπο στην παγκόσμια πολιτική τάξη με εκτεταμένες επιπτώσεις π.χ. για τις συνθήκες διαβίωσής μας, τον πλούτο μας, τις οικονομίες μας και την απο-παγκοσμιοποίηση. Είναι σημαντικό για την Ευρώπη να ενισχύσει τον πολιτικό διεθνή ρόλο της, να υπερασπιστεί το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και να εμβαθύνει την ολοκλήρωση ιδίως στον τομέα των εξωτερικών πολιτικών και των πολιτικών ασφάλειας. Αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ούτε η ΕΕ ούτε η ζώνη του ευρώ είναι κράτος ή πολιτική υπερδύναμη. Η ευρωπαϊκή κυριαρχία και η οικονομική δύναμη πηγάζουν από την κυριαρχία και την οικονομική εξουσία των κρατών – μελών. Προκειμένου να παραμείνουν σημαντικός παράγοντας στην παγκόσμια πολιτική ή στο οικονομικό πεδίο, στην καινοτομία και την τεχνολογία, η ΕΕ και τα κράτη – μέλη της πρέπει να ενθαρρύνουν την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία, θέτοντας τα κατάλληλα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και επιταχύνοντας την ψηφιοποίηση της διοίκησης και της οικονομίας. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς είναι σημαντικά συστατικά για την ενίσχυση της οικονομικής ισχύος. Στις οικονομίες της αγοράς της Ευρώπης και των ΗΠΑ, οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι βασικές. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με την Κίνα, η οποία ακολουθεί το οικονομικό μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού, με ένα αδιαφανές μείγμα κυβερνητικών ή κρατικών εταιρειών και ιδιωτικών επενδύσεων. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μπαίνουν στον πειρασμό να αντιγράψουν τουλάχιστον εν μέρει το κινεζικό μοντέλο με ολοένα και περισσότερες κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά, ακολουθώντας μια φιλόδοξη ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Αλλά αυτό θα οδηγήσει σε κακές επενδύσεις. Μια οικονομία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως μια επιχείρηση. Ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε οι εθνικές κυβερνήσεις, ούτε οι υπουργοί, ούτε οι υπάλληλοι γνωρίζουν καλύτερα από τους επιχειρηματίες πού και πότε να επενδύσουν. Είναι κατανοητή, ωστόσο, η μείωση της εξάρτησης των κρίσιμων προϊόντων από έναν μικρό αριθμό παγκόσμιων παικτών. Αλλά η ασφάλεια και η ανθεκτικότητα έχουν κόστος. Τα προϊόντα θα γίνουν πιο ακριβά και ο πλούτος θα μειωθεί, λόγω του περιορισμού του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας.