Επιπλέον έσοδα 1,2 δισ. φέρνει η αύξηση επιτοκίων σε τράπεζες

Επιπλέον έσοδα 1,2 δισ. φέρνει η αύξηση επιτοκίων σε τράπεζες

Το euribor 3μήνου εκτιμάται σε έως 1,8% στα τέλη του έτους από 0,58% σήμερα

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αύξηση των εσόδων από τόκους ύψους 1,2 δισ. ευρώ αναμένουν οι τράπεζες από την άνοδο των επιτοκίων κατά ακόμη 100-150 μονάδες βάσης που προεξοφλείται έως τα τέλη του χρόνου, με βάση την εξέλιξη του euribor 3μήνου που εκτιμάται ότι θα φτάσει έως και το 1,8% από το σημερινό επίπεδο του 0,58%.

Τα αυξημένα επιτοκιακά έσοδα αναμένεται να αποτυπωθούν ήδη από τα κέρδη του γ΄ τριμήνου, αρχής γενομένης δηλαδή από τον Ιούλιο οπότε και ανακοινώθηκε η πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, αλλά θα κορυφωθούν από το δ΄ τρίμηνο, οπότε και θα ισχύσει η δεύτερη άνοδος των επιτοκίων, με βάση τις ανακοινώσεις του Σεπτεμβρίου που προεξοφλούν άνοδο κατά 0,50 ή ακόμη και 0,75 στα βασικά επιτόκια.

Ετσι, με έμφαση το 2023 τα επιτοκιακά έσοδα αναμένεται να εκτοξευθούν κατά 1,2 δισ. ευρώ και θα είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της αύξησης των εσόδων από τα δάνεια, αλλά κυρίως της συγκράτησης των εξόδων στο σκέλος των καταθέσεων, που θα επωφεληθούν ελάχιστα από την άνοδο των επιτοκίων.

Στόχος των τραπεζών είναι να διατηρηθούν τα περιθώρια, δηλαδή τα spreads των χορηγήσεων σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το κόστος χρήματος και να μπορέσουν αφενός να πετύχουν τους στόχους για καθαρή πιστωτική επέκταση και επιστροφή στην κερδοφορία και αφετέρου να επιτευχθεί ο στόχος για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και της ανάπτυξης.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για νέες χορηγήσεις περιορίζει την επιβάρυνση όσων θα λάβουν νέα δάνεια.

Η αύξηση των καταθέσεων που αθροίζει τα 41,7 δισ. ευρώ από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι σήμερα, παρά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης και την ύφεση που προκάλεσε στην οικονομία, έχει δημιουργήσει πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Δίνει έτσι το αναγκαίο περιθώριο στις τράπεζες να απορροφήσουν ένα μέρος της αύξησης του κόστους χρήματος που πυροδότησε η άνοδος του πληθωρισμού, περιορίζοντας τα οφέλη της ανόδου των επιτοκίων για τους καταθέτες. Εκτός από τις τράπεζες που βγαίνουν ωφελημένες από αυτόν τον μηχανισμό, τα κέρδη θα καρπωθούν και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που θα δανειστούν με χαμηλότερα spreads σε σχέση με αυτά που θα ίσχυαν εάν υπήρχε έλλειψη ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες «στριμώχνονταν» για την προσέλκυση των καταθέσεων, όπως συνέβη κατά την περίοδο της προηγούμενης δεκαετούς κρίσης.

Η ανάληψη από την πλευρά των καταθετών του βάρους της πιστωτικής μεγέθυνσης ερμηνεύει και το γεγονός ότι τα περιθώρια (spreads) στις νέες χρηματοδοτήσεις παραμένουν χαμηλά τόσο στα επιχειρηματικά δάνεια όσο και στα δάνεια των νοικοκυριών και δη στα νέα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου, τα επίπεδα των οποίων δεν συμβαδίζουν με την άνοδο του κόστους χρήματος. Η τάση αυτή προκύπτει και από τα αποτελέσματα 6μήνου που ανακοίνωσαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες με βάση τα οποία το επιτοκιακό περιθώριο (Net Interest Margin) παρέμεινε χαμηλό μεταξύ 1,6%-1,9%, επιβεβαιώνοντας τον υψηλό ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών για την αύξηση των μεριδίων τους στις νέες χρηματοδοτήσεις, που αποτελεί και τον προπομπό για την οριστική επιστροφή στην κερδοφορία.

Οι καταθέτες, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, θα είναι ο αδύναμος κρίκος της εξίσωσης ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος στοχευμένων συναλλαγών μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης, γνωστού ως TLTRO III, που ενεργοποιήθηκε από την ΕΚΤ μέσα στην πανδημία για να στηρίξει τις τράπεζες έτσι ώστε να διοχετεύσουν φθηνά δάνεια στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, αντλώντας ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο -1% ή -0,5%. Το πρόγραμμα μέσω του οποίου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άντλησαν ρευστότητα ύψους 50,7 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του β΄ τριμήνου, άρχισε να λήγει από τα τέλη Ιουλίου και οι τράπεζες θα πρέπει σταδιακά να αποπληρώσουν αυτή τη ρευστότητα έως και τον Μάρτιο του 2024.

Εν αναμονή της ανακοίνωσης από την ΕΚΤ ενός νέου προγράμματος που θα στοχεύει στη στήριξη της χρηματοδότησης με φθηνή ρευστότητα, οι τράπεζες στοχεύουν στην αύξηση των χορηγήσεων που θα τους επιτρέψει να διαθέτουν τις αναγκαίες εγγυήσεις (collateral) που θα καταθέτουν στην ΕΚΤ για την άντληση ρευστότητας, ακόμη και αν αυτή δεν θα δοθεί με τόσο γενναιόδωρους όρους όπως συνέβη τα δύο προηγούμενα χρόνια ή ακόμη και αν το «κούρεμα» (haircut) που θα εφαρμόσει η ΕΚΤ για την αποδοχή αυτών των collateral δεν θα είναι τόσο ευνοϊκό για τα ελληνικά assets.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή