Αρθρο Γ. Στούμπου στην «Κ»: Περιμένοντας το θαύμα της ανάπτυξης

Αρθρο Γ. Στούμπου στην «Κ»: Περιμένοντας το θαύμα της ανάπτυξης

Η Ελλάδα παραμένει στην ίδια κατάταξη εντός της Ε.Ε., της Ευρωζώνης και της παγκόσμιας οικονομίας για δεκαετίες όσον αφορά τους δείκτες παραγωγικής δομής, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το θαύμα της Ανάστασης γίνεται κάθε χρόνο, δυστυχώς όμως αυτό της ανάπτυξης φαίνεται πιο απρόσιτο και σχεδόν απραγματοποίητο. Τα ευχολόγια είναι αποδεκτά στη θρησκεία, αλλά στερούνται αξιοπιστίας στην οικονομία.

Αρκετοί δημοσιονομικοί δείκτες την τελευταία τετραετία έχουν βελτιωθεί σταθερά στη χώρα μας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ (το οποίο, σε συνδυασμό με τη δομή εξυπηρέτησής του, παρέχει μακροχρόνια προστασία), τη σταδιακή μείωση της ανεργίας, τον ρυθμό ανάπτυξης, που κυμαίνεται στο 2%, διπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωζώνης, και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί επιβεβαίωση αυτής της προόδου. Αυτή τη δημοσιονομική ευφορία έρχεται να διαταράξει μια σειρά άλλων οικονομικών δεικτών, που υποδηλώνουν ότι η προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπίσει χρόνιες παθογένειες είναι μια σισύφεια προσπάθεια, διότι οι γενεσιουργοί αιτίες που τις δημιούργησαν όχι μόνο δεν έχουν εξαλειφθεί, αλλά επανεμφανίζονται υποδόρια με τάσεις αυξανόμενες και ανησυχητικές.

Συνοπτικά αναφέρουμε ότι το εμπορικό ισοζύγιο, έπειτα από μια σημαντική διόρθωση την περίοδο των μνημονίων (2012-2019), το 2023 έφτασε στο -18% του ΑΕΠ, σκιαγραφώντας γενικότερα την αδυναμία του παραγωγικού μας μοντέλου και ιδιαίτερα τη μειωμένη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των Ελλήνων παραγωγών. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονται στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε. (22%) και, στην πλειονότητά τους, κατευθύνονται στον κατασκευαστικό και τον τουριστικό κλάδο. Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι οι υψηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε. και κατά 4% υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η δημοσιονομική πειθαρχία, σε συνδυασμό με το κατάλληλο μείγμα νομισματικής πολιτικής, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για μια βιώσιμη οικονομία, αλλά η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί άλλες συνθήκες, όπως αέναες επενδύσεις, ξένες και εγχώριες, ανάπτυξη υποδομών, ιδίως στα δίκτυα κοινής ωφελείας και μεταφορών, σύγχρονο τραπεζικό σύστημα προσανατολισμένο στην αγορά, εκπαιδευτικό σύστημα που εφοδιάζει με δεξιότητες αναγκαίες την παραγωγική διαδικασία και, τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ένα δικαστικό σύστημα αποτελεσματικό, διαφανές και γρήγορο στην απονομή δικαιοσύνης.

Το πού βρισκόμαστε όσον αφορά την πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία 50 χρόνια, τηρουμένων των αναλογιών, φαίνεται από την επανάληψη των ίδιων υποσχέσεων από όλα τα πολιτικά κόμματα διαχρονικά. Ο πολίτης μπορεί να είναι αρκετά υπομονετικός και να το αποδέχεται, η ανάπτυξη όμως δεν είναι. Η Ελλάδα παραμένει στην ίδια κατάταξη εντός της Ε.Ε., της Ευρωζώνης και της παγκόσμιας οικονομίας για δεκαετίες όσον αφορά τους δείκτες παραγωγικής δομής, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Διακυμάνσεις στην κατάταξή της έχουν σημειωθεί, αλλά όπως οι οικονομολόγοι αρέσκονται να λένε, δεν είναι στατιστικά σημαντικές.

Η τουριστική βιομηχανία, η οποία από τη φύση της επηρεάζεται κυρίως από εξωγενείς παράγοντες, έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη εθνική «μονο-βιομηχανία» υπηρεσιών. Το επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρει και οι προοπτικές βελτίωσής τους εξαρτώνται από τη βελτίωση των συνθηκών που αναφέραμε παραπάνω. Πόσο μακριά μπορεί να πάει η «μονο-βιομηχανία» του τουρισμού με υποβαθμισμένες υποδομές, προβληματική λειτουργία υπηρεσιών κοινής ωφελείας, ανεπαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό που προσφέρει ερασιτεχνικές υπηρεσίες;

Η δεύτερη εθνική βιομηχανία, η οποία αυτή τη στιγμή επιστρέφει δυναμικά, είναι οι κατασκευές. Προσπαθεί να καλύψει πραγματικές ανάγκες στέγασης, αυξάνοντας την προσφορά και εκσυγχρονίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης. Αυτή η επενδυτική δραστηριότητα έχει συνήθως περιορισμένη χρονική διάρκεια και γεωγραφική συγκέντρωση. Είναι επίσης γνωστό ότι αυτές οι δύο εθνικές βιομηχανίες, μαζί με τα ελεύθερα επαγγέλματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σύμφωνα με διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς αλλά και εθνικά ιδρύματα όπως η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΕΛΣΤΑΤ είναι πρωταθλητές στη φοροδιαφυγή, διαχρονική μάστιγα των δημόσιων οικονομικών.

Ο αγροτικός τομέας είναι ο πιο αδύναμος από όλους, με φτωχές αναπτυξιακές προοπτικές.

Οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν αποδεχθεί και συντηρούν μια παραγωγική δομή που βασίζεται σε παροχές και επιδοτήσεις. Ενας από τους μεγαλύτερους, κατά ποσοστό, αγροτικούς πληθυσμούς στην Ε.Ε. επιβιώνει με κοινοτικές και εθνικές ενισχύσεις που φτάνουν έως και το 50% του κόστους παραγωγής, με ποσοστό παραγωγικότητας 20% σε σύγκριση με τους πιο παραγωγικούς ανταγωνιστές (π.χ. Ισραήλ, Ισπανία, Ολλανδία). Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία δέκα χρόνια η συνολική παραγωγή του κλάδου συρρικνώθηκε κατά 26%.

Ενώ σε άλλες χώρες οι νέες τεχνολογίες διεισδύουν δυναμικά στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, αυξάνοντας την παραγωγικότητά τους, μειώνοντας το κόστος παραγωγής και δημιουργώντας συνεχώς νέες καθετοποιημένες μορφές παραγωγικής δραστηριότητας, στην Ελλάδα παρακολουθούμε με θρησκευτική ευλάβεια το ετήσιο τελετουργικό των κινητοποιήσεων τους πρώτους μήνες του χρόνου μέχρι εξαντλήσεως της μεγαθυμίας των εκάστοτε κυβερνήσεων, οι οποίες προσφέρουν επιπλέον παροχές και επιδοτήσεις μέχρι εξαντλήσεως του «διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου», όπως διατείνονται.

Γίνεται προφανές ότι, παρά την έξοδο από την κρίση των μνημονίων και την προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας, ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί. Δεν έχουμε ισχυρές κλαδικές επενδύσεις που σηματοδοτούν ένα σαφές αναπτυξιακό μοντέλο, έστω και μικρής κλίμακας, που θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη υποσυστημάτων παροχής προϊόντων/εξαρτημάτων και υπηρεσιών τόσο για ελληνικές όσο και για διεθνείς μονάδες παραγωγής. Δεν έχουμε δημιουργήσει καθετοποιημένες παραγωγικές δομές, ακόμη και για προνομιούχα ελληνικά προϊόντα όπως το λάδι, το μέλι κ.ά.

Δεν έχουμε αξιοποιήσει στον βαθμό που οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ελλάδα επιτρέπουν την παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Εύκολα διαπιστώνονται αυτές οι παθογένειες όταν οι ανεπτυγμένες οικονομίες υλοποιούν μια μετατόπιση γενεών (generational shift), αυτό που αποκαλείται Industry 4.0 και εισάγει στην παραγωγική διαδικασία τη ρομποτική, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (IoT), όπου η επικοινωνία και συνδεσιμότητα μεταξύ συστημάτων δεν απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση, τη διαρκή ανάλυση και επεξεργασία δεδομένων, και άλλες εξειδικευμένες τεχνολογίες αιχμής ανά κλάδο παραγωγής.

Περνάμε στην εποχή των έξυπνων εργοστασίων, των έξυπνων καλλιεργειών και των έξυπνων εκμεταλλεύσεων του ζωικού κεφαλαίου. Στον αντίποδα, η Ελλάδα βιώνει διαρκή αποβιομηχάνιση, όπως η πρόσφατη έξοδος σειράς παραγωγικών μονάδων σαφέστατα υποδηλώνει (Υαλοποιία Γιούλα, ΕΒΙΕΝ από Θεσσαλονίκη και Κιλκίς, το κλείσιμο το 2023 των τεσσάρων εργοστασίων της Tupperware και των μονάδων της Crown Can Hellas σε Πάτρα και Κόρινθο).

Οπως θα έλεγε και ο Γιώργος Σεφέρης, «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει». Και περιμένει το θαύμα.

*O κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή