Κρίση στο ΝΑΤΟ λόγω ενεργειακού

Κρίση στο ΝΑΤΟ λόγω ενεργειακού

Η αμερικανική προσπάθεια να ακυρωθεί ο σιβηρικός αγωγός φυσικού αερίου συναντά την έντονη αντίδραση των Δυτικοευρωπαίων

7' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα τέλη του 1981, ξέσπασε μια βαρύτατη κρίση στις διατλαντικές σχέσεις με αφορμή την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία και με αντικείμενο τον προγραμματιζόμενο αγωγό που θα μετέφερε φυσικό αέριο από τη Σιβηρία στη Δυτική Ευρώπη. Τα σκληρότερα μέλη της κυβέρνησης Ρέιγκαν (τα λεγόμενα «γεράκια», όπως ο υπουργός Αμυνας Κάσπαρ Ουαϊνμπέργκερ, ο διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Κέισι και η μόνιμη αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ Τζιν Κιρκπάτρικ) προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την κρίση στην Πολωνία για να σταματήσουν την κατασκευή του αγωγού. Η απόπειρα αυτή έγινε με τρόπο προκλητικά μονομερή που προκάλεσε την αντίδραση των Δυτικοευρωπαίων συμμάχων, ακόμη και της πιστής φίλης του Ρέιγκαν, Μάργκαρετ Θάτσερ. Επρόκειτο για τη σημαντικότερη εσωτερική κρίση στην ιστορία του ΝΑΤΟ και προκάλεσε την παραίτηση ενός Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, του Αλεξάντερ Χέιγκ. Ξεπεράστηκε μόνον έπειτα από σύντονες προσπάθειες όλων των εμπλεκομένων δυτικών κρατών και ιδίως χάρη στην κατευναστική παρουσία του νέου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζορτζ Σουλτς, για τον οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι έσωσε την ενότητα του δυτικού κόσμου.

Αφορμή η Πολωνία

Η κυβέρνηση Ρέιγκαν, που ανέλαβε την εξουσία στις ΗΠΑ στις αρχές του 1981, απέρριπτε τη στρατηγική της ύφεσης με τον ανατολικό συνασπισμό. Θεωρούσε ότι η ύφεση ευνοούσε στρατηγικά τη Σοβιετική Ενωση, καθώς της εξασφάλιζε ησυχία στην Ευρώπη και της επέτρεπε να προωθεί επεκτατικά σχέδια εις βάρος της Δύσης παντού στον Τρίτο Κόσμο. Πάντως, η κυβέρνηση Ρέιγκαν ήταν διχασμένη εσωτερικά και δεν αποφάσισε βασικές παραμέτρους της σοβιετικής στρατηγικής της παρά αργότερα, στα τέλη του 1982. Εως τότε, όμως, τα «γεράκια» είχαν προκαλέσει την οξύτατη ενδοδυτική κρίση του σιβηρικού αγωγού, η οποία, όπως θα δούμε, εξελίχθηκε και σε έντονη αντιπαράθεση στο εσωτερικό της αμερικανικής διοίκησης.

Κρίση στο ΝΑΤΟ λόγω ενεργειακού-1
Ο υπουργός Αμυνας Κάσπαρ Ουαϊνμπέργκερ, από τα «γεράκια» της Ουάσιγκτον που επέβαλαν σκληρή γραμμή στο θέμα του σοβιετικού αγωγού φυσικού αερίου. [ASSOCIATED PRESS]

Οι αμερικανικές κυβερνήσεις μετά το 1979 δυσανασχετούσαν με την πολιτική ύφεσης των Δυτικοευρωπαίων και ειδικά με τη συμφωνία τους με τη Μόσχα για την κατασκευή του σοβιετικού αγωγού. Η Ουάσιγκτον πίστευε ότι οι όροι της συμφωνίας ισοδυναμούσαν με χρηματοδότηση της σοβιετικής οικονομίας από τη Δυτική Ευρώπη μέσω της παροχής μακροπρόθεσμων πιστώσεων, ενώ παράλληλα ανησυχούσαν για τη διαφαινόμενη εξάρτηση των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών από τις σοβιετικές πηγές ενέργειας. Το 1981 οι δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες εξαρτιόνταν από τη Μόσχα για το 5% της ενεργειακής τους κατανάλωσης, και η αμερικανική πρόβλεψη ήταν ότι το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να φθάσει το «απαράδεκτο» επίπεδο του 20%-25% για μερικές από αυτές τις χώρες έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες, από την άλλη πλευρά, ενώ ανησυχούσαν και αυτές για την ένταση που προκαλούσε η Μόσχα, δεν ήταν διατεθειμένες να εγκαταλείψουν όλες τις πτυχές της πολιτικής της ύφεσης. Εξάλλου, είχαν υπογράψει συμφωνίες με τη Μόσχα τις οποίες όφειλαν να τιμήσουν. Υπήρχε δηλαδή μια βασική, στρατηγικής φύσης διαφωνία μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Ευρωπαίων ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν απέναντι στη Σοβιετική Ενωση.

Η Ουάσιγκτον ανησυχούσε για τη διαφαινόμενη εξάρτηση των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών από τις σοβιετικές πηγές ενέργειας.

Στο κλίμα αυτό, η επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία, τον Δεκέμβριο του 1981 και οι αμερικανικές κυρώσεις προς την Πολωνία και την ΕΣΣΔ που ακολούθησαν, έδωσαν την ευκαιρία στα «γεράκια» της Ουάσιγκτον να καταστρέψουν το πρόγραμμα του αγωγού. Τα αμερικανικά αντίμετρα αφορούσαν όχι μόνον τη σοβιετική οικονομία αλλά και τις δυτικές χώρες και εταιρείες που συνεργάζονταν στον αγωγό. Οι πιο μετριοπαθείς παράγοντες της αμερικανικής κυβέρνησης, ο υπουργός Εξωτερικών Χέιγκ, ο αναπληρωτής υπουργός Ουόλτερ Στόσελ και το υπουργείο Οικονομικών («περιστέρια») προειδοποίησαν ότι η μονομερής ανακοίνωση τέτοιων μέτρων θα προκαλούσε νευρικό κλονισμό στις σχέσεις με τους Ευρωπαίους και στο ΝΑΤΟ. Δεν εισακούσθηκαν. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα λόγω μιας πολύ επιλεκτικής πολιτικής που ακολούθησαν τα «γεράκια», π.χ., η κυβέρνηση Ρέιγκαν είχε ήδη άρει το εμπάργκο σιτηρών που είχε επιβάλει στη Σοβιετική Ενωση η προγενέστερη διοίκηση Κάρτερ, και το 1982 διπλασίασε την ποσότητα αμερικανικών σιτηρών που πωλούνταν στη Μόσχα. Δεν ήταν, βέβαια, υψηλή τεχνολογία, αλλά οι εξαγριωμένοι Ευρωπαίοι έβλεπαν την Ουάσιγκτον να πλήττει τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα με μια ιδιαζόντως ιδεολογική ρητορεία, αλλά να εξυπηρετεί μια χαρά τα συμφέροντα των δικών της αγροτών (και ψηφοφόρων).

Τα «γεράκια» επικρατούν

Με τις αποφάσεις της Ουάσιγκτον τον Δεκέμβριο του 1981, τα «γεράκια» είχαν παραβιάσει κάθε σύμβαση που ήταν θεμελιώδης στη λειτουργία του ΝΑΤΟ: τη διακυβερνητική φύση του (που απαιτούσε διαβούλευση και ομοφωνία) και την αναγνωριζόμενη από όλους ανάγκη οι Αμερικανοί να μη δίνουν προσχήματα στους συμμάχους να παραπονούνται για την αμερικανική «επιβολή». Επειδή η επισφαλής ενότητά του ήταν πάντοτε το μεγαλύτερο πρόβλημα του ΝΑΤΟ, η συμμαχία δεν διέθετε μηχανισμούς για να το διαχειριστεί. Το ΝΑΤΟ μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στη βάση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή των μελών του. Οταν αυτός έλειπε –όπως στην προκειμένη περίπτωση– η συμμαχία μπορούσε μόνον να προσπαθήσει να αποφύγει το ζήτημα, όχι να το επιλύσει.

Κρίση στο ΝΑΤΟ λόγω ενεργειακού-2
Ο Τζορτζ Σουλτς ορκίζεται υπουργός Εξωτερικών στη θέση του παραιτηθέντος Αλεξάντερ Χέιγκ.[ASSOCIATED PRESS]

Πράγματι, το «βαρύ πυροβολικό» του ΝΑΤΟ ενεπλάκη αμέσως, και απέτυχε. Τον Ιανουάριο 1982, μια έκτακτη υπουργική σύνοδος απέτυχε να διευθετήσει τις διαφωνίες. Η ασαφής διατύπωση των συμπερασμάτων της δεν απέτρεψε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία να συνάψουν νέες συμφωνίες για τον αγωγό με τη Σοβιετική Ενωση. Τον Μάρτιο του 1982, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, ο Τζέιμς Μπάκλεϊ έφθασε στην Ευρώπη για διαβουλεύσεις, αλλά η αποστολή του δεν κατέληξε πουθενά.

Κατόπιν, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Δυτικογερμανοί αποφάσισαν να μεταφέρουν τη συζήτηση στο πλαίσιο του G7, όπου επίσης μετείχαν οι Ιάπωνες, οι οποίοι είχαν συμφέροντα για συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας με τη Σοβιετική Ενωση. Τον Ιούνιο του 1982, η συνάντηση του G7 στις Βερσαλλίες φάνηκε να προσφέρει μια φόρμουλα για την επίλυση της κρίσης, αλλά αυτή κατέρρευσε όταν οι μεν ΗΠΑ αποστασιοποιήθηκαν από το πλαίσιό της, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν δήλωσε δημοσίως ότι οι Αμερικανοί αποδέχονταν πλέον την κατασκευή του αγωγού. Ο Ρέιγκαν τώρα ανακοίνωσε νέα μέτρα που επέκτειναν τις κυρώσεις, πλήττοντας αυτή τη φορά όχι μόνον τα δυτικοευρωπαϊκά συμφέροντα, αλλά και ιαπωνικά καθώς διακυβευόταν ένα κοινό πρόγραμμα με τους Σοβιετικούς για τη νήσο Σαχαλίνη. Τα «γεράκια» είχαν μεν επικρατήσει στην Ουάσιγκτον, αλλά τα είχαν κυριολεκτικά κάνει θάλασσα. Ακόμη και η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν εξοργισμένη με τους Αμερικανούς. Ο Χέιγκ, μετά τις νέες ανακοινώσεις του Ρέιγκαν, παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, καθώς η απόφαση για τη λήψη των νέων μονομερών μέτρων ελήφθη, κατά προκλητικό τρόπο, σε μια συνεδρίαση στην οποία δεν μπορούσαν να μετάσχουν ούτε ο ίδιος ούτε ο Στόσελ. Αντικαταστάθηκε από τον Τζορτζ Σουλτς.

Αρση του αδιεξόδου με πολιτική λύση και επικράτηση των Ευρωπαίων

Από την άνοιξη του 1982, διάφοροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι όπως ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Εμίλιο Κολόμπο ή ο Μιτεράν είχαν προτείνει ιδέες για την υιοθέτηση διαδικασιών διευθέτησης, αλλά αυτές δεν είχαν καταλήξει πουθενά. Ο Δυτικογερμανός υπουργός Εξωτερικών Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ είχε προτείνει μια συνάντηση στο πρότυπο των λεγόμενων «συναντήσεων Γκίμνιχ» των υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ: αυτές ήταν διαβουλεύσεις που γίνονταν με την παρουσία μόνο των υπουργών – καθένας συνοδευόμενος από έναν βοηθό. Αλλά και αυτό φάνηκε ως μια πολύ «τολμηρή» διαδικασία.

Από τις αρχές του 1982 έως το φθινόπωρο, και οι ενδονατοϊκές διαβουλεύσεις σχετικά με τη διαδικασία εξέτασης του προβλήματος δεν οδηγούσαν πουθενά. Είναι ενδεικτικό ότι αμέσως μετά την (αποτυχημένη) αποστολή Μπάκλεϊ στην Ευρώπη, η σχετική συνεδρίαση της επιτροπής του ΝΑΤΟ για την Ανατολική Ευρώπη δεν έκανε κάποια αναφορά σε αυτήν. Δεν μπορούσε, καθώς δεν θα προέκυπτε η αναγκαία ομοφωνία και δεν θα ήταν δυνατόν να καταλήξει σε ένα κείμενο. Το ΝΑΤΟ δεν μπορούσε, ως μηχανισμός διαβούλευσης, να επιλύσει το πρόβλημα.

Κρίση στο ΝΑΤΟ λόγω ενεργειακού-3
Ο Αλεξάντερ Χέιγκ.[ASSOCIATED PRESS]

Τελικά αυτό λύθηκε, όπως συνήθως συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις, στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Η ιδέα του Γκένσερ για μια συνάντηση «τύπου Γκίμνιχ» έγινε αποδεκτή από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς. Η συνεισφορά του Σουλτς ήταν καταλυτική. Η συνάντηση έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1982 στη Σαπινιέρ, στον Καναδά. Η σχετική συμφωνία βασίστηκε στην πρόταση του Σουλτς ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν θα υπέγραφαν νέες συμφωνίες με τη Μόσχα, ενώ οι ΗΠΑ θα ήραν τις κυρώσεις. Η άρση των κυρώσεων ως προς τους Ευρωπαίους έγινε στα μέσα Νοεμβρίου. Το ΝΑΤΟ παρέπεμψε το μεγάλο εσωτερικό του πρόβλημα σε μια επιτροπή που θα εξέταζε τις οικονομικές σχέσεις των συμμάχων με τη Μόσχα.

Αυτό σήμαινε ότι τα «γεράκια» στην Ουάσιγκτον είχαν υποστεί μια μεγάλη ήττα και οι Δυτικοευρωπαίοι είχαν επικρατήσει των Αμερικανών σε αυτή τη μείζονα ενδοσυμμαχική διαφωνία. Στην επίλυση της κρίσης έπαιξε κρίσιμο ρόλο η στάση των περισσότερο μετριοπαθών Αμερικανών αξιωματούχων, όπως ο Χέιγκ και ο Σουλτς, που έσπευσαν να προστατεύσουν τους διατλαντικούς δεσμούς. Είναι άλλη υπόθεση το ότι ενώ το 1982 οι Αμερικανοί ανησυχούσαν για μια προβλεπόμενη ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών της τάξης του 20%-25%, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο το επίπεδο της γερμανικής εξάρτησης από τη Ρωσία στον τομέα της ενέργειας, το 2022, είχε φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Αυτό δεν θα το δέχονταν ούτε τα «περιστέρια» της Ουάσιγκτον του 1982.

Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή