Στρατιωτικό πραξικόπημα σε χώρα κομμουνιστική

Στρατιωτικό πραξικόπημα σε χώρα κομμουνιστική

Ενα πρωτόγνωρο γεγονός στην Πολωνία

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου 1981 έκπληκτος ο πολωνικός λαός πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση ότι είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος και οι ένοπλες δυνάμεις αναλάμβαναν επίσημα τη διακυβέρνηση της χώρας. Το νέο έκανε τον γύρο του κόσμου και ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα δελτία ειδήσεων: το πρωτοφανές γεγονός της κατευθείαν ανάληψης της κυβέρνησης από τον στρατό σε μια κομμουνιστική χώρα εντυπωσίασε εχθρούς και φίλους των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και προβλημάτισε πολλούς μελετητές για το μέλλον τους.

Πώς όμως –και κυρίως γιατί– οδηγήθηκαν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο στην Πολωνία;

Τα οικονομικά προβλήματα έφεραν πολιτικά αδιέξοδα

Tα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Πολωνία τα προηγούμενα χρόνια είχαν ήδη μετατραπεί από το 1980 σε πολιτικά προβλήματα για το κομμουνιστικό καθεστώς: η ίδρυση και ραγδαία εξάπλωση του συνδικάτου Aλληλεγγύη και του ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κινήματος, μαζί με την εξόφθαλμη αδυναμία του κυβερνώντος Εργατικού (κομμουνιστικού) Κόμματος να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών, τη χρηματοπιστωτική ένδεια της χώρας, την πτώση της αγοραστικής δύναμης και τις συνεχείς απεργίες, είχαν οδηγήσει την πολιτική ηγεσία σε αδιέξοδο. Τον Σεπτέμβριο 1980 ο ηγέτης της Πολωνίας Eντβαρντ Γκέρεκ είχε καθαιρεθεί, κατηγορούμενος για διαφθορά, και είχε αντικατασταθεί από τον Στανισλάβ Kάνια. Ούτε εκείνος, ωστόσο, είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα του καθεστώτος, με αποτέλεσμα την παράταση της κρίσης η οποία άρχιζε να παίρνει απειλητική τροπή για την κομμουνιστική διακυβέρνηση.

Από τον Σεπτέμβριο του 1981 ο Γιαρουζέλσκι συσκεπτόταν με το επιτελείο του για να βρει δικαιολογία να επιβάλει δικτατορία.

Ο Κάνια υποστήριζε τη χρήση κρατικής προπαγάνδας καθώς και τη διάβρωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων της αντιπολίτευσης από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες για την αντιμετώπιση των αντικαθεστωτικών, αλλά όχι χρήση ανοιχτής βίας. Ωστόσο υπερίσχυσαν άλλες, πιο δυναμικές, απόψεις. Στις 11 Φεβρουαρίου 1981 ο στρατηγός Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, έως τότε υπουργός Αμυνας, διορίστηκε πρωθυπουργός. Στις 18 Οκτωβρίου ο Κάνια καθαιρέθηκε από πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Πολωνικού Ενωτικού Εργατικού Κόμματος, αφού υπεκλάπη τηλεφωνική κριτική του στη σοβιετική ηγεσία. Ο Γιαρουζέλσκι εξελέγη διάδοχός του, ο μόνος επαγγελματίας στρατιωτικός που έγινε ηγέτης ενός κυβερνώντος ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κόμματος. Πριν ακόμη από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Γιαρουζέλσκι διέταξε το πολωνικό Γενικό Επιτελείο να αναπτύξει σχέδια για επιβολή στρατιωτικού νόμου στις 22 Οκτωβρίου 1980.

Στρατιωτικό πραξικόπημα σε χώρα κομμουνιστική-1
Εργάτες της «Αλληλεγγύης» αντιμέτωποι με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας στους χιονισμένους δρόμους της Βαρσοβίας.

Τον Φεβρουάριο του 1981 το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και το υπουργείο Εσωτερικών συμφώνησαν ότι έπρεπε η κρατική προπαγάνδα να ζητήσει την υποστήριξη του στρατού με το πρόσχημα της ειρήνευσης και σταθερότητας. Επισημάνθηκε επίσης ότι έπρεπε να επιβληθεί στρατιωτικός νόμος προτού η Αλληλεγγύη και οι σύμμαχοί της οργανώσουν μια γενική απεργία που θα παρέλυε ολόκληρη τη χώρα. Ηδη από τον Σεπτέμβριο 1981, ως πρωθυπουργός, συσκεπτόταν με το επιτελείο του για να βρει δικαιολογία να επιβάλει δικτατορία. Εν μέσω αυξανόμενης λαϊκής πίεσης με διαδηλώσεις και απεργίες, ο κύβος ερρίφθη τρεις μήνες αργότερα.

Χιλιάδες συλλήψεις και αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων

Στις 12 ∆εκεμβρίου 1981, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, το πολωνικό συμβούλιο της επικρατείας συνεδρίασε στη Βαρσοβία και ενέκρινε τον στρατιωτικό νόμο. Ταυτόχρονα ιδρύθηκε το Στρατιωτικό Συμβούλιο Εθνικής Σωτηρίας: μέλη του, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του πολωνικού Λαϊκού Στρατού, οι οποίοι ήταν επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας.

Στρατιωτικό πραξικόπημα σε χώρα κομμουνιστική-2
Ο Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι ανακοινώνει την επιβολή στρατιωτικού νόμου. [ASSOCIATED PRESS]

Ακριβώς τα μεσάνυχτα οι στρατιωτικές μονάδες άρχισαν να κινούνται και να συλλαμβάνουν τα πρώτα μέλη της Αλληλεγγύης, θέτοντάς τα υπό κράτηση. Συνολικά κινητοποιήθηκαν περίπου 100.000 στρατιώτες, άνδρες των μυστικών υπηρεσιών και πολιτοφύλακες, υποστηριζόμενοι από πολλές εκατοντάδες αρμάτων και τεθωρακισμένων οχημάτων. Οι τηλεφωνικές γραμμές αποκόπηκαν σε όλη τη χώρα για να εμποδίσουν τα μέλη της Αλληλεγγύης να επικοινωνήσουν και να αντιδράσουν με κινητοποιήσεις. Επιβλήθηκε αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 7 το βράδυ έως τις 6 το πρωί. Εκλεισαν τα σύνορα της χώρας, όπως και όλα τα αεροδρόμια και περιορίστηκε η οδική πρόσβαση στις μεγάλες πόλεις. Οι ταχυδρομικές επιστολές υποβλήθηκαν σε αυστηρή λογοκρισία, όλες οι ανεξάρτητες πολιτικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν και τα μαθήματα σε σχολεία και πανεπιστήμια ανεστάλησαν προσωρινά.

Πολλοί δημοσιογράφοι, δάσκαλοι και καθηγητές αποκλείστηκαν από τα επαγγέλματά τους λόγω της στάσης τους απέναντι στην «Αλληλεγγύη».

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νοσοκομεία, οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας, τα ανθρακωρυχεία, τα λιμάνια, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και τα περισσότερα βασικά εργοστάσια τέθηκαν υπό στρατιωτική διοίκηση: οι υπάλληλοι που δεν ακολουθούσαν στρατιωτικές εντολές αντιμετώπιζαν στρατοδικείο. Στο πλαίσιο της καταστολής, τα μέσα ενημέρωσης και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα υποβλήθηκαν σε «επαλήθευση», μια διαδικασία που δοκίμαζε τη στάση κάθε εργαζομένου απέναντι στο καθεστώς και την Αλληλεγγύη. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες δημοσιογράφοι, δάσκαλοι και καθηγητές αποκλείστηκαν από τα επαγγέλματά τους.

Η επιβολή του πραξικοπήματος δεν ήταν αναίμακτη. Οι επίσημες αναφορές τις πρώτες μέρες ανέφεραν περίπου δώδεκα νεκρούς, ενώ μια κοινοβουλευτική επιτροπή την περίοδο 1989-1991 ανέφερε έναν αριθμό άνω των 90. Τρεις ημέρες μετά το πραξικόπημα, οι ανθρακωρύχοι στη βιομηχανική πόλη Κατοβίτσε άρχισαν να απεργούν κατά της κήρυξης του στρατιωτικού νόμου. Ο στρατός αντέδρασε βίαια και η απεργία κατεστάλη αιματηρά: δεκάδες στρατιώτες και αστυνομικοί, καθώς και 21 απεργοί τραυματίστηκαν, οκτώ σκοτώθηκαν επιτόπου και ένας πέθανε στο νοσοκομείο (το νεότερο θύμα ήταν μόλις 19 ετών).

Την ίδια μέρα, μια διαδήλωση 30.000 ανδρών πραγματοποιήθηκε στο λιμάνι του Γκντανσκ. Οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας συνεχίστηκαν μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου και πάνω από 300 άτομα τραυματίστηκαν. Οι δυνάμεις ασφαλείας πυροβόλησαν όταν το πλήθος πλησίασε τα κεντρικά γραφεία του κυβερνητικού κόμματος στο Γκντανσκ με αποτέλεσμα έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες. Στην Κρακοβία έγιναν επίσης μεγάλες διαδηλώσεις κατά του στρατιωτικού νόμου και του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Δικτατορία αντί εισβολής; Το ερώτημα των σοβιετικών προθέσεων

Τα επόμενα χρόνια θα συνεχίζονταν οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις. Παρά το ότι ο στρατιωτικός νόμος ήρθη επισήμως τον Ιούλιο του 1983, η κυβέρνηση και οι δυνάμεις ασφαλείας συνέχισαν να λογοκρίνουν, να διώκουν και να φυλακίζουν χιλιάδες δημοσιογράφους και ακτιβιστές της αντιπολίτευσης χωρίς κατηγορία. Η κοινωνικοοικονομική κρίση βάθυνε ακόμη περισσότερο από ό,τι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και το δελτίο βασικών τροφίμων, όπως η ζάχαρη, το γάλα και το κρέας, καθώς και υλικών, όπως η βενζίνη συνεχίστηκε, ενώ το εισόδημα του πληθυσμού μειώθηκε έως 10%. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Γιαρουζέλσκι έως το 1989, 100.000 έως 300.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα.

Η αντίδραση της Δύσης ήταν έντονη, με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις σε Πολωνία και Σοβιετική Ενωση και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να ακολουθεί το ίδιο παράδειγμα, πέραν της διπλωματικής διαμαρτυρίας. Επίσης έντονη ήταν και η αντίδραση του Βατικανού, καθώς ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ήταν πολωνικής καταγωγής: τα επόμενα χρόνια το Βατικανό θα υποστήριζε με κάθε τρόπο την αντίσταση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ενα από τα μεγάλα ιστορικά ερωτήματα της εποχής έχει να κάνει με το αν ο Γιαρουζέλσκι πρόλαβε σοβιετική επέμβαση στην Πολωνία. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο στρατιωτικός νόμος ήταν απαραίτητος για να αποφευχθεί η πιθανώς καταστροφική στρατιωτική επέμβαση της ΕΣΣΔ – παρόμοια με τις προηγούμενες επεμβάσεις στην Ουγγαρία το 1956 και την Τσεχοσλοβακία το 1968. Ωστόσο, σε συνέντευξη Τύπου τον Σεπτέμβριο του 1997, ο Βίκτορ Κουλίκοφ, πρώην ανώτατος διοικητής των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αρνήθηκε ότι η Σοβιετική Ενωση σκόπευε να παρέμβει. Σύμφωνα με τα πρακτικά του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ, στις 10 Δεκεμβρίου 1981 ο Γιούρι Αντρόποφ, διοικητής της KGB, δήλωσε ότι «δεν σκοπεύουμε να φέρουμε στρατεύματα στην Πολωνία… Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά ακόμη κι αν η Πολωνία περιέλθει στον έλεγχο της Αλληλεγγύης, ας είναι». Αρχεία που άνοιξαν επί Γέλτσιν δείχνουν ότι η Σοβιετική Ενωση δεν σχεδίαζε να εισβάλει στην Πολωνία και ότι ο Γιαρουζέλσκι προσπάθησε να πείσει τους Σοβιετικούς να εισβάλουν για να στηρίξουν το πραξικόπημα, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Ωστόσο, τα ακριβή σχέδια της Σοβιετικής Ενωσης εκείνη την εποχή δεν έχουν γίνει απολύτως γνωστά. Γεγονός είναι ότι το καλοκαίρι του 1981 ο σοβιετικός στρατός είχε αυξήσει κατά πολύ τις τεθωρακισμένες δυνάμεις του που στάθμευαν στην Πολωνία. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες από αξιωματικούς του τσεχικού στρατού της εποχής, που μιλούν για σχέδιο ένοπλης εισβολής στην Πολωνία, για την οποία πολλές μονάδες του Λαϊκού Στρατού της Τσεχοσλοβακίας βρίσκονταν σε κατάσταση επιφυλακής.

Στρατιωτικό πραξικόπημα σε χώρα κομμουνιστική-3
15.12.1981. Ο κορυφαίος τίτλος της «Καθημερινής» αποδίδει πλήρως την εικόνα στην Πολωνία μετά το πραξικόπημα.

Το πραξικόπημα, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε και τη βίαιη καταστολή που το συνόδευσε, συνέβαλε κατά κάποιον τρόπο στην «καταλλαγή» των πολιτικών παθών στην Πολωνία για ένα μεγάλο διάστημα. Οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, ωστόσο, δεν σταμάτησαν αλλά πήραν άλλη τροπή: δεν είναι τυχαίο ότι οκτώ χρόνια μετά, βοηθούντος και του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η Πολωνία θα ήταν η πρώτη χώρα από την οποία θα ξεκινούσαν οι ειρηνικές, πλην σαρωτικές, αλλαγές που θα γκρέμιζαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ο Γιαρουζέλσκι θα περνούσε από δίκη για το πραξικόπημα πολλά χρόνια αργότερα, επί δημοκρατίας.

*Ο κ. Ιωάννης Τζώρτζης είναι teaching fellow στο University of Birmingham. Το βιβλίο του «Η ελληνική δημοκρατία και η χούντα» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή