Μανταρίνι μου, τι να σε κάνω;

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Eίναι τρομερά ενδιαφέρουσα η υπόθεση των μανταρινιών, αν και μπλεγμένη. Κάποιοι λένε ότι πρόκειται για ένα είδος, το Citrus reticulata (Κιτρέα η δικτυωτή), με πολλές ποικιλίες και υβρίδια. Άλλοι ξεχωρίζουν κάποια μανταρίνια σε διαφορετικά είδη. Άκρη δεν βγαίνει, γιατί και οι βοτανολόγοι προτείνουν διαφορετικά και αντικρουόμενα συστήματα ταξινόμησης. Ένα όμως είναι το σημείο όπου αξίζει να σταθούμε: το μανταρίνι είναι ένα από τα πρώτα εσπεριδοειδή, πρόγονος ακόμα και των πορτοκαλιών και των λεμονιών. Τα άλλα προϊστορικά «ξινά» είναι η φράπα και το κίτρο, και από αυτά –με συνεχείς διασταυρώσεις– προήλθαν όλα τα υπόλοιπα.

Οι πρώτες μανταρινιές γεννήθηκαν στη βορειοανατολική Ινδία, όπου βρίσκουμε ακόμα την αγριομανταρινιά Citrus indica. Οι καρποί τους δεν είχαν καμία σχέση, βέβαια, με τους σημερινούς. Κατ’ αρχάς ήταν πικροί. Αλλά διασταυρώθηκαν με φράπα και σταδιακά προέκυψαν οι πρώτες βρώσιμες ποικιλίες μανταρινιού, αλλά και τα πορτοκάλια, τα νεράντζια και τα λεμόνια. Η καλλιέργεια όλων αυτών εξαπλώθηκε σύντομα στην Κίνα. Τότε ακόμα, τα μανταρίνια ήταν πολύ πιο δημοφιλή από τα πορτοκάλια –τα οποία ήταν στεγνά, χοντρόφλουδα, δύσκολα στο καθάρισμα και με πολλά κουκούτσια– και τα εκτιμούσαν ιδιαίτερα για το άρωμά τους. Λέγεται, μάλιστα, ότι οι γυναίκες ευγενικής καταγωγής στην αρχαία Κίνα κρατούσαν μανταρίνια για να μυρίζουν όμορφα. Είναι λοιπόν πολύ παράξενο πώς άργησαν τόσο να έρθουν στην Ευρώπη –όπου άρχισαν να καλλιεργούνται μόλις τον 19ο αιώνα–, όταν όλα τα άλλα εσπεριδοειδή ήταν γνωστά πολλούς αιώνες πριν: πρώτο ήρθε το κίτρο, έπειτα το λεμόνι και το νεράντζι, τον 1ο αιώνα μ.Χ., και σταδιακά όλα τα άλλα, έτσι που μέχρι τον 16ο αιώνα οι Ευρωπαίοι καλλιεργούσαν τα πάντα εκτός από μανταρίνια.

Οι πρώτες μανταρινιές ήρθαν από την Κίνα και φυτεύτηκαν στην Αγγλία το 1805 και από εκεί, την αμέσως επόμενη δεκαετία, πέρασαν στην Ιταλία και σταδιακά εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο. Τη δεκαετία του 1820 έχουμε μια παράλληλη διάδοση, αυτή τη φορά από την Κίνα προς την Αυστραλία, ενώ στις ΗΠΑ άρχισαν να καλλιεργούνται αργότερα, τη δεκαετία του 1840, από τον Ιταλό πρόξενο στη Νέα Ορλεάνη. 

Στην Ελλάδα ήρθαν μέσω Μάλτας. Όπως αναφέρει ο γεωπόνος και συγγραφέας Παναγιώτης Γεννάδιος στο περίφημο «Λεξικόν Φυτολογικόν» του, που εκδόθηκε το 1914, αλλά και αναλυτικότερα ο δημοσιογράφος Βασίλης Κουτουζής στο ιστολόγιό του (www.koutouzis.gr), τις πρώτες δύο μανταρινιές έφερε από τη Μάλτα ο Ρώσος ναύαρχος Χέιδεν, και μάλιστα βρίσκονταν πάνω στη ναυαρχίδα «Αζόφ» το 1827, κατά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Τον επόμενο χρόνο, ενόσω το «Αζόφ» ναυλοχούσε στον Πόρο, ο Χέιδεν συνδέθηκε φιλικά με τον Υδραίο ναύαρχο και αγωνιστή του ’21 Εμμανουήλ Τομπάζη και στην ονομαστική του εορτή τού έκανε δώρο τις δύο αυτές μανταρινιές, τις οποίες οι δύο άντρες φύτεψαν από κοινού στο κτήμα του Τομπάζη στον Πόρο. Αργότερα μπολιάστηκαν με νεραντζιές και αυξήθηκε ο αριθμός τους. Πιθανολογείται επίσης ότι κάποιες μανταρινιές έφερε από την Ινδία και ο δισεγγονός και συνονόματος του Εμμανουήλ, Μανώλης Τομπάζης. 

Η διάδοση της καλλιέργειας ανά τη χώρα ήταν αργή. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι πριν από το 1860 υπήρχαν μανταρινιές στην Αθήνα, στον κήπο των ανακτόρων, στον οποίο είχαν συγκεντρωθεί πολλά εξωτικά είδη χάρη στην αγάπη της βασίλισσας Αμαλίας για τη δενδροκομία. Ο Γεννάδιος αναφέρει επίσης ότι εκείνο τον καιρό γίνονταν προσπάθειες στην Αμερική να δημιουργηθούν άσπερμες ποικιλίες, και ομοίως στην Αλγερία, όπου η μανταρινιά διασταυρώθηκε με υβρίδιο νεραντζιάς και προέκυψε η «Κλεμεντίνη», η οποία έχει καρπούς με κουκούτσια, αλλά πολύ πιο πρώιμους και με ιδιάζον άρωμα. Αν και η αλγερινή προέλευση της κλημεντίνης δεν είναι κοινώς αποδεκτή, εντούτοις είναι σίγουρο ότι εκεί βαφτίστηκε. Το όνομά της το οφείλει στον Γάλλο ιεραπόστολο Clément Rodier, ο οποίος, σύμφωνα με μια θεωρία, ήταν εκείνος που διασταύρωσε τα δύο είδη, στο περιβόλι του ορφανοτροφείου που διοικούσε. 

Στο ότι άργησαν να εξαπλωθούν τα μανταρίνια νομίζω θα πρέπει να αποδώσουμε τη μικρή διείσδυσή τους στις παραδόσεις, στα κείμενα και στην τέχνη των λαών της Δύσης. Τα λεμόνια και τα πορτοκάλια, ναι, αυτά έχουν αποτυπωθεί πάμπολλες φορές από τον χρωστήρα μεγάλων ζωγράφων, έχουν τραγουδηθεί και υμνηθεί από ποιητές. Τα μανταρίνια όχι. Ακόμα και στη μαγειρική δεν βρήκαν σπουδαία εφαρμογή. Δεν έχουμε παρακαταθήκη πρωτότυπες, εμβληματικές συνταγές. Δεν μας έγιναν απαραίτητα, όπως το λεμόνι στη σούπα αυγολέμονο ή το πορτοκάλι στην πάπια à l’orange των Γάλλων. Τις αρετές τους, και κυρίως τη δεινή αρωματική τους σπιρτάδα, τις επιδεικνύουν κυρίως σε λικέρ και μαρμελάδες, άντε να αρωματίσουν και κάποιο άλλο γλυκό, αντικαθιστώντας ή συμπληρώνοντας το πορτοκάλι. Ίσως είναι νωρίς βέβαια. Έφτασαν αργά στα μέρη μας, ας τους δώσουμε χρόνο.

Στην Ασία είχαν καλύτερη τύχη. Οι Ιάπωνες τα απολαμβάνουν παγωμένα, τα ψήνουν με τη φλούδα, μέχρι να καψαλιστεί, τα κάνουν παγωτό, αλλά και κομπόστα (χωρίζουν τα φετάκια και τα διατηρούν σε σιρόπι, για να τα φάνε ή να γαρνίρουν γλυκά). Στην Κίνα αποξηραίνουν τη φλούδα και τη χρησιμοποιούν ως μπαχαρικό. Επιπλέον, στην κουλτούρα τους τα μανταρίνια συμβολίζουν την αφθονία και είναι αγαπημένα δώρα για τη νέα χρονιά. Η παράδοση αυτή πέρασε στον Νέο Κόσμο τον 19ο αιώνα και εκεί «μπλέχτηκε» με το χριστιανικό έθιμο της κάλτσας που κρεμούν στο τζάκι. Οι Αμερικανοί και οι Καναδοί ακόμα και σήμερα κρύβουν σε αυτήν, μαζί με άλλα δώρα, και από ένα δύο μανταρίνια. Το πορτοκαλί τους χρώμα θυμίζει τα χρυσά νομίσματα που υποτίθεται έκρυβε ο Άγιος Νικόλαος στις κάλτσες των άπροικων κοριτσιών. 

Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της FAOSTAT (2017), 33,4 εκατομμύρια τόνοι μανταρίνια παράγονται παγκοσμίως. Η Κίνα καλύπτει το 54%, με περίπου 18 εκατ. τόνους ετησίως. Άλλοι μεγάλοι «παίκτες» είναι η Ισπανία (σχεδόν 2 εκατ. τόνοι) και ακολουθούν η Τουρκία, το Μαρόκο, η Αίγυπτος, η Βραζιλία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία ακολουθούν η Ιταλία (683.144 τόνοι) και η Ελλάδα (174.700 τόνοι).

Πώς πήραν την όνομάσια τους τα μανταρίνια;

Η ονομασία «μανταρίνι» προέρχεται από την πορτογαλική λέξη «Μανδαρίνοι», η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη μαλαϊκή «mantri», που σημαίνει «σύμβουλος». Έτσι ονόμαζαν οι Πορτογάλοι τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, που φορούσαν πορτοκαλί στολές.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT