Ο Λελούδας: Το οινομαγειρείο του Βοτανικού σερβίρει από το 1928!

Ο Λελούδας: Το οινομαγειρείο του Βοτανικού σερβίρει από το 1928!

Αν μιλούσαν τούτα τα ντουβάρια θα είχαν να πουν για πόλεμο, εμφύλιο, χούντα και μεταπολίτευση, απανωτές οικονομικές κρίσεις και μεγάλες απώλειες. Αφού άντεξε, θαρρώ πως ο Λελούδας είναι του Βοτανικού ο μάγκας.

1' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πάμε για μπακαλιάρο στου Λελούδα; Φάτε εσείς μπακαλιάρο σκέφτομαι γιατί εγώ πεθύμησα το πιάτο του φτωχού (πατάτες τηγανητές χρυσοκόκκινες, ένας λόφος σάλτσα με κιμά και μια βουνοκορφή τριμμένο τυρί). Η ιστορία του Λελούδα έχει τόσο πολύ ζουμί, όσο πολύ ψαχνό έχει και ο ίδιος ο Βοτανικός, όπου ιδρύθηκε το μαγαζί το 1928. Το άνοιξε ως μπακαλοταβένα ένας εργάτης καμινιαραίος από την Δρυοπίδα της Κύθνου, ο Δημήτριος Λελούδας, εσωτερικός μετανάστης όπως και δεκάδες άλλοι που ήρθαν στη μεγάλη πόλη για να βρουν την τύχη τους. Η γειτονιά ήταν πάντα «δύσκολη».

Εκείνα τα χρόνια ήταν συνοικία με χαμόσπιτα, όπου στριμώχνονταν μέσα σε μια κάμαρη τρεις τρεις οικογένειες μαζί. Είχε και πολλούς Μικρασιάτες πρόσφυγες, «όπως ο νονός του πατέρα μου ο Κωνσταντίνος Παπλωματάς, που πέρναγε μέσα από τους χωματόδρομους με τις λάσπες και τη σκόνη αλλά τα παπούτσια του έλαμπαν, το παντελόνι του είχε πάντα τσάκιση» θυμάται τις διηγήσεις ο Δημήτρης ο σημερινός ιδιοκτήτης, τρίτη γενιά Λελούδας. Η περιοχή τότε ήταν γεμάτη βουστάσια, και η πελατεία του μαγαζιού ήταν εργαζόμενοι και περίοικοι.

Όταν χτίστηκε η ΕΒΓΑ και τα άλλα εργοστάσια, τα καμίνια και τα ταμπάκικα, έτρωγαν εκεί οι εργάτες. Αξημέρωτα περνούσαν και οι χορταρούδες, τους ζέσταιναν τα χθεσινά ψωμιά, τους έβαζαν να πιούν και μια κούπα κρασί για να πάνε στην αγορά. Ο Λελούδας εκείνα τα χρόνια πουλούσε τα πάντα, ήταν ένα μάρκετ της εποχής του, που στην αρχή έβγαζε και κάνα ψιλό μεζεδάκι, ενώ αργότερα σέρβιρε και μπακαλιάρο τηγανητό, κάνα όσπριο, καμιά πατάτα γιαχνί και κρέας κοκκινιστό «γιατί τους μύριζε το φαΐ που έκανε η γιαγιά για την οικογένεια. Εδώ ήταν και σπίτι και μαγαζί μαζί». Από όταν πήρε σύνταξη ο παππούς, ο γιός του ο Βασίλης το έκανε κρασοπουλειό και μαγειρείο. Ο παππούς έκανε δικό του κρασί και πριν τον πόλεμο, και συνεργάζονταν με έναν βαρελά, τον Διγενή. Έφτιαχνε βέβαια μόνο ρετσίνα, και όταν ανέλαβε ο Βασίλης έβαλε να φτιάξει και κόκκινο κρασί. Ο δε Καζαντζίδης που ήξερε για το μαγαζί, έστελνε και του έφερναν ρετσίνα για το σπίτι την περίοδο που έμενε στον Άγιο Κωνσταντίνο. «Το μαγαζί αυτό είναι σαν χαμαιλέοντας, αλλάζει μαζί με τις εποχές» λέει ο Δημήτρης, κι όμως θαρρείς πως ήταν πάντα το ίδιο, επίκαιρο σε κάθε σημαντική χρονική στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.

Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT