Vestiaire Collective: Επανάσταση στα είδη πολυτελείας

Vestiaire Collective: Επανάσταση στα είδη πολυτελείας

Η Φανί Μουαζάν, συνιδρύτρια της πλατφόρμας μεταπώλησης ειδών πολυτελείας Vestiaire Collective, εξηγεί στο «Κ» πώς ένα δικό της όραμα έγινε παγκόσμιο κίνημα για μια πιο ηθική κατανάλωση.

8' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι εκείνη η τσάντα, το φόρεμα, το ζευγάρι γόβες που αποτελούσαν άπιαστο όνειρο. Που η τιμή τους ήταν πάντα απαγορευτική. Κι αν σήμερα μπορούσατε να τα αποκτήσετε; Μπορεί η επανάσταση της «γρήγορης μόδας» να έφερε μια αίσθηση εκδημοκρατισμού σε σχέση με την ευρύτερη πρόσβαση στη μόδα μέσω χαμηλών τιμών (και συνήθως χαμηλής ποιότητας), όμως τώρα μια νέα επανάσταση εισάγει την ιδέα της κυκλικής οικονομίας και μιας πιο ηθικής κατανάλωσης μέσα από ποιοτικά ρούχα, αξεσουάρ και κοσμήματα με επιθυμητά ονόματα και ισχυρή καταγωγή. Ο τοίχος της απροσπέλαστης πολυτέλειας πέφτει, χάρη σε πρωτοπόρους όπως η Φανί Μουαζάν, συνιδρύτρια και πρόεδρος του Vestiaire Collective, μιας από τις μεγαλύτερες και πιο καινοτόμες πλατφόρμες μεταπώλησης πολυτελών ειδών της νέας, πιο ευσυνείδητης καταναλωτικά, εποχής.

Η Μουαζάν αναμένεται τον επόμενο καιρό στην Αθήνα, καθώς ετοιμάζεται να πάρει μέρος στο δεύτερο διεθνές συνέδριο Change Makers – Fashion: The Road Ahead, που οργανώνουν η Καθημερινή και η Vogue Greece στις 8 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε αναπτύσσοντας το Vestiaire Collective στις σοφιστικέ αγορές του Χονγκ Κονγκ, της Σιγκαπούρης και της Αυστραλίας, ενώ η νέα μεγάλη πρόκληση της εταιρείας είναι η αγορά της Νότιας Κορέας, όπου πρόσφατα εγκαινιάστηκε και το πέμπτο κέντρο επιβεβαίωσης της γνησιότητας των προϊόντων που προβάλλονται στην πλατφόρμα.

Vestiaire Collective: Επανάσταση στα είδη πολυτελείας-1
Η Φανί Μουαζάν. © David Morganti

Πώς, λοιπόν, μια ιδέα που είχε η Μουαζάν το 2009 έφτασε να γίνει ένα παγκόσμιο στιλιστικό κίνημα με επενδυτές όπως ο Αλ Γκορ μέσω του Generation Investment Management, εταιρείας επενδύσεων με πράσινη ατζέντα;

«Αποφοίτησα από μια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων με ειδικότητα στο μάρκετινγκ και στην επικοινωνία και πάντα αγαπούσα τη μόδα. Η μητέρα μου είχε ένα κατάστημα στη νότια Γαλλία», λέει η Μουαζάν στο «Κ». «Όταν μπήκα στην αγορά εργασίας, δεν μπορούσα να βρω δουλειά στον χώρο της μόδας και κατέληξα στο τμήμα μάρκετινγκ μιας εταιρείας εσωτερικής διακόσμησης. Αργότερα έγινα μητέρα και ανάμεσα στα δύο μου παιδιά φοίτησα στo Institut Français de la Mode στο Παρίσι. Μετά το δεύτερο παιδί, άρχισα να ψάχνω ξανά για δουλειά και δεν μπορούσα να βρω κάτι που να με συναρπάσει. Ήθελα να κάνω κάτι που θα είχε κάποιο νόημα, κάτι που μπορούσε να έχει αντίκτυπο και συνείδηση. Αλλά δεν έβρισκα τίποτα».

Παράλληλα, σκεφτόταν την ιστορία της οικογένειάς της, μέλη της οποίας ήταν επιχειρηματίες, αν και σε μικρή κλίμακα. Η έννοια του επιχειρείν ήταν κάτι που αισθανόταν πολύ κοντά της. «Σκέφτητα τότε ότι, αν η βιομηχανία δεν με “ήθελε”, ίσως μπορούσα να βρω τον δικό μου δρόμο χτίζοντας κάτι για το οποίο θα αισθανόμουν κάτι πολύ δυνατό. Και έτσι ξεκίνησα. Άρχισα να παρατηρώ το τοπίο, τους καταναλωτές και κατάλαβα ότι η κατανάλωση της μόδας είχε αλλάξει δραστικά», παρατηρεί η Μουαζάν. «Η μητέρα μου κι εγώ, παραδείγματος χάριν, αγοράζαμε ρούχα με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Αν και προσωπικά είχα πάντα συνείδηση γύρω από το θέμα αυτό, συνειδητοποίησα τον σοβαρό αντίκτυπο της γρήγορης μόδας και πώς μας τράβαγε συνέχεια προς μια νέα αγορά, στο να αγοράζεις περισσότερο και να φοράς λιγότερο. Κάποια στιγμή κοίταξα γύρω μου και πρόσεξα τις φίλες μου. Ενώ φορούσαν συνήθως τα ίδια πέντε-δέκα ρούχα, οι ντουλάπες τους ήταν γεμάτες. Εκείνη την εποχή δεν μιλούσαμε για βιωσιμότητα, αλλά απλώς για waste. Από την άλλη, ακριβώς επειδή αγαπούσα τη μόδα, αγαπούσα την έννοια του χειροποίητου, της τεχνοτροπίας, ενός όμορφου υφάσματος. Και ήθελα να επαναφέρω αυτή τη συνείδηση, αυτή την αγάπη προς τη μόδα για τους σωστούς λόγους. Αυτό, λοιπόν, ήταν το σημείο εκκίνησης. Και η απάντηση σε όλα αυτά ήταν το δεύτερο χέρι».

Την περίοδο εκείνη, οι μεγάλες ηλεκτρονικές πλατφόρμες που πουλούσαν λίγο από όλα, πρότειναν και αξεσουάρ, χωρίς όμως καμία απολύτως φροντίδα και επιμέλεια. Και από την άλλη, υπήρχαν και τα φυσικά καταστήματα με vintage επιλογές. Η Μουαζάν είχε κάτι άλλο στο μυαλό της, κάτι που θα έφερνε κοντά δύο σημαντικά στοιχεία: από τη μία την αίσθηση του καλού γούστου, κάτι που θα ανέβαζε ευρύτερα την αγορά της μεταπώλησης και θα την έφερνε στο ίδιο επίπεδο με το «πρώτο χέρι», και από την άλλη, τη σημαντική σχέση εμπιστοσύνης που μπορούσε να αναπτυχθεί μεταξύ εκείνων που αποφάσιζαν να αποχωριστούν κομμάτια που είχαν ήδη αγαπήσει και εκείνων που επιθυμούσαν να τα αποκτήσουν. «Το 2009, το όραμα και η αποστολή ήταν η μείωση του waste, μέσα από μια διαδικασία βασισμένη στο γούστο και στην εμπιστοσύνη», θυμάται η Μουαζάν.

Vestiaire Collective: Επανάσταση στα είδη πολυτελείας-2

Λιγότερα και καλύτερα

Με σύμμαχο την υψηλή τεχνολογία, το Vestiaire Collective προσέφερε στο διεθνές κοινό μια νέα εμπειρία, έναν μηχανισμό μεταπώλησης με επιμέλεια (curation) και κύρος. Στην αρχή του πρότζεκτ, η ομάδα οργάνωσε ουκ ολίγες επιστροφές προϊόντων, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μια πολύ δυνατής αρχικής πλατφόρμας με εξαιρετικές επιλογές. Το Vestiaire Collective ξεκίνησε αρχικά στη γαλλική αγορά, όμως μέσα σε περίπου έναν χρόνο απευθυνόταν σε ένα πολύ μεγαλύτερο παγκόσμιο πλαίσιο.

Το περίμενε ότι το κόνσεπτ θα είχε τέτοιο αποτέλεσμα; «Παραδόξως, και επειδή λειτουργώ πολύ με το ένστικτο, σε επίπεδο διαίσθησης αισθανόμουν ότι ήταν το σωστό, ότι όλο αυτό είχε τεράστιες δυνατότητες. Το μυαλό, από την άλλη, μου έλεγε ακριβώς το αντίθετο. Όμως το ένστικτο μου έλεγε: “Πάμε να το κάνουμε, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε”».

Σήμερα, μια ομάδα περίπου 800 ατόμων αναδεικνύουν το Vestiaire Collective σε διεθνή παίκτη με επιρροή. Και για όποιον θέλει περαιτέρω απόδειξη εγκυρότητας, το γεγονός ότι ο όμιλος Kering –γκρουπ με εταιρείες ειδών πολυτελείας, μεταξύ των οποίων οι Gucci, Saint Laurent, Bottega Veneta, Balenciaga και Alexander McQueen– βρίσκεται ανάμεσα στους επενδυτές, είναι μία ακόμα κίνηση αποδοχής του πρότζεκτ από την ίδια τη βιομηχανία της πολυτέλειας. «Η επένδυση της Kering άλλαξε το παιχνίδι σε επίπεδο αξιοπιστίας», τονίζει η Μουαζάν. «Όταν ξεκινήσαμε την εταιρεία, ήμασταν σε επαφή με τους οίκους για το θέμα των απομιμήσεων και κάποια στιγμή υπογράψαμε μια διεθνή συμφωνία ενάντια στις απομιμήσεις. Εκείνη την εποχή, μας υπολόγιζαν στον αγώνα εναντίων των ψεύτικων προϊόντων, αλλά όχι τόσο σε επίπεδο μπίζνες. Τους πήρε ένα-δύο χρόνια για να συνειδητοποιήσουν ότι η μεταπώληση δεν είναι απλώς μια τάση, αλλά ένας νέος δρόμος για τους καταναλωτές. Άρχισαν να μας μιλάνε και κάποια στιγμή επένδυσαν. Η ένωση αυτή μας κάνει όλους πιο δυνατούς για να αλλάξουν τα πράγματα». Και έτσι, ο ανεξάρτητος παίκτης βρέθηκε στο ίδιο τραπέζι με πολύ μεγάλους συμπαίκτες. Και συγχρόνως, οι απανταχού εραστές του στιλ είχαν τώρα την ευκαιρία να αγγίξουν το όνειρο της αγοράς, π.χ., μιας πολυτελούς τσάντας, να την τοποθετήσουν στην ντουλάπα τους και, γιατί όχι, να τη μεταπωλήσουν κάποια άλλη στιγμή. 

Μέσα στα χρόνια, το Vestiaire Collective έχει δεχτεί κριτική για το γεγονός ότι αυτή η δυνατότητα μεταπώλησης δημιουργεί με τη σειρά της νέα όρεξη για κατανάλωση, συνεχίζοντας, ενδεχομένως, τον κύκλο της υπερκατανάλωσης. Η Μουαζάν απαντά ότι τα στοιχεία που συλλέγει η εταιρεία δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με έρευνες, το 85% των πελατών του Vestiaire Collective λένε ότι εγκαταλείπουν τη γρήγορη μόδα και επενδύουν σε πιο ποιοτικά ρούχα, που με τη σειρά τους αποκτούν μεγαλύτερη αξία μεταπώλησης. Και επίσης, το 70% λέει ότι προτίμησαν να αγοράσουν κάτι από το Vestiaire Collective αντί για μια αγορά ενός νέου κομματιού. Στο μεταξύ, κάθε αγορά ενός προϊόντος από δεύτερο χέρι έχει κατά 90% χαμηλότερο αντίκτυπο στο περιβάλλον. «Θέλουμε οι καταναλωτές να αγοράζουν λιγότερα, αλλά καλύτερα», λέει η Μουαζάν.

Ποια είναι τα ονόματα της πολυτέλειας που πρωταγωνιστούν στις πωλήσεις του Vestiaire Collective; Από τη λίστα δεν λείπουν ποτέ κλασικοί οίκοι με βαριά κληρονομιά, όπως η Hermès, ενώ από την άλλη οι τελευταίες σεζόν έχουν αναδειχθεί ιδιαίτερα δημοφιλείς για νεότερα ονόματα, όπως ο Αμερικανός Telfar και ο Γάλλος Jacquemus. 

Σύμφωνα με τη Μουαζάν, τις καλύτερες πωλήσεις της τρέχουσας χρονιάς διεκδικούν οι οίκοι Hermès, Gucci, Louis Vuitton, Prada, Dior και Chanel, ενώ τεράστιο αριθμό αναζητήσεων στην πλατφόρμα εμφανίζουν οι τσάντες Cagole του Balenciaga. Το θέμα της γνησιότητας όλων αυτών των ειδών πολυτελείας παραμένει ένα μεγάλο στοίχημα και μια συνεχόμενη επένδυση για το Vestiaire Collective. 

Σήμερα, μια ομάδα 60 ειδικών εξετάζει τα προϊόντα παγκοσμίως και η εταιρεία έχει αναπτύξει και μια σχολή για ειδική εκπαίδευση, ενώ το Vestiaire βρίσκεται και σε μόνιμο ανοιχτό διάλογο με τα brands. Παράλληλα, η διεθνής παραοικονομία και παραγωγή των απομιμήσεων συνεχίζει τη δική της δράση. «Βλέπουμε και τα δύο άκρα. Τώρα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, μπορούν να δουν και να αναπαραγάγουν κάτι πάρα πολύ γρήγορα. Υπάρχουν, όμως, και κάποια παλαιότερα κομμάτια που είναι πανέμορφα, εκπληκτικής ποιότητας, τα οποία μπορεί να είναι απομιμήσεις. Θυμάμαι όταν, πολύ αρχικά, είχαμε λάβει ένα κομμάτι και αναρωτιόμασταν αν ήταν αληθινό ή όχι. Το στείλαμε στον οίκο και εκείνοι με τη σειρά τους αφαίρεσαν τις ραφές, ούτε οι ίδιοι δεν ήταν σίγουροι», λέει η Μουαζάν.

Vestiaire Collective: Επανάσταση στα είδη πολυτελείας-3

Στο μεταξύ, στην πλατφόρμα του Vestiaire Collective, 5 εκατομμύρια προϊόντα λένε τη δική τους ιστορία, συλλογικά και ατομικά, ενώ πάνω από 20 χιλιάδες νέα προστίθενται καθημερινά. Οι καταναλωτές αναζητούν τον δικό τους θησαυρό και το σερφάρισμα στην ιστοσελίδα γίνεται εμπειρία μέσα από ειδικές συνεργασίες με οίκους όπως ο Alexander McQueen και πλατφόρμες όπως το Mytheresa, αλλά και επικαιροποιημένα στοιχεία μάρκετινγκ, όπως η ιδέα της παιχνιδοποίησης (gamification), όπου μέσα από μηχανισμούς παιχνιδιού αυξάνεται το ενδιαφέρον των καταναλωτών.

«Η βιομηχανία έχει καταλάβει ότι οι συνήθειες άλλαξαν. Οι αριθμοί εκείνων που αγοράζουν από δεύτερο χέρι ανεβαίνουν σταθερά. Για λόγους βιωσιμότητας αλλά και μπίζνες, πρέπει και τα brands να προσφέρουν με τη σειρά τους αυτή την επιλογή. Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία όλο αυτό και εμείς, ως κομμάτι πλέον του οικοσυστήματος, πρέπει να τους βοηθήσουμε να μάθουν πώς να χειρίζονται τη μεταπώληση», συμπληρώνει η Μουαζάν.

«Εμείς δεν το βλέπουμε ως ανταγωνισμό, αλλά ως έναν τρόπο ένωσης που εντέλει θα οδηγήσει κάποια στιγμή σε λιγότερη παραγωγή παγκοσμίως».

Παρά την τεράστια επιτυχία του Vestiaire Collective, η Μουαζάν δεν επαναπαύεται. Η εταιρεία πρόσφατα εξαγόρασε μια άλλη στις ΗΠΑ, η αγορά της Ασίας ανεβαίνει, ενώ η ίδια επισκέφτηκε πρόσφατα την Γκάνα για την υλοποίηση ενός ακόμα πρότζεκτ. Το πάθος και η αγάπη για το στιλ και τη μόδα παραμένουν, όπως και ο αγώνας για μια πιο κυκλική οικονομία και ηθική κατανάλωση. «Η δουλειά μας δεν είναι μόνο να αγοράζουμε και να πουλάμε», καταλήγει η Μουζάν. «Όλη η ομάδα του Vestiaire Collective αισθάνεται ότι κάνουμε κάτι σωστό, συναρπαστικό, κάτι που αγαπάμε πολύ και είναι καλό για τον πλανήτη».

→ INFO
Επισκεφθείτε το changemakers.vogue.gr για να εξασφαλίσετε μία από τις λίγες εναπομείνασες θέσεις στο συνέδριο της Vogue Greece, όπου συμμετέχει η Φανί Μουαζάν μεταξύ λαμπρών προσωπικοτήτων της μόδας και του θεάματος, όπως οι Σάρον Στόουν, Ζαν Πολ Γκοτιέ, Ολιβιέ Ρουστένγκ, Κριστιάν Λουμπουτέν κ.ά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή