Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας

Με αφορμή τη Record Store Day, περάσαμε το περασμένο Σάββατο σε παλιά και νέα βινυλιοφιλικά στέκια της πόλης, ανάμεσα σε δίσκους, κλασικά και άγνωστα ακούσματα, συλλέκτες και dj, θαμώνες δεκαετιών, τουρίστες και περαστικούς.

9' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρώτο βινύλιο που θυμάμαι ως παιδί ήταν ο «πορτοκαλί» δίσκος του Δημήτρη Μητροπάνου. Στα δεξιά του εξωφύλλου του υπήρχε ένα πορτρέτο του καλλιτέχνη. Στα αριστερά το λογότυπο της Philips, οι τίτλοι από τέσσερα τραγούδια και η ένδειξη «stereo» − να επρόκειτο για καινοτομία της εποχής ο στερεοφωνικός ήχος; Για κάποιο λόγο, έβγαζα συνεχώς το βινύλιο από το μανίκι του. Μην ξέροντας πώς να χρησιμοποιώ το πικάπ, κάποια στιγμή το έσπασα. Όταν, πάλι, ήρθε η ώρα να πάω να αγοράσω έναν «δικό μου δίσκο», μαθητής της πρώτης γυμνασίου, με λεφτά μαζεμένα από το χαρτζιλίκι μου, ανέβηκα σε ένα κίτρινο τρόλεϊ με αφετηρία το Παγκράτι και κατέβηκα στο Σύνταγμα, να πάω στον Κύκλο, το ιστορικό δισκάδικο της Καραγιώργη Σερβίας. Επέστρεψα σπίτι με ένα CD, το Στον Έβδομο Ουρανό της Μαντώς. Τότε, όλοι μιλούσαν για τον αψεγάδιαστο ήχο του νέου, για τα ελληνικά δεδομένα, φορμάτ, το οποίο στην Αμερική από το 1987 μέχρι το 2021 ερχόταν πρώτο σε φυσικές πωλήσεις. Πέρυσι, το βινύλιο πήρε ξανά τα πρωτεία. Με αυτές τις αναμνήσεις και μαζί εκείνες όλων των κυριακάτικων πρωινών που πέρασα στον θρυλικό Ζαχαρία, στο Μοναστηράκι, ψάχνοντας για ξεχασμένα βινύλια, βγήκα για μια βόλτα στα δισκοπωλεία της Αθήνας − απλή αφορμή η Record Store Day, η οποία πάντως δεν πολυγιορτάζεται στην Ελλάδα. Για την ιστορία, η «Μέρα των Δισκάδικων», που συνήθως ταυτίζεται με το τρίτο Σάββατο κάθε Απρίλη, οργανώθηκε για πρώτη φορά το 2007, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες. Ο λόγος της ύπαρξής της είναι να τιμά την κουλτούρα των ανεξάρτητων δισκοπωλείων με ποικίλα events και με μια σειρά από βινύλια που τυπώνονται ειδικά για τον εορτασμό της.

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-1
To Vinyl City έχει ροκ χαρακτήρα και τη δική του ταυτότητα.

Το «καλύτερο παιδί της Ιπποκράτους»

Η ώρα είναι 11 το πρωί όταν ανεβαίνω, με τα πόδια, την Ιπποκράτους. Από την αρχή της μέχρι τον αριθμό 132. Φτάνω στο Vinyl City, ένα μαγαζί γεμάτο με δίσκους από δεύτερο χέρι. Εκπλήσσομαι που έχει ήδη κόσμο. «Σε αυτό το σημείο ανοίξαμε το 2004», θα μου πει ο Αποστόλης, «το καλύτερο παιδί της Ιπποκράτους», όπως μου τον συστήνει ένας από τους μουσικόφιλους πελάτες-θαμώνες του δισκάδικου, χωρίς να σταματήσει να ψαχουλεύει τα βινύλια. Πλέον, την επιχείρηση τη δουλεύει κυρίως ο γιος του, που δεν είναι παρών εκείνη τη στιγμή. Ξεκίνησε το 1990, από ένα μικρό μαγαζί επί της Ιπποκράτους, και μετακόμιζε συχνά «παραπλεύρως», σε όλο και μεγαλύτερους χώρους, μέχρι να καταλήξει στο σημείο που είναι τώρα.

«Οι μεγάλοι συλλέκτες που ψώνιζαν δίσκους έχουν φτάσει σε ένα σημείο που τα έχουν πάρει όλα και τώρα αναζητούν πολύ πιο ειδικά πράγματα, π.χ. κάτι που τους λείπει για να “κλείσουν” μια σειρά. Οι πιο νέοι ψάχνουν δίσκους από κλασικά ροκ συγκροτήματα, όπως των Doors ή των Fleetwood Mac, που έχουν αρχίσει και σπανίζουν», μου λέει. Οι πιο πολλοί δίσκοι που έχει στο μαγαζί του κοστίζουν γύρω στα οκτώ με δέκα ευρώ. Επίσης, με πληροφορεί, υπάρχει ένα κοινό που μαθαίνει μουσική από τον κινηματογράφο. «Τον Τζόνι Κας κάποτε δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του στην Ελλάδα. Απ’ όταν βγήκε το Walk the Line, δεν σταμάτησα να πουλάω δίσκους του». Το Vinyl City έχει συγκεκριμένο ύφος και δική του ταυτότητα. Στηρίζει το κλασικό ροκ. Στις προθήκες του θα βρει κανείς, επίσης, τζαζ δίσκους, κάντρι, λάτιν, κλασικής μουσικής, διεθνή, κυκλοφορίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Δεν φέρνει καινούργια μουσική. Ένας από τους πελάτες-θαμώνες μού λέει ότι συχνάζει στο μαγαζί τριάντα τρία χρόνια. Λόγω του Airbnb που ανθίζει στην περιοχή, έρχονται και πολλοί ξένοι. Κάποιος του ζητάει να του βάλει έναν δίσκο στο πικάπ. Το βλέμμα μου πέφτει σε εκτυπωμένες από φιλμ φωτογραφίες του Βαγγέλη Παπαθανασίου, κολλημένες σε έναν τοίχο. 

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-2
Η Ιφιγένεια, που εδώ και λίγες μέρες εργάζεται στο Homcore. 

Βγαίνω έξω, στον ήλιο, με δύο βινύλια: Το Simple Man του Κλάους Νόμι και το άλμπουμ της Μαρίζας Κωχ με τη μελοποιημένη ποίηση του Νίκου Καββαδία. Κατηφορίζω την Ιπποκράτους. Στρίβω αριστερά. Προχωράω ως την Ασκληπιού. Φτάνω στον αριθμό 53. Εκεί βρίσκεται το νέο Homcore. Είναι «αδερφάκι» του δισκάδικου που βρίσκεται στη γωνία Βουλής και Ηπίτου, στο Σύνταγμα. Συναντάω την Ιφιγένεια, που δουλεύει λίγες μόνο μέρες στο μαγαζί. Είναι ντιτζέι, κάτι σύνηθες ανάμεσα σε όσους εργάζονται σε ανεξάρτητα δισκοπωλεία. Εδώ τα πάντα δείχνουν καινούργια. Οι προς πώληση δίσκοι σε προκαλούν να τους πάρεις στα χέρια, να τους μυρίσεις, να τους επεξεργαστείς πριν ζητήσεις να σου τους βάλουν στο πικάπ να παίξουν. Ως μουσικός αρχαιολόγος, εντοπίζω και ένα ράφι με second hand βινύλια των Human League, της Σίντι Λόπερ, των Erasure και άλλων τιμημένων «εκδρομέων του ’80». Στο πικάπ παίζει φοβερή ambient μουσική. 

«Πάρα πολλοί ξένοι που βρίσκονται στην περιοχή έρχονται σ’ εμάς για να ακούσουν την τοπική σκηνή», θα μου πει η Ιφιγένεια. «Είναι πενήντα-πενήντα με τους  Έλληνες. Έρχονται, επίσης, πελάτες που ρωτούν τι παίζει αυτόν τον καιρό ή ζητούν προτάσεις και άλλοι που γνωρίζουν ακριβώς τι θέλουν και ξέρουν ότι εδώ θα το βρουν».

Υπάρχουν πολλές επιλογές σε new wave, techno, electro. Ο χώρος είναι πολυμορφικός, όμορφος, πολύ προσεγμένος ως προς την αισθητική του. Έχει πατάρι και ένα υπόγειο επίπεδο. Μπορεί να φιλοξενήσει events. Παρατηρώ ότι στα ράφια, εκτός από βινύλια, υπάρχουν βιβλία και λευκώματα για τη μουσική, το κλάμπινγκ, την πανκ υποκουλτούρα. Ρωτάω την Ιφιγένεια για την επιστροφή του βινυλίου. «Ποτέ δεν σταμάτησαν να βγαίνουν νέες κόπιες», θα μου πει. «Οι πωλήσεις αυξήθηκαν πολύ, όμως, μέσα στο lockdown. Ο κόσμος ήθελε να αγοράσει μουσική σε φυσική μορφή. Η Αντέλ, εν μέσω καραντίνας, έκανε τη μεγαλύτερη μαζική παραγωγή σε βινύλιο των τελευταίων χρόνων [σ.σ.: η πρώτη παραγγελία του άλμπουμ της 30 ήταν πεντακόσιες χιλιάδες κόπιες], με αποτέλεσμα τα εργοστάσια που κόβουν δίσκους να τυπώνουν μόνο της Αντέλ και να πάνε πίσω οι κυκλοφορίες άλλων καλλιτεχνών».

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-3
Στο Rock and Roll Circus, το par excellence μουσικοφιλικό στέκι.

Υπό το βλέμμα του Μπομπ Ντίλαν

Κατευθύνομαι προς τη Σίνα. Στον αριθμό 21, πάνω από το Πορτατίφ με τις ωραίες πάστες, βρίσκεται το Rock and Roll Circus. Πίσω από το ταμείο, ο Άγγελος εξυπηρετεί έναν γνωστό κριτικό κινηματογράφου. Ο Δήμος, που έχει το μαγαζί, μιλάει στο τηλέφωνο. Ένας πελάτης-θαμώνας αράζει «σαν στο σπίτι του», άλλοι ψάχνουν τους δίσκους.

Κατευθύνομαι στη γωνιά με τα ρετρό «local» βινύλια. Διακρίνω έναν «Πάριο». Χαμογελάω όταν το μάτι μου πέφτει σε ένα compilation που φέρει τη σήμανση «Ο δίσκος που διαφημίζεται στην T.V.». Από μια αφίσα, νιώθω το βλέμμα του Μπομπ Ντίλαν πάνω μου, σαν να με κοιτάζει πίσω από τα μαύρα του γυαλιά. Στο πατάρι, υπάρχει το Never Trust a Pretty Face της Αμάντα Λιρ, με το εξώφυλλο-έργο τέχνης. 

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-4
Κάποιες φορές το packaging ενός βινυλίου σε προδιαθέτει να το αγοράσεις.

Το μαγαζί άνοιξε πριν από είκοσι τρία χρόνια. «Από τη δεκαετία του ’90 άρχισε να επικρατεί το CD, παγκοσμίως. Εδώ, όμως, οι δίσκοι συνέχισαν να πουλάνε πολύ, με διεθνείς κυκλοφορίες να τυπώνονται σε βινύλιο μόνο για την ελληνική αγορά.

Μια τέτοια περίπτωση, που φέτος επανεκδίδεται παγκοσμίως σε βινύλιο για τη Record Store Day, είναι το A Secret Life της Μάριαν Φέιθφουλ», μου λέει ο Δήμος. Τον ρωτάω τι μουσική ψάχνει σήμερα ο κόσμος στα δισκάδικα. «Αυτό έχει να κάνει με το κάθε δισκοπωλείο ξεχωριστά. Με το κοινό που έχει δημιουργήσει μέσα στα χρόνια. Σε εμάς, είναι κυρίως η μαύρη μουσική που μας έχει διαμορφώσει: η τζαζ, η σόουλ, η ρέγκε – είτε παλιά είτε καινούργια. Πάνε καλά και άλλα είδη μουσικής, αλλά κυρίως αυτά». Το 99% των άλμπουμ που υπάρχουν στο μαγαζί είναι σε μορφή βινυλίου, «του κουτιού» ή από δεύτερο χέρι. Υπάρχουν και κάποιες κασέτες, καινούργιες κυκλοφορίες. CD δεν έχουν. Το Rock and Roll Circus μού δημιουργεί την αίσθηση του par excellence μουσικοφιλικού στεκιού, ενός χώρου κοινωνικοποίησης. Ακόμη και ερώτων: «Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται συχνά εδώ και έχουν γίνει φίλοι μεταξύ τους. Έχουν γίνει, όμως, και ζευγάρια εδώ μέσα. Έχουν παντρευτεί, έχουν κάνει παιδιά. Η ομορφιά του δισκάδικου είναι ότι μπαίνεις μέσα και δημιουργείται μια σχέση αμφίδρομη με όσους είναι εκεί και αγαπούν τη μουσική». Ακούω κάποιον που λέει ότι έχει 4.000 βινύλια. Έχει έρθει να πάρει κι άλλα.

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-5
Στο Entropia Records θα βρεις μουσική που δεν έχεις ακούσει ποτέ στη ζωή σου.

Μουσική που δεν έχεις ακούσει ποτέ

Ο επόμενος σταθμός είναι «εκτός πιάτσας». Στα πέριξ του Αγίου Παντελεήμονα, πεντακόσια μέτρα από τον σταθμό Αττική του ηλεκτρικού, τέσσερα στενά κάτω από την Πατησίων. Από τη Σίνα, συνεχίζοντας περπατητά, στο χαλαρό, την τσάρκα μου μέχρι το Entropia Records που βρίσκεται στην οδό Ιθάκης 68, κάνω ένα μισάωρο. Από την ψηλοτάβανη τζαμαρία της πρόσοψής του μπαίνει άπλετο φυσικό φως. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με δίσκους μέχρι ένα σημείο και βαμμένοι σε μια ανοιχτή απόχρωση του γκρι. Το πάτωμα είναι στρωμένο με το ίδιο ακριβώς μωσαϊκό που είχε το σαλόνι του πατρικού μου. Στον χώρο υπάρχουν καναπέδες, καρέκλες, τραπεζάκια. Κάπου, ξεχωρίζει ένα deck. Μια μεγάλη γωνιά του καταστήματος την καταλαμβάνει το merch: Ρούχα είναι κρεμασμένα με την προσοχή που θα τύχαιναν σε μπουτίκ. Όσοι έχουν έρθει για να κάνουν τα ψώνια τους δείχνουν να έρχονται από την εναλλακτική πλευρά της ζωής. Κοιτάζω τα εξώφυλλα των δίσκων. Μου φαίνονται όλα σαν έργα τέχνης. Αδυνατώ να αναγνωρίσω τον οποιονδήποτε καλλιτέχνη. Αρχίζω να τσεκάρω τα βινύλια. Εντοπίζω ένα του Κυριάκου Σφέτσα και λέω «εντάξει, δεν είμαι τόσο άσχετος». Καθόμαστε με την Άννα Μαρία, που εργάζεται στο δισκάδικο, στο «σαλόνι». Πιάνουμε ψιλή κουβέντα, κάποια στιγμή σηκώνεται για να εξυπηρετήσει στο ταμείο. Επιστρέφει πίσω στην κουβέντα μας.

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-6
Ο υπογράφων το ρεπορτάζ τσεκάρει τα ρετρό βινύλια.

Αναρωτιέμαι τι ζητάει ο κόσμος που έρχεται σε αυτό το μαγαζί, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα άλλα στα οποία έχω πάει από το πρωί και που η ομάδα που το έστησε μου το περιέγραψε σε διαδικτυακή επικοινωνία μας ως σαλάτα σερβιρισμένη σε πολύχρωμο γιαγιαδίστικο πιάτο, αποτελούμενη από δισκοπωλείο με ολίγη διοργάνωση πάρτι και συναυλιών, σος τα ντιτζέι σετ και γαρνιτούρα τις παρουσιάσεις και τις εκθέσεις. Η ίδια μου λέει: «Νομίζω ότι ο κόσμος έρχεται εδώ γιατί ξέρει ότι θα ακούσει κάτι που δεν έχει ξανακούσει. Για να μιλήσουμε και να βρει κάτι που, είτε από το όνομα είτε από το εξώφυλλο, θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον». Οκέι, δεν υπάρχει λόγος να νιώθω ότι με έχει ξεπεράσει η εποχή μου. «Υπάρχει μια γκάμα σε δίσκους από γενικότερες κατηγορίες μουσικής, όπως η ηλεκτρονική, η γκλόμπαλ, η τζαζ, μέχρι και το ροκ, αλλά όλα είναι λίγο πειραγμένα. Θα βρεις κάτι πιο απροσδιόριστο μουσικά ή κάτι που επανακυκλοφορεί ενώ ήταν χαμένο από τα ’70s, κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί γενικά και με ασάφεια ως πειραματικό, παρότι δεν θέλω να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη για να το περιγράψω».

Πήγαμε για βινύλια στα τέσσερα πιο ξεχωριστά δισκάδικα της Αθήνας-7
Στο κατάστημα Homcore.

Σκέφτομαι, από μέσα μου, ότι κάποτε το τι δίσκους αγόραζες σε καθόριζε. Κάποιος καταλάβαινε τον χαρακτήρα σου. Μια επίσκεψη σε ένα σπίτι στο οποίο θα εντόπιζες ένα σπάνιο σαρανταπεντάρι που έχεις κι εσύ έκανε τα μάτια σου να λάμψουν. «Όσοι έρχονταν στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, στην οποία στεγαζόταν πριν το Entropia Records, έρχονται κι εδώ. Δημιουργείται μια κοινότητα μέσα από αυτή τη μουσική», θα μου πει η Άννα Μαρία. Η ίδια, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ζούσε στο Λονδίνο. Δούλευε πάλι σε δισκάδικο, το Flashback Records. Γράφει μουσική που μου περιγράφει ως abstract, noise, ηλεκτροακουστική. Μου φέρνει μια κασέτα της που υπάρχει στο μαγαζί, το Easter-α. 

Η κουβέντα πάει στον δικό μου αγαπημένο Demetrio Statos. Τον ψάχνει στη Βικιπαιδεία. Αν ζούσε, θα είχε εκείνη τη μέρα τα γενέθλιά του, όπως διαπιστώνουμε, με κάποια έκπληξη για τη σύμπτωση. Πίσω, στο Παγκράτι, όπου μένω ακόμα, στριμώχνω τα βινύλια-λάφυρα της βόλτας μου με άλλα, που έχω εδώ και μήνες αφημένα στο πάτωμα. Βάζω την κασέτα της στο στερεοφωνικό. Από μόνη της, άξιζε τη βόλτα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή