Η Ελένη Ράντου δεν αντέχει την πολιτική ορθότητα

Η Ελένη Ράντου δεν αντέχει την πολιτική ορθότητα

Μας υποδέχτηκε σπίτι της ένα σαββατιάτικο πρωινό και μας μίλησε ως μάνα και ως κόρη, ως Ελληνίδα γυναίκα και ως άνθρωπος του θεάτρου, αλλά και ως κάποια που απλώς δεν μπορεί να βρει τέταρτο για την μπιρίμπα

15' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όταν άνοιξε η πόρτα του κήπου για να μπω, ο Μπάμπης –το σκυλάκι που η Ελένη υιοθέτησε πρόσφατα από τα πλημμυρισμένα χωριά της Καρδίτσας– πετάχτηκε στον δρόμο. Ανησύχησα πρώτα ως φιλόζωη, έπειτα ως δημοσιογράφος. Θα πάθει τίποτα ο μικρός, σκέφτηκα, και πάει μετά η συνέντευξη. Μια συνέντευξη για την οποία οι εισαγωγικές λέξεις μάλλον περιττεύουν. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο και στην τηλεόραση, η Ελένη Ράντου εξακολουθεί να είναι το αγαπημένο κορίτσι όλων. Κάποιος πρόσφατα την παρομοίασε με ένα είδος λαϊκού ήρωα: την αγαπούν οι εικοσάρηδες, οι γονείς τους, οι παππούδες τους. Το θέατρο Διάνα είναι από τις λίγες αθηναϊκές σκηνές που επί δεκαετίες δεν γνωρίζει άδεια πλατεία.

Φέτος, για δεύτερη σεζόν, To πάρτι της ζωής μου (σε διασκευή δική της και σκηνοθεσία Ανέστη Αζά, ίσως η πιο προσωπική της δουλειά έως τώρα) είναι sold out και ήδη ανακοινώνει παραστάσεις για του χρόνου. Το έργο, διασκευή του Every Brilliant Thing των Ντάνκαν Μακμίλαν και Τζόνι Ντόναχιου, παρακολουθεί τη ζωή μιας γυναίκας που μεγαλώνει μαζί με την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, στη σκιά της αυτοκτονικής μητέρας της. Όσο τα σκέφτομαι αυτά, ο άσωτος Μπάμπης επιστρέφει, οπότε ξεκινάμε.

Σου αρέσει να δίνεις συνεντεύξεις;

Μια συνέντευξη για μένα είναι μια συνάντηση. Υπάρχουν συναντήσεις που βαριέσαι, άλλες όχι. Ακόμα έχω κουράγιο να αναζητώ μια καλή συζήτηση.

Ποια ερώτηση ακούς συνέχεια και έχεις βαρεθεί;

Εντάξει, το στανταράκι είναι να ρωτάνε είτε για την προσωπική μου ζωή με τον Βασίλη είτε για το Κωνσταντίνου και Ελένης. Όταν δεν γίνεται νύξη σε αυτά τα δύο, θεωρώ πιο δημιουργική τη συζήτηση.

Ωραία, ας ξεκινήσουμε με το Κωνσταντίνου και Ελένης (γέλια): Μια κοινή μας φίλη που έβλεπε τη σειρά, όταν σε είχε πρωτογνωρίσει, είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο πλούσιο λεξιλόγιο έχεις, σε αντίθεση με την ελαφρώς ακαλλιέργητη Ελένη Βλαχάκη.  

Ε, έχουμε τελειώσει και μια Φιλολογία, αλίμονο. Έχω λατρεία με τη γλώσσα, λατρεία, λατρεία. Η Γλωσσολογία ήταν από τα μαθήματα του Πανεπιστημίου που δεν έχανα ποτέ. Αν δεν έκανα θέατρο, θα είχα ασχοληθεί με τις γλώσσες. Ένα από τα θέματα που με πληγώνει στο politically correct είναι που ενοχοποιεί λέξεις αντί για νοοτροπίες. Στο δικό μας αναγνωστικό είχαμε τον σκύλο που επειδή ήταν μαύρος, τον λέγαμε Αράπη· δεν είναι ανάγκη να το δαιμονοποιήσεις, έχει πολύ ενδιαφέρον να δεις γιατί τότε υπήρχε αυτή η νοοτροπία. 

Εσύ γράφεις κιόλας. Έχεις μπει σε αυτή τη διαδικασία, να ξαναδιαβάσεις το κείμενό σου με τον φόβο…

…μην τυχόν και υπάρχει μια λάθος λέξη; Ναι, έχω μπει.

Και πώς το διαχειρίζεσαι; 

Τα τελευταία χρόνια έχουμε φτάσει στην τέχνη να κάνουμε αυτολογοκρισία, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο. Νιώθω πολύ ανελεύθερο το περιβάλλον. Εμένα οι απαγορεύσεις με τρομάζουν, με κάνουν να αντιδρώ… Ακόμα και των λέξεων οι απαγορεύσεις. Θα σου πω τώρα ένα περιστατικό. Στο ανέβασμα της Τζάσμιν ακουγόταν η λέξη «χάβρα». Ήρθαν κάποιοι Εβραίοι στην παράσταση, ήταν έξαλλοι με τη χρήση της λέξης, έλεγαν ότι είναι ανίερο. Εγώ καθόμουν και τους παρακολουθούσα με τη ματιά του επιστήμονα. Αναρωτιόμουν πώς μπορούν να ενοχοποιούν μια λέξη. Στη φετινή παράσταση, μια μέρα έπρεπε να πω «όχι, ρε γαμώτο» και είπα «όχι, ρε πούστη μου». Μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα και δαγκώθηκα. Λέω, τώρα, κάποιος από κάτω μπορεί να το θεωρεί incorrect; Δεν το ξανάπα.

Έγινες και παραγωγός σε μικρή ηλικία. Πού πάτησες; Πώς ήταν η αυτοπεποίθησή σου; Αντιμετώπισες σεξισμό; 

Είμαι πολύ μαχητική σε σχέση με τη θέση της γυναίκας, όμως εμένα με υποστήριξαν πάρα πολύ οι άντρες που συνάντησα. Το πρώτο θεατρικό κείμενο, το Μαμά μην τρέχεις, το είχα διαβάσει στον Γιάννη Κακλέα και με είχε ενθαρρύνει πολύ να το ανεβάσουμε, ενώ οι ηθοποιοί φοβούνταν. Δεν σου κρύβω ότι τα πρώτα χρόνια, όταν έπαιζα κείμενο το οποίο είχα επιμεληθεί, δεν μπορούσα να παίξω καλά. Η ευθύνη του κειμένου με έκανε περισσότερο συγγραφέα παρά ηθοποιό. Μου πήρε πολλά χρόνια. 

Δεν το έβαλες κάτω, όμως.

Το πάλευα. Στους δικούς μου ανθρώπους λέω πάντα να έρχονται στις παραστάσεις τη δεύτερη χρονιά. Γιατί μου έχουν φύγει τα άγχη του παραγωγού και του δημιουργού και εκτελώ λίγο πιο παθιασμένα. 

Η Ελένη Ράντου δεν αντέχει την πολιτική ορθότητα-1

Σε αυτή την παράσταση ένιωσα ένα πολύ προσωπικό κύμα να κατεβαίνει από τη σκηνή προς τα κάτω. 

Αν αγγίξεις την αλήθεια, το προσωπικό γίνεται πανανθρώπινο, γιατί το αίσθημα είναι καθολικό, ενώ τα γεγονότα είναι, λίγο πολύ, προσωπικά. Έβλεπα στο Ertflix μια αυτοβιογραφία του Αλμοδόβαρ, πολύ ωραία ταινία. Έμενε στο τελείως προσωπικό. Εγώ ως καλλιτέχνις μπορούσα να συγκινηθώ, αλλά δεν ξέρω αν μπορούσε να αγγίξει τις ψυχές των θεατών. Εμένα με νοιάζει το προσωπικό να μη γίνεται εγωιστικό, να αφορά και άλλους, να γίνεται τέχνη. 

Το Πάρτι πατάει σε διάφορες θεματικές. Μία από αυτές είναι η σχέση του παιδιού με τη μάνα. 

Κοιτούσα μια φωτογραφία μου παιδική – δεν έχω και πολλές, γιατί στην οικογένειά μου υπήρχε η γενικότερη αντίληψη ότι είμαι ασχημόπαπο, οπότε τις έσκιζα.

Μία λοιπόν μου ξέφυγε. Είναι σε έναν γάμο στην Κρήτη, τραβάω το φόρεμα της μαμάς μου για να μην απομακρυνθεί, ενώ προσπαθεί να χορέψει. Ο τρόπος που την κοιτάζω από κει κάτω, μικρό παιδάκι –πρέπει να ήμουν τριών, τεσσάρων;– σαν να κοιτάζω τον Θεό. Για τα παιδιά, ειδικά η μάνα, επειδή σε θρέφει κιόλας, είναι ό,τι πιο κοντινό σε Θεό. Είναι ο δημιουργός σου, σε έχει βγάλει από μέσα της. 

«Δεν έχω και πολλές παιδικές φωτογραφίες, γιατί στην οικογένειά μου υπήρχε η γενικότερη αντίληψη ότι είμαι ασχημόπαπο, οπότε τις έσκιζα». 

Ξεπερνάμε ποτέ το παιδί που ήμασταν, που κοιτάζει τον γονιό του σαν Θεό; 

Όχι. Είναι μια σχέση πολύ δομική. Απλώς μετά ο Θεός γίνεται ημίθεος, μετά κοινός θνητός. Θυμάμαι, επειδή ο πατέρας μου ήταν πολύ μελετηρός, τον χρησιμοποιούσα σαν εγκυκλοπαίδεια, ήταν ο κύριος Google. Tην πρώτη φορά που του έκανα μια ερώτηση και δεν ήξερε να απαντήσει, κατέρρευσε το σύμπαν μου. Ήταν μεγάλο σοκ. Οποιαδήποτε απομυθοποίηση λειτουργεί σαν στάδιο δικής σου ενηλικίωσης. Εσύ και ο γονιός είστε δύο συγκοινωνούντα δοχεία: το πόσο θα γεμίσεις εσύ εξαρτάται από το πόσο θα αδειάσει εκείνος. Είναι σκληρό και λίγο ανθρωποφαγικό, αλλά, για να εδραιώσεις τη δική σου προσωπικότητα, πρέπει να κατασπαράξεις τη δική του. 

Εσύ σε ποιο στάδιο βρίσκεσαι τώρα;

Τα έχω περάσει όλα τα στάδια, νομίζω. Είχε έρθει η Άννα Διαμαντοπούλου στην παράσταση και μου είπε κάτι το οποίο με συγκλόνισε, γιατί περιέγραψε την κατάστασή μου. Το γεγονός ότι αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής σε όλους τους ανθρώπους λόγω της επιστήμης έχει κάνει τη μέση ηλικία, στην οποία βρίσκομαι, να καταρρέει μπροστά στα τόσα μέτωπα. Αν έχεις καταφέρει επαγγελματικά κάποια πράγματα, αν έχεις ένα παιδί που σπουδάζει, αν έχεις έναν γονιό που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, αν έχεις και έναν σύζυγο με τον οποίο συμπορεύεστε, όλα αυτά θέλουν φροντίδα. Ο τελευταίος που φροντίζεται είναι ο εαυτός σου. Είναι ωραίο που οι άνθρωποι φτάνουν μέχρι τα 90, αλλά για όσους δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, η πολιτεία δεν έχει προλάβει να συμβαδίσει. Όταν δεν μπορούν να περπατήσουν, να σκεφτούν, να κάνουν τίποτα, η άνοια σαρώνει… Ποιος τους φροντίζει; Και οικονομικά ποιος μπορεί να τους κουβαλήσει; Αυτό έχει γονατίσει πάρα πολύ τη δική μου ηλικία. Ένας λόγος που πιστεύω ότι έχει και αυτή την απήχηση το έργο, είναι γιατί ταυτίζονται όσοι είναι φροντιστές.

«Είναι σκληρό και λίγο ανθρωποφαγικό, αλλά, για να εδραιώσεις τη δική σου προσωπικότητα, πρέπει να κατασπαράξεις την προσωπικότητα του γονιού σου». 

Στην Ελλάδα αυτός ο ρόλος πέφτει κυρίως στις γυναίκες.

Όταν επισκέπτομαι τη μητέρα μου στη μονάδα φροντίδας, βλέπω πολλούς ανθρώπους μόνους τους ή με τις κόρες τους. Λόγω του ότι γινόμαστε μαμάδες, έχουμε το ένστικτο της φροντίδας πολύ περισσότερο. Αλλά όταν έχεις να φροντίσεις τόσα άτομα, επιβαρύνεσαι απίστευτα. Εγώ τα τελευταία χρόνια δεν ξέρω αν ζω.

Πώς βρίσκεις κουράγιο;

Γενικά στη ζωή μου κάνω τον θεατή των πράξεών μου. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος για την αγάπη του κοινού, γιατί δεν βλέπουν ένα δίχτυ προστασίας. Κάποια φίλη μού είχε πει κάποτε ότι είμαι σαν την πεταλούδα που γυρνάει γύρω από το φως και λες «τώρα θα καεί, τώρα θα καεί…». 

Συστηματικά στις δουλειές σου παίρνεις ένα στερεότυπο και το φέρνεις τούμπα. 

Είναι ο τρόπος που λειτουργεί ο εγκέφαλός μου. Όταν η είδηση είναι ότι ο οδηγός του λεωφορείου χαστούκισε έναν επιβάτη και όλοι είναι σοκαρισμένοι με την πράξη, εμένα περνάει από το μυαλό μου το εικοσιτετράωρο αυτού του οδηγού. Τι μπορεί να είχε βιώσει; Νιώθω τον κόπο των πάντων, συνεχώς. 

Κούραση.

Ναι, αλλά εμένα αυτή η κούραση μου δίνει ζωή, έτσι λειτουργεί το μυαλό μου, κάνει άλματα που συγκρούονται με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ας πούμε, η πρώτη μου σκέψη για τον γάμο των ομοφύλων δεν ήταν μόνο ότι κατακτιέται ένα δικαίωμα, ήταν ότι από όλα τα δικαιώματα γιατί κάποιος να το θέλει αυτό; Η κοινωνία βάζει στους ανθρώπους της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας άλλη μία τρικλοποδιά: τους λέει ότι, για να ενταχθείτε, πρέπει να είστε παντρεμένοι. Για να σας αναγνωρίσουμε και να σας σεβόμαστε, πρέπει να πάρετε τη μεγαλύτερη σύμβαση και να τη φορέσετε. Κάποιοι ίσως παρεξηγήσουν και θεωρήσουν ότι δεν χαίρεσαι με τη χαρά τους. Ενώ είμαι πολύ βαθιά κοντά τους. Απλώς είναι βαθιά μέσα μου η πίστη ότι ο γάμος είναι ό,τι πιο αντιδραστικό και αναχρονιστικό υπάρχει. Δεν τον θεωρώ δικαίωμα, είναι μια παλαιολιθική σύμβαση-μαρτύριο, επιβεβλημένο κοινωνικά. Και αυτά τα λέει ένας άνθρωπος που το συντηρεί αυτό 30 χρόνια στην προσωπική του ζωή. Αυτό εννοούσα πριν με τις συγκρούσεις.

Και όταν παντρευόσουν, το πίστευες ή αυτή είναι μια μεταγενέστερη σκέψη;

Σιγά σιγά διαμορφώθηκε. Το δοκίμασα και έτσι μπορώ να το καταγγείλω. Όμως, όταν το έκανα, ήταν με πλήρη συνείδηση ότι είναι ένα κοινωνικό πρόσταγμα: «Κάν’ το να ξεμπερδεύεις». 

Δεν ήταν διακαής σου πόθος.

Όχι, όχι. Ήταν διακαής πόθος της μάνας μου. Ένα δώρο σε εκείνη. Ένα «έλα πάρ’ το και αυτό, μπας και σου μειώσω λίγο το άγχος».

Η Ελένη Ράντου δεν αντέχει την πολιτική ορθότητα-2

Κάνεις συχνά τέτοιες υποχωρήσεις; 

Ναι, για να μειώνω το άγχος των άλλων. Σαν να λέω, εμένα δεν θα μ’ αλλάξεις, αλλά πάρε ένα δωράκι για να νιώσεις ότι είμαστε συγγενείς. Στις καθημερινές μου σχέσεις, ακόμα και με το παιδί μου, είναι πολλά τα πράγματα που κάνω επειδή είναι σημαντικά για τους άλλους, αλλά όχι για μένα.

Δεν έχεις κάνει μπαμ μέχρι σήμερα;

Μέχρι στιγμής έχω κάνει δυο-τρία. Ξέρεις κάτι; Αυτά τα μπαμ, όταν κάνουν τον κύκλο τους, σε κάνουν πιο ώριμο. Πρέπει να τα σεβαστείς. Αυτές είναι οι εποχές που κυρίως δεν δουλεύω, γιατί θέλω να έχω την πολυτέλεια να βουλιάξω και να αναιρέσω τα πάντα. Είναι οι πιο δημιουργικές στιγμές. Έπειτα επιστρέφεις και ξαναπιάνεις το νήμα σου.

«Στις καθημερινές μου σχέσεις, ακόμα και με το παιδί μου, είναι πολλά τα πράγματα που κάνω επειδή είναι σημαντικά για τους άλλους, αλλά όχι για μένα». 

Έχω παρατηρήσει ότι σου αρέσει να κάνεις διαγνώσεις. 

Άλλη μου τρέλα η ιατρική. Κάθε βράδυ αποκοιμιέμαι με τον Δόκτορα House. Έχω δυο-τρεις φορές περάσει κάτι ιατρικά θέματα τα οποία ήταν αδιάγνωστα. Κανείς δεν μπορούσε να μου πει τι έχω. Οι διαγνώσεις με ιντριγκάρουν. Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να προσφέρει το καλύτερο αστυνομικό θρίλερ. 

Την ερώτηση που φαντάζομαι σ’ την έχουν κάνει πολλές φορές, «μα καλά, πώς τα καταφέρνετε και σας αγαπάει τόσο πολύ ο κόσμος τόσα χρόνια;», τη βρίσκεις λίγο υποτιμητική;

Με ενοχλεί όταν είναι άλλος ένας τρόπος να σου πριονίσουν το ταβάνι σου. Να πουν ότι εσύ είσαι κάτι λιγότερο από μας, γιατί, για να σε αγαπάει ο κόσμος, λαϊκίζεις και είσαι εύκολη. Σου αφαιρούν κάτι από τον μόχθο και από την ποιότητα της δουλειάς σου. Όπως παλιά, που όσους κάναμε τηλεόραση μας έβριζαν πατόκορφα, μας θεωρούσαν σκουπίδια. Τώρα που κάνουν οι άπαντες, λένε ότι είναι μια χαρά η τηλεόραση. 

Πώς προσαρμόζεται η δουλειά σου ανάλογα με την εποχή; 

Η δουλειά σου είσαι εσύ. Για παράδειγμα, αν δεν μπεις εσύ στην ηλεκτρονική επανάσταση, δεν θα μπει και η δουλειά σου. Ο τρόπος επικοινωνίας με τον κόσμο αλλάζει. Πρέπει να είσαι σε εγρήγορση συνεχώς, να είσαι παρών, να μην κλειστείς μέσα στο σπίτι σου ή στο Facebook και να νομίζεις ότι αυτό είναι ο κόσμος. 

Και αυτό πώς το πετυχαίνει κάποιος; 

Με το να είναι περίεργος. Πολλές φορές νιώθω, επειδή δεν σου κρύβω ότι μετά από 200 παραστάσεις έχω κουραστεί, ότι το κίνητρό μου για να πάω στο θέατρο είναι η περιέργεια του πώς θα είναι απόψε η επικοινωνία με τον κόσμο.

Πόσο εύκολο είναι να συνδεθείς με καινούργιους ανθρώπους; Υπάρχει σαν συννεφάκι πάνω τους το ότι μιλούν με την Ελένη Ράντου; 

Συνδέομαι πολύ γρήγορα, όταν όμως βλέπω μια ειλικρινή διάθεση στα μάτια του άλλου. Όταν η διάθεση είναι «να φωτογραφηθώ για να δείξω πού ήμουν», δεν ανοίγει εύκολα το καπάκι μου. 

Αν περπατήσει κάποιος μαζί σου στον δρόμο, μπορεί και λίγο να τρομάξει από την εκδήλωση αγάπης του κόσμου. Αναρωτιέμαι πώς ζεις μέσα σε αυτή την ενέργεια. 

Δεν ζω πολύ, γιατί επιλέγω πάρα πολύ προσεκτικά, δηλαδή, αν δεν δω τραύμα στον άλλο, δεν πλησιάζω! (γέλια) Γιατί μέσα στο τραύμα του άλλου γίνεσαι και εσύ ευάλωτος και βρίσκετε ένα κοινό πεδίο. Δεν σε εξοντώνει η επαφή, σε κάνει πιο πλούσιο. 

Όταν ήσουν μικρότερη, σκεφτόσουν ότι θα ήθελες να γίνεις διερμηνέας και να φύγεις από την Ελλάδα. Γιατί ήθελες να φύγεις; 

Με ενοχλούσε ο μικροαστισμός, αυτός της γειτονιάς, του τι θα πουν, τι φοράει τούτη. Έβλεπα το έξω σαν έναν τρόπο να είσαι κάπου που δεν σε ξέρει κανένας. Ένιωθα ότι, όσο κι αν αυτή τη χώρα τη λατρεύω, για τους ίδιους λόγους με πνίγει κιόλας. Πλέον, το έχει κάνει η κόρη μου.

Χαίρεσαι που έφυγε;

Χαίρομαι γιατί είναι ευτυχισμένη. Ως γονιός δεν ήθελα το παιδί μου να απομακρυνθεί, αλλά όταν σκάνε πράγματα όπως τα Τέμπη, όπως η καθημερινότητα… Τα πάντα είναι πολύ δύσκολα και το πιο αυτονόητο, κάτι που στο εξωτερικό το κάνεις σε πέντε λεπτά, εδώ μπορείς να σέρνεσαι πέντε χρόνια. Τότε που έκανε το πρώτο Erasmus, ενώ είχε χαρά στην αρχή, όταν οι συμφοιτητές της έκαναν πίσω και δεν πήγαν, γιατί βγήκε το μπουγιουρντί και ήταν πολύ μεγάλο έξοδο, μετάνιωσε. Δεν ήθελε να πάει μόνη της. Την έσπρωξα, σχεδόν την κλότσησα να φύγει. Της έλεγα «πήγαινε, πάρε μια εμπειρία και, αν δεν αισθανθείς καλά, σε μία εβδομάδα γύρνα, αλλά δοκίμασέ το». Πιθανότατα το έχω ενθαρρύνει, αυτό που δεν δοκίμασα εγώ. Λειτουργούμε πάντα έτσι οι γονείς.

Αυτό δεν είναι λίγο επιβαρυντικό για τα παιδιά;

Ναι, γιατί ξέρεις κάτι; Αυτό που βλέπω μεγαλώνοντας είναι ότι φορτωνόμαστε στα παιδιά. Τα αναγκάζουμε να μην μπορούν να απογαλακτιστούν, γιατί είμαστε εμείς παιδιά και τα σέρνουμε πίσω από τις ανάγκες μας. Εγώ σκέφτηκα ότι το να την ενθαρρύνω να σταθεί μόνη της θα τη βοηθήσει, αντί να της κόψω τα φτερά, ότι δηλαδή πρέπει να είναι εδώ το παιδί, όπου θα έχει λυμένα τα προβλήματά του από τους γονείς του και συγχρόνως θα λύνει τα προβλήματα των γονιών.

«Αυτό που βλέπω μεγαλώνοντας είναι ότι φορτωνόμαστε στα παιδιά. Τα αναγκάζουμε να μην μπορούν να απογαλακτιστούν, γιατί είμαστε εμείς παιδιά και τα σέρνουμε πίσω από τις ανάγκες μας». 

Κάποια στιγμή στην παράσταση λες για γέλια που σε κάνουν «να σου φύγει η μύξα απ’ τη μύτη». Πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασες τόσο;

Έχω πολλά χρόνια. Η τελευταία πηγή γέλιου είναι όταν πήρα τον Μπάμπη, η συγκατοίκηση με δύο ζωντανά [σ.σ. έχει ακόμη ένα σκυλάκι, τον Ντίνο] που τα παρατηρώ πώς αλληλεπιδρούν. Πάντως, αυτό το ανέμελο πράγμα που μαζευόμαστε φίλοι και γελάμε μέχρι δακρύων πρέπει να τελείωσε κάπου στα 35. Σαν να έπεσε σε μια αθέμιτη κατάθλιψη όλη η Ελλάδα από την κρίση και μετά. Εκεί που μου κόπηκε εντελώς ένα μεγάλο κομμάτι χαράς και ελπίδας ήταν με το δημοψήφισμα. Πήρα πολύ σοβαρά όλη αυτή την κοροϊδία που μας έκαναν, αισθάνθηκα πολύ ηλίθια που πίστευα ότι μπορεί το δικό μου ναι ή το όχι, που το βασάνισα πολύ, να έχει κάποια σημασία. 

Και σήμερα; 

Είναι κύκλος. Νιώθω ότι είμαστε σε μια εποχή Βαβέλ, τα «θέλω» είναι μικρά και διασπαρμένα. Η τεχνολογική επανάσταση έχει αλλάξει πολύ τον άνθρωπο και νομίζω ότι ευθύνεται και για την έλλειψη συλλογικότητας στα πολιτικά κόμματα. Είναι ένας αντικοινωνικός τρόπος για να γίνεις κοινωνικός. Ο καθένας έχει κλειστεί στο δικό του περιβάλλον με τους φίλους του στο Facebook, ο ένας υμνεί τον άλλο. Η τελευταία εποχή που υπήρχε ένα ισχυρό, κοινό «θέλω» ήταν η εποχή του ΠΑΣΟΚ, όπου ήταν σαφές το πού ήθελε η κοινωνία να πάει. Φέτος έβλεπα τους αγρότες που κατέβαιναν με τα τρακτέρ και συγκινήθηκα, σχεδόν έβαλα τα κλάματα. Μου θύμισε την αίσθηση της αλληλεγγύης που υπήρχε σε εποχές άλλες. 

Σε φοβίζει το τεχνολογικό χάσμα με την επόμενη γενιά;   

Όχι, όμως θυμάμαι το πρώτο σοκ που έπαθα στα σαράντα κάτι μου, όταν βρέθηκα μπροστά σε μια συζήτηση δεκαπεντάχρονων σε ένα μεταφορικό μέσο. Ένιωθα ότι ακούω ογδοντάχρονους. Αυτή η γενιά δεν ξέρω αν έχει το δικαίωμα στην ανεμελιά, στο λάθος, στην μπούρδα. Είναι σαν να γεννιούνται πολύ ώριμοι, σαν να έχουν κάνει σκιπ μια ηλικία που είναι χρήσιμη λόγω της ανοησίας της. Είναι λίγο μικροί γέροι.

Γνωρίζεις ποτέ ανθρώπους που περιμένουν να τους κάνεις να γελάσουν;

Το πέρασα μια εποχή. Μια φορά ήμουν στο νοσοκομείο, έπρεπε να κάνω κάτι μεγάλες ενέσεις πηχτές, που πονάνε πολύ. Και έρχονται δύο νοσοκόμες και λένε: «Α, δεν είναι τόσο αστεία». Την ώρα που ούρλιαζα. Ήταν για μένα, πώς να σ’ το πω, πολύ παραβιαστικό. Αλλά με τα χρόνια έχει καταλαγιάσει. 

Μια κοπέλα μού έγραψε να σε ρωτήσω εάν σήμερα, με αυτά που συμβαίνουν, θα έμπαινες στον χώρο της υποκριτικής αν ξεκινούσες. 

Τώρα; Ναι, βέβαια. Ο χώρος της υποκριτικής ήταν πάντα πολύ δύσκολος. Μπορώ να σου πω ότι ήταν και δυσκολότερος τα χρόνια που μπήκαμε εμείς. Τα πρώτα δέκα χρόνια έπρεπε να μην αμείβεσαι ή να υποαμείβεσαι, να περνάς καψόνια. Ο σκηνοθέτης να σου συμπεριφέρεται σαν να είσαι σκουπίδι. Αμφισβητούσαν πολύ την αξιοπρέπειά σου. Δεν είναι τυχαίο όλο αυτό το ξέσπασμα που έγινε με το #ΜeΤoo. Μάλλον καλύτερα τα βρίσκω τα πράγματα τώρα. 

Εσύ βρίσκεις εύκολα συνεργάτες;

Όταν δω ότι μου κάνουν, θα τους κυνηγήσω πολύ, γιατί, όσο και αν σου φανεί περίεργο, τα όχι που τρώω είναι πολύ περισσότερα από τα ναι.

Γιατί;

Ζούμε αυτή την εποχή του μεγάλου εγωισμού σε αυτή τη δουλειά. Δεν βρίσκεις ανθρώπους εύκολα να συνοδοιπορήσετε στο ίδιο όνειρο, γιατί ο καθένας έχει το δικό του, ακόμα και όταν δεν έχει. Έχει το δικό του εγώ. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις ανθρώπους που να είστε για τον ίδιο λόγο εκεί.

Να κλείσω με κάτι πιο ανάλαφρο: Παίζεις ακόμα μπιρίμπα; 

Παίζω σαν παλαβή, αλλά, γαμώτο, δεν έχω παρεάκι. Σας παρακαλώ πάρα πολύ, εάν είστε τρεις και σας λείπει ο τέταρτος, πάρτε με ένα τηλέφωνο, γιατί εγώ δεν κοιμάμαι και τα βράδια εύκολα. Από το να σαπίζω προσπαθώντας να κοιμηθώ, σας παρακαλώ πάρτε με ένα τηλέφωνο! Αυτό μπορείς να βάλεις και τίτλο. Κάνω δημόσια έκκληση. Δίνω και το τηλέφωνό μου, θα σας πάρω όλους, που λέω και στο έργο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή