Εθισμένες ταξιδιώτισσες στην ορεινή Κορινθία

Εθισμένες ταξιδιώτισσες στην ορεινή Κορινθία

Τσουκαρέλα, Ρόσα και Τζίνα, μια μαμά και οι δύο κόρες της, ζουν κάθε μήνα τις δικές τους ταξιδιωτικές περιπέτειες σε βουνά και θάλασσες.

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ήταν μεσημέρι Κυριακής κοντά στην Πρωτοχρονιά. «Λέω να πάω μια βόλτα», είπα κάπως γενικόλογα, έχοντας ανοίξει ήδη την εξώπορτα. «Πού πας; Μάσκα πάρε…» μου φώναξε η Ρόσα, ενώ η Τζίνα ήδη την τραβολογούσε να παίξουν playmobil. Ξεγλίστρησα χωρίς πολλά πολλά. Μέρες τώρα ονειρευόμουν να ταξιδέψω και ο πιο «νόμιμος» προορισμός που μπορούσα να σκεφτώ ήταν τα διόδια στο Καπανδρίτι (με άσο στο μανίκι την Πάρνηθα με κωδικό 6). 

Είχε ήλιο, αλλά κρύο, κι όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η Εθνική ήταν όλη δική μου. Λίγο μετά τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης, το αυτοκίνητο αφηνίασε: «Πάτα με, να ξεμπουκώσω!». Τέρμα γκάζι, κατέβασα το παράθυρο να γεμίσω τα πνευμόνια μου με μυρωδιά Εθνικής, τσίτωσα και τη μουσική και, όπως ξελαρυγγιαζόμουν σε πλήρη ταύτιση με τον Marian Gold στο «One Step Behind You»*, σχεδόν το πίστεψα. Είχα φύγει για ένα road trip στο πουθενά, εγώ, μόνη μου, σε έναν κόσμο άδειο. Και θα μπορούσα ίσως και να το κάνω, εάν στα διόδια δεν αναβόσβηναν μανιασμένα οι οθόνες «μένουμε ασφαλείς» και στο διπλανό κάθισμα δεν μου «χαμογελούσαν» ειρωνικά χειρουργικό γάντι, μάσκα και δισκάκι με τα ψιλά. Έκλεισα τη μουσική, πλήρωσα και στην έξοδο της Μαλακάσας έκανα αναστροφή. 

Εθισμένες ταξιδιώτισσες στην ορεινή Κορινθία-1

Τον Μάρτη, η αυτοκινητάδα στην Εθνική μού είχε γίνει πια εβδομαδιαία συνήθεια, αλλά η «δόση» δεν ήταν πια αρκετή για να με ανακουφίσει από το σύνδρομο ταξιδιωτικής στέρησης. Δεν ήμουν η μόνη που υπέφερε. Το πρόβλημα ήταν οικογενειακό. Η Τζίνα είχε καταλάβει το μπάνιο για διακοπές στη Χαβάη με κρουαζιερόπλοιο playmobil, η Ρόσα είχε μετατρέψει τους καναπέδες του σαλονιού σε ελεύθερο κάμπινγκ στη λίμνη Τσιβλού, ενώ τον τελευταίο καιρό παιδικά τροχόσπιτα-μινιατούρες αλώνιζαν σε όλο το σπίτι. Κάθε μέρα κι άλλος προορισμός, κάθε μέτρο και ένα «δόκανο» στην ασφαλή διέλευση ενηλίκων.

Γνήσια Ελληνίδα, που αρέσκεται στην ερμηνεία και όχι στην εφαρμογή των νόμων, έπεισα τον εαυτό μου πως μια αυστηρά οικογενειακή εκδρομή δεν θα έβλαπτε κανέναν. Πέταξα την ιδέα να δω πώς θα αντιδράσουν. «Λοιπόν, κορίτσια, τι λέτε το Σάββατο να πάμε στο βουνό;» τις ρώτησα μια Δευτέρα βράδυ, καθώς έτρωγαν. Το φαγητό έμεινε στη μέση. Χοροπηδούσαν. Αγκαλιάζονταν. Φιλιόντουσαν. Ούρλιαζαν. «Ναι!!! Πάμε στο βουνό!» Το πανηγύρι διέκοψε η πάντα μετρημένη Ρόσα. «Και πώς θα γίνει αυτό; Απαγορεύεται. Θα μας πιάσει η αστυνομία και θα κολλήσουμε κορωνοϊό. Εγώ δεν πάω πουθενά». Πέσαμε για ύπνο χωρίς άλλες κουβέντες. 

Η φωνή της λογικής ενός δεκάχρονου κοριτσιού με κράτησε αρκετές νύχτες άυπνη, όχι τόσο για να το ξανασκεφτώ, όσο για να το σχεδιάσω καλύτερα. Έπρεπε να βρω τον σωστό προορισμό. Χρειαζόμασταν ένα εύκολο χιονισμένο βουνό, σε κοντινή απόσταση από την Αθήνα, που θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε την κορυφή, δεν θα ήταν επικίνδυνο για παιδιά και κυρίως δεν θα συναντούσαμε άνθρωπο. Και να το! Η Ντουρντουβάνα*.

Εθισμένες ταξιδιώτισσες στην ορεινή Κορινθία-2

Ξεκινήσαμε Σάββατο ξημερώματα. Για δύο ώρες δεν ακούστηκε λέξη. Τρία ζευγάρια γουρλωμένα μάτια παρακολουθούσαν τα χιλιόμετρα να διαδέχονται το ένα μετά το άλλο και τους δειγματοληπτικούς ελέγχους να μας παρακάμπτουν. Μόλις στρίψαμε στον κόμβο Κιάτου, βγήκα στην άκρη. Τίποτε από το «η χαρά είναι το ταξίδι» δεν θύμιζε όλο αυτό. Γύρισα πίσω και τις είδα να με κοιτάνε παγωμένες. «Τη γλιτώσαμε;» ρώτησε η Ρόσα. «Έτσι φαίνεται», της απάντησα και αναστενάξαμε ανακουφισμένες. Στα επόμενα χιλιόμετρα διαπίστωσα ότι και η Τζίνα είχε χαλαρώσει επιστρέφοντας στον εαυτό της: «πεινάω», «κατουριέμαι», «Burger project ξανά το 5*», «πότε φτάνουμε;».

Ήταν συγκινητική η ύπαιθρος που τόσο καιρό είχα να δω. Οι αγρότες στα χωράφια και οι εργάτες στον αμπελώνα δούλευαν σκληρά. Στη Στυμφαλία είχε απλωθεί μια «κινηματογραφική» ομίχλη. Βγήκαμε έξω, να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας παγωμένο αέρα. Τόσες φορές είχα περάσει από αυτά τα μέρη, όλες τις εποχές του χρόνου, κι όμως τώρα έβλεπα σε κάθε στροφή και κάθε χιλιόμετρο όψεις που δεν είχα ξαναδεί. Κι όταν περάσαμε από την ταβέρνα Τρίκρηνα*, νοστάλγησα τα μακρόσυρτα φαγοπότια με φίλους – χειμώνα στη σάλα και καλοκαίρι στην αυλή.

Εθισμένες ταξιδιώτισσες στην ορεινή Κορινθία-3

Το βουνό μάς χαρίστηκε. Χαμηλά τα χιόνια είχαν λιώσει κι έτσι ανεβήκαμε μέχρι το διάσελο του Κυνηγού, απολαμβάνοντας από ψηλά τη θέα στη λίμνη Δόξα. Τo χιόνι ήταν μαλακό. Το βήμα μας απρόσμενα γρήγορο. Μόνο κάθε τρεις και λίγο μάζευα την Τζίνα, που γλιστρούσε σε παγωμένα σημεία. «Τι ταξίδι είναι αυτό χωρίς φίλους; Σαν το σπίτι είναι που κυνηγάς από πίσω τη μικρή. Έλεος πια αυτός ο κορωνοϊός», γκρίνιαζε η Ρόσα. «Μα απαγορεύονται οι επαφές», είπα αυθόρμητα. «Ενώ να φεύγουμε από την Αθήνα και να την κυνηγάς στους πάγους επιτρέπεται!», φουρκίστηκε κι εκείνη.

Ανεβήκαμε ψηλότερα μέχρι τα «γυμνά». Από εδώ και πέρα το πεδίο δεν ήταν για τη δική μας παρέα. Βρήκαμε μια παγωμένη πλαγιά για χιονοτσουλήθρες κι ένα ιδανικό πεσμένο δέντρο-παγκάκι για να φάμε το μεσημεριανό που είχαμε φέρει από το σπίτι. Ξάπλωσα στον κορμό και ρούφηξα «φύση»: ήλιο, άρωμα ελάτου, κελαηδίσματα. Η Τζίνα είχε ξαπλώσει πάνω μου και σιγοντάριζε τα πουλιά στο τραγούδι. Η Ρόσα είχε βγάλει από την τσάντα της ένα «πεντάκιλο» βιβλίο «Χάρι Πότερ» και με το ραβδί της έκανε μαγικά ξόρκια στα δέντρα. 

Ήταν μια κάψουλα από ευεργετικές στιγμές μέσα στον άχρονο εγκλεισμό. Το στρες της μετακίνησης δεν άφησε ούτε μισό κουράγιο για σπάσιμο της καραντίνας. Εγώ σταμάτησα τα πέρα δώθε στα διόδια και εκείνες τα σούρτα φέρτα με τα τροχόσπιτα. Παροπλιστήκαμε. Για λίγο. Μέχρι που έλαβα πριν από λίγες μέρες ένα SMS που με έριξε και πάλι με κέφι στον δρόμο: «Τσουκαρέλα**, τσέκαρε expedia: εξωτικά εισιτήρια μόνο με 200 ευρώ!».

INFO 

• Η Ντουρντουβάνα απέχει από την Αθήνα 153 χλμ. (2 ώρες και 30΄), μέσω της εθνικής οδού Αθηνών-Πατρών (κόμβος Κιάτου). Σε 33 χλμ. μετά τη Στυμφαλία, ακολουθώντας τις ταμπέλες προς Φενεό, φτάνετε στη λίμνη Δόξα και στη συνέχεια επιλέγετε την ανάβαση σας αναλόγως την εποχή. Μια εύκολη και συντομότερη πρόσβαση στην κορυφή ξεκινάει από το διάσελο του Κυνηγού. 
• Ο χάρτης «Χελμός» (1:30.000) της Ανάβασης και του topoguide.gr περιέχει όλα τα στοιχεία πρόσβασης και ανάβασης στην Ντουρντουβάνα.
• Η συλλογή «Once upon a Time» του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου περιλαμβάνει το «One step behind you» του Marian Gold. 
• To νούμερο 5 είναι το «Βρουμ και μπιμ μπιπ» από το CD με παιδικά τραγούδια των Burger Project «Μουσική και φίλοι». 
• Η ταβέρνα Τρίκρηνα (τηλ. 27470-41033) στο Μεσινό είναι ασυναγώνιστη στις χειροποίητες πίτες με χόρτα βουνού και στα ντόπια κρέατα παραγωγής τους. 

Εθισμένες ταξιδιώτισσες στην ορεινή Κορινθία-4
© ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Τσούκα στη γλώσσα των Βλάχων της Ηπείρου σημαίνει κορυφή. Η Τσουκαρέλα (2.295 μ.), η Τσούκα Ρόσα (1.987 μ.) και η Τσούκα Τζίνα (1.833 μ.) είναι τρεις κορυφές των βουνών της Πίνδου με βοσκότοπους, ορεινές διαδρομές και περιπάτους που αξίζει κανείς να ανακαλύψει.  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή