Όσα νόμιζα πως χρειαζόμουν για να ταξιδέψω στη Βοστώνη

Όσα νόμιζα πως χρειαζόμουν για να ταξιδέψω στη Βοστώνη

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Τζίνα έχει καθίσει στην άκρη του κρεβατιού και ζωγραφίζει πυρετωδώς. Με την άκρη του ματιού της με παρακολουθεί να ετοιμάζω τη βαλίτσα. «Κανένα κουκλάκι δεν θα πάρεις μαζί σου;» με ρωτάει σαν να είμαστε συνομήλικες. «Τι κουκλάκι; Δεν έχω κουκλάκι. Εσύ, αν μπορείς, να μου δώσεις ένα», της απαντάω. «Δεν γίνεται, θα το χάσεις», μου λέει κι εκείνη αυστηρά, αντιγράφοντας τον τόνο της φωνής μου όποτε φεύγουμε ταξίδι και την προτρέπω να μην πάρει το μισό δωμάτιο μαζί της.

Την ίδια ώρα πετάω μέσα στη βαλίτσα ένα μπουκαλάκι ελαιόλαδο, μία μαξιλαροθήκη και ένα κουτί οδοντογλυφίδες. «Αυτά είναι τα δικά σου κουκλάκια, Τσουκαρέλα», μονολογώ. Ποτέ δεν φεύγω από την Ελλάδα χωρίς αυτά τα τρία πράγματα. Δεν θέλει καμιά τρομερή ανάλυση. Μαξιλαροθήκη γιατί θέλω να κοιμάμαι σε οικεία μυρωδιά, οδοντογλυφίδες γιατί δεν υπάρχουν καλύτερες από τις ελληνικές και λάδι γιατί καμία διεθνής σάλτσα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αγνό παρθένο προϊόν της πατρίδας μας. Φουσκώνω τη βαλίτσα λίγο παραπάνω ρίχνοντας μέσα κι ένα μπρίκι για ελληνικό καφέ, ενώ η Τζίνα συνεχίζει κι αυτή να βάζει μέσα κάθε ζωγραφιά που ολοκληρώνει. Μέσα στο χάος με τα πράγματα εμφανίζεται και η Ρόσα, η οποία επιμένει να της πω ποιο είναι το αγαπημένο μου ζώο. «Ουφ, άσε με τώρα, δεν ξέρω. Οι κατσίκες», λέω αυθόρμητα προσπαθώντας να την ξεφορτωθώ. Πολλά νεύρα έχω όταν ετοιμάζω βαλίτσες. Αλλά και ποιος δεν φοβάται το άγνωστο. 

Ο ίδιος ο Φρόιντ εξομολογήθηκε στα γράμματά του ότι φοβόταν τα ταξίδια, αποκάλεσε μάλιστα αυτού του είδους το άγχος «reiseangst», που ως διεθνής ιατρικός όρος σήμερα αποδίδεται ως «οδοφοβία» (hodophobia). Είναι το άγχος που προκαλείται όταν είσαι μακριά από το σπίτι σου, ο φόβος πως κάτι άσχημο θα συμβεί όταν βρίσκεσαι μακριά, η εφίδρωση και η ταχυπαλμία που παθαίνεις όταν μπαίνεις στο αεροπλάνο. Από την πλευρά του, ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ έγραψε σε ένα από τα «Τετράδιά» του (ή «Σημειωματάρια») πως ακριβώς αυτός ο φόβος είναι και ο μοναδικός λόγος για να ταξιδεύεις. «Αυτό που δίνει αξία στα ταξίδια είναι ο φόβος. Είναι το γεγονός ότι κάποια στιγμή, όταν είμαστε τόσο μακριά από τη χώρα μας […] μας κυριεύει ένας αόριστος φόβος και μια ενστικτώδης επιθυμία να επιστρέψουμε στην προστασία των παλιών συνηθειών […] γι’ αυτό δεν πρέπει να λέμε ότι ταξιδεύουμε για ευχαρίστηση. Δεν υπάρχει ευχαρίστηση στο ταξίδι, το βλέπω περισσότερο ως την αφορμή μιας πνευματικής δοκιμασίας…» 

Δεν υπάρχει στ’ αλήθεια μία συνταγή επιτυχίας για να αντιμετωπίσεις το άγνωστο. Άλλοι νιώθουν ασφάλεια παίρνοντας μαζί τους όλο το βιος τους. Κι άλλοι δεν παίρνουν σχεδόν τίποτα. Ένα ζευγάρι φίλοι δεν πήγαιναν πουθενά διακοπές χωρίς την καφετιέρα. Στην ίδια παρέα ένα δεύτερο ζευγάρι δεν έπαιρνε μαζί του σχεδόν τίποτα. Σήμερα, εδώ μπροστά στη βαλίτσα, που όσο πάει και φουσκώνει, συνειδητοποιώ ότι και οι δύο (ακραίες) περιπτώσεις επιδίωκαν ακριβώς το ίδιο: να διασφαλίσουν μια οικειότητα με το άγνωστο. Ο ένας είχε γνωρίσει τους μισούς ντόπιους αναζητώντας ό,τι χρειαζόταν: από μαγιό μέχρι οδοντόκρεμα. Ο άλλος, ενώ παραδόξως φαινόταν εσωστρεφής, με τον δικό του τρόπο κατόρθωνε να φέρνει στο δωμάτιό του κάθε πρωί όχι μόνο την παρέα για τον πρώτο καφέ της μέρας, αλλά και τους ντόπιους που αναγνώριζαν την ποιότητα της περίφημης καφετιέρας. 

Όσα νόμιζα πως χρειαζόμουν για να ταξιδέψω στη Βοστώνη-1

Μπήκα στο αεροπλάνο με την αυτοπεποίθηση της εξερευνήτριας, ενώ μέσα μου λιποψυχούσα, επαναλαμβάνοντας σαν μάντρα τον Χριστόφορο Κολόμβο: «Ποτέ δεν θα μπορέσεις να περάσεις τον ωκεανό, εάν δεν χάσεις από τα μάτια σου τη στεριά». Για ώρες το ένα μάτι μου παρακολουθούσε το μικροσκοπικό αεροπλανάκι να προχωράει μέσα στο απέραντο γαλάζιο της οθόνης στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος, ενώ το άλλο υπνωτιζόταν με το τέταρτο επεισόδιο κάποιας διαδικτυακής σειράς (αδύνατον να θυμηθώ ποια ήταν). Μόλις είδα στον ορίζοντα τις ανατολικές ακτές της Αμερικής, βρήκα την ανάσα μου.
 
Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά –από τα πιστοποιητικά Covid-19, την πτήση ανταπόκρισης και τη βίζα– δεν πήγε τελικά. Όλα λειτούργησαν ρολόι. Μόνο το δικό μου εσωτερικό έχει χαλάσει. Είμαι άυπνη κι εδώ στη Βοστώνη που έφτασα –λόγω της διαφοράς επτά ωρών πίσω–, ζω μια μέρα που θα διαρκέσει 31 ώρες αντί για 24. Είναι μόλις πέντε το απόγευμα και πρέπει να αγωνιστώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, εάν θέλω να ξεπεράσω γρήγορα το τζετ λαγκ. Ας είναι καλά το διαδίκτυο, η επαφή με όλο τον πλανήτη είναι μόνο ένα κλικ μακριά. Η Τζίνα και η Ρόσα μού έχουν στείλει φωτογραφίες με τις θέσεις του αεροπλάνου στην εφαρμογή Flightradar24 από όλα τα μέρη που έχουμε ταξιδέψει μαζί. Τους στέλνω κι εγώ μια selfie, υποκρινόμενη πως κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά με τις περίφημες οδοντογλυφίδες μου. Νιώθω πως είμαι εκεί κοντά τους και διασκεδάζουμε με το ταξίδι κάποιου τρίτου. Έτσι είναι με τα παιδιά, ακόμα και από μακριά, το ταξίδι πρέπει να το ζείτε μαζί. 

Κοντοστέκομαι στο παράθυρο. Χιονίζει αχνά. Έξω απλώνεται ο ουρανός της Μασαχουσέτης. Φανταχτερά γαλάζιος και στο βάθος ένα φως πορτοκαλί αποκαλύπτει πως η νύχτα πλησιάζει. Δεν είναι όλοι οι ουρανοί ίδιοι. Αφήνω για λίγο τη θέα. Ετοιμάζω το κρεβάτι. Βγάζω τη μαξιλαροθήκη. Από μέσα πέφτει ένα πλαστικό κατσικάκι. Αφού είπα πως είναι το αγαπημένο μου ζώο, το παίρνω και το βάζω στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με το ελαιόλαδο και τις οδοντογλυφίδες. Κολλάω τις ζωγραφιές της Τζίνας στον τοίχο. Ξαναρίχνω μια ματιά στα όπλα μου απέναντι στον απροσδιόριστο εχθρό. Με κάνουν να νιώθω κάπως δυνατή. Στέκομαι και πάλι στο παράθυρο. Να συνηθίσω τον ήλιο να δύει στον ξένο ουρανό.

* «Τσούκα» στη γλώσσα των Βλάχων της Ηπείρου σημαίνει «κορυφή». Η Τσουκαρέλα (2.295 μ.), η Τσούκα Ρόσα (1.987 μ.) και η Τσούκα Τζίνα (1.833 μ.) είναι τρεις κορυφές των βουνών της Πίνδου με βοσκότοπους, ορεινές διαδρομές και περιπάτους που αξίζει κανείς να ανακαλύψει. 

Όσα νόμιζα πως χρειαζόμουν για να ταξιδέψω στη Βοστώνη-2
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

⬤ Με μια πρόχειρη αναζήτηση στο Ίντερνετ (η αλήθεια είναι περισσότερο στην αγγλική γλώσσα) βρίσκει κανείς δεκάδες ιστοσελίδες που δίνουν πρακτικές συμβουλές για να αντιμετωπίσει τον φόβο του ταξιδιού. Ιδιαίτερα μετά την έλευση του κορωνοϊού, ο φόβος έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Διαφορετικές αμερικανικές επιστημονικές έρευνες συγκλίνουν στο ότι το 25-40% του πληθυσμού υποφέρει από στρες που σχετίζεται με τα ταξίδια. 
⬤ Από όσα διάβασα, κράτησα πως ο φόβος του ταξιδιού είναι συνδεδεμένος με ψυχολογικές δυσκολίες που εμφανίζονται συχνά στη ζωή μας. Η προοπτική όμως της μετακίνησης μετατρέπει τη φοβία σε κάτι μη διαχειρίσιμο. Ίσως λοιπόν η λύση δεν είναι να βρει κανείς γνωμικά επιτυχίας, όπως «Ταξίδεψε τώρα, ζεις μόνο μία φορά», αλλά να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει αυτό που τον δυσκολεύει και στην καθημερινότητά του.
⬤ Ανακάλυψα –ή για την ακρίβεια επιβεβαίωσα– ότι στη Βοστώνη τα ασιατικά σούπερ μάρκετ έχουν καλύτερες οδοντογλυφίδες από τις ελληνικές. Επίσης, διατίθεται σε λογικές τιμές μια μεγάλη γκάμα μεσογειακών ελαιολάδων που μπορούν να ελαφρύνουν τη βαλίτσα, ενώ τα πολύ καλά φρέσκα προϊόντα από τον νότο της Αμερικής και της Ευρώπης, που βρίσκει κανείς μεταξύ άλλων στην (ελληνικής καταγωγής) αλυσίδα Basket Market, λειτουργούν απόλυτα παρηγορητικά για όσους εμμένουν στις ελληνικές γεύσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή