Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο

Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο

Ζήσαμε την καθημερινότητα ενός αλιέα του μόλου της Καλαμάτας, με αφορμή μια πρωινή εξόρμηση για σαφρίδια και μπακαλιάρους.

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις έξι το πρωί ένα ποδήλατο αράζει στον μόλο, δίπλα στο ξενοδοχείο Πανελλήνιο. Δεν έχει ξημερώσει. Οι δρόμοι είναι άδειοι, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, μηχανάκια ή πεζοί. Οι γάτες κοιμούνται πάνω σε καπό ή σέλες. Ο ποδηλάτης με το καπέλο του μπέιζμπολ κινείται προς το μοναδικό καφέ της Καλαμάτας που ανοίγει πριν από την ανατολή του ήλιου. Μπαίνει μέσα και περιμένει να ζεσταθεί η μηχανή του εσπρέσο. Δεν έχει ψιλά, πληρώνει με χαρτονόμισμα, παίρνει τα ρέστα μαζί και τον καφέ, βγαίνει στον δρόμο και προχωράει πίσω προς τον μόλο. Πηδάει στο δεκάμετρο αλιευτικό «Γιώργος-Δημήτρης», που πήρε τα ονόματα του πατέρα και του αδελφού του, και με οδηγό το φανάρι των Κιτριών αρμενίζει προς Μάνη μεριά για ψάρεμα μπακαλιάρου, φιλοξενώντας κι εμάς μαζί σε μια τρίωρη περιήγηση στον Μεσσηνιακό Κόλπο.

Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο-1
Ξημέρωμα στον Μεσσηνιακό Κόλπο. Με οδηγό το φανάρι των Κιτριών, κατευθυνόμαστε προς το σημείο που έχουμε ρίξει τα δίχτυα.  

Με τον Νίκο Κακάρογλου γνωριζόμαστε στην πραγματικότητα μέσα στο σκάφος, όταν αφήνουμε πίσω μας την Καλαμάτα, με τις ψηλές και λίγο άχαρες πολυκατοικίες της παραλίας, και ανοιγόμαστε στον κόλπο με θέα τα μεσσηνιακά βουνά, το Καλάθι από τη μία και το όρος Λυκόδημος από την άλλη. Πλέουμε αργά, με σκάρτα τρία μποφόρ αέρα και με το ραδιόφωνο στην καμπίνα να παίζει αδελφούς Κατσιμίχα. Μετά από μισή ώρα εν πλω, όταν ο ήλιος δεν έχει ακόμα σκάσει μύτη, με αποτέλεσμα νερό και ορίζοντας να έχουν το ίδιο ασημένιο χρώμα, έχουμε μάθει τα βασικά για την καθημερινότητα ενός αλιέα του Μεσσηνιακού Κόλπου, ο οποίος, όπως και οι συνάδελφοί του, επιμένει σε ένα επάγγελμα που προσδίδει υπεραξία στην Καλαμάτα. Σε μια εποχή που η ποιότητα και η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων είναι ζητούμενα, δεν είναι μικρό πράγμα μια τουριστική πόλη της νότιας Ευρώπης να έχει ζωντανό πρωτογενή τομέα και δικούς της αλιείς. 

Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο-2
Ο Άγιος Νικόλαος, σύντροφος και προστάτης των ναυτικών και των ψαράδων. 

Ψαράς τρίτης γενιάς, ο Νίκος έχει καταγωγή από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, αλλά μεγάλωσε στο κέντρο της Καλαμάτας, «στην οδό Πινδάρου, ανάμεσα στην πλατεία και την παραλία». Πρωτοέμαθε να ψαρεύει στα τέλη του Δημοτικού μαζί με τον πατέρα του. «Επαγγελματικά ξεκίνησα να ασχολούμαι με το ψάρεμα 19 χρονών, όταν γύρισα από τον στρατό», δηλαδή πριν από 25 χρόνια. Έχει δύο αλιευτικά, ένα με δίχτυα-παραγάδια για γιαλό κι ένα ακόμη, με τα ίδια εργαλεία, αλλά πιο μεγάλο σε μέγεθος, το «Γιώργος-Δημήτρης», με το οποίο κινούμαστε προς τη Μεσσηνιακή Μάνη και τις Κιτριές, ενώ διακρίνουμε το Πεταλίδι και τον Άγιο Ανδρέα στην απέναντι πλευρά του Μεσσηνιακού Κόλπου. Κάποια στιγμή φτάνουμε στο σημείο όπου έχει ρίξει δυόμισι χιλιόμετρα δίχτυα και τότε ξεκινάει το σήκωμα με το βίντσι, ενώ ταυτόχρονα το σκάφος μετακινείται με πολύ αργή ταχύτητα. Ο Νίκος μαζεύει και τακτοποιεί σχολαστικά πάνω στο κατάστρωμα τα δίχτυα που έχει αρματώσει μόνος του, από νήματα που κατασκευάζονται στην Ταϊβάν και πωλούνται στην Ελλάδα μέσω Κομοτηνής. Παραγωγή στην Ασία, εμπορία στη Θράκη, χρήση στον Μεσσηνιακό Κόλπο, αυτή είναι η γεωγραφική πορεία που ακολουθούν τα αλιευτικά εργαλεία τον 21ο αιώνα. «Δίχτυα από ακριβές αγορές, όπως της Οσάκα, αντέχουν και ψαρεύουν πολύ καλύτερα, όμως σταμάτησαν να έρχονται, γιατί ο Έλληνας παράκτιος δεν μπορεί να τα πληρώσει», με αποτέλεσμα να κυριαρχούν στην αγορά φθηνότερα προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας. 

Η ώρα περνάει. Τα χιλιόμετρα διχτυών που μέχρι πριν από λίγη από ώρα ήταν βυθισμένα 120 οργιές μέσα στη θάλασσα, βρίσκονται πια μέσα στο σκάφος. Η ψαριά της ημέρας περιλαμβάνει σαφρίδια και μπακαλιαράκια, που επιπλέουν σε ένα φελιζόλ δοχείο με νερό. Φίλος του ψαριού, ο Νίκος αγαπάει το μπαρμπούνι και τρελαίνεται για την ψαρόσουπα. «Εμείς στο σπίτι κάνουμε δύο ειδών ψαρόσουπες, η μία είναι για τα παιδιά, οπότε βάζουμε και λίγο ρυζάκι μέσα, και η άλλη είναι καθαρά για τη γυναίκα μου κι εμένα, που έχει μόνο πατάτα, σέλινο, καρότο και τέρμα. Βάζουμε ένα με δύο ψάρια τύπου μπακαλιάρου και όλα τα άλλα είναι χάννοι και σκορπίδια του τάλιρου». 

Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο-3
Φρέσκο ψάρι μπλεγμένο ακόμα στα δίχτυα, τα οποία ο Νίκος έχει αρματώσει μόνος του με απλά και μεταξωτά νήματα. 

Πίσω στον μόλο

Με τη συζήτηση για την οικογένειά του, τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά («δευτέρα Γυμνασίου ο Δημήτρης, έκτη Δημοτικού η Αγγελική»), γυρίζουμε πίσω στην Καλαμάτα. Με το που πιάνουμε στεριά, ανοίγουν οι ουρανοί και από τα σύννεφα που προϋπήρχαν πάνω από το κεφάλι μας ξεσπά μια άνευ προηγουμένου τροπική καταιγίδα, με χαλάζι που χτυπάει κατευθείαν στο πρόσωπο. Επί δέκα λεπτά ο μόλος βάλλεται από έντονα καιρικά φαινόμενα κι ύστερα, το ίδιο ξαφνικά όπως ξεκίνησε, η μπόρα ολοκληρώνει τον κύκλο της και βγαίνει ο ήλιος. Κάπου εδώ ξεκινάει το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της δουλειάς των ψαράδων του μόλου («έντεκα τον αριθμό, σου βάζω κι έναν παραπάνω, γύρω στην ντουζίνα είμαστε»). 

Το καΐκι «Γιώργος-Δημήτρης» αράζει δίπλα σε ένα δυο ακόμα αλιευτικά που έχουν γυρίσει από ψάρεμα. Ο Νίκος βάζει τα ψάρια σε ξύλινα τελάρα, τα τοποθετεί σε περίοπτη θέση στο σκάφος και περιμένει. Πλησιάζει ένας συγγενής του, ο οποίος, ανάμεσα στα έξαλλα από χαρά γατιά που ξέρουν ότι έχει έρθει η ώρα για μεζέ, αρχίζει να διαλαλεί το εμπόρευμα. «Και σαφρίδια έχουμε, και μπακαλιάρους έχουμε, όλα φρέσκα», φωνάζει, ενώ οι πελάτες αρχίζουν να πλησιάζουν.

Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο-4
Από την παραγωγή στην κατανάλωση: Με το που επιστρέφουν στον μόλο, οι αλιείς πουλάνε απευθείας τα ψάρια στους πελάτες. 

Καλαματιανοί νοικοκύρηδες, άνδρες στην πλειονότητά τους, έρχονται, ρίχνουν μια ματιά στα τελάρα, τσεκάρουν την ψαριά, πάνε στο διπλανό καΐκι, συγκρίνουν είδη, μεγέθη, ανάλογα με τα γούστα της οικογένειας σε ψαροφαγία, και αποφασίζουν να αγοράσουν ή να μην αγοράσουν την πρώτη ύλη για το μεσημεριανό τους. Κατά προσέγγιση, τα άσπρα σαφρίδια κοστίζουν 7-8 ευρώ το κιλό, 15 τα μικρά μπακαλιαράκια, 18 τα μεγάλα. «Οι άνθρωποι κατεβαίνουν στο λιμάνι με τη λογική να αγοράσουν φρέσκο ψάρι. Αν δεν βρουν μπακαλιάρο για την ψαρόσουπα, θα πάρουν καπόνι, χάννο ή σκορπίδι», εξηγεί ο Νίκος, σκιαγραφώντας το προφίλ του σταθερού πελάτη που στηρίζει με τις αγορές του την αλιεία μικρής κλίμακας στην Καλαμάτα. Και που παράλληλα συμμετέχει σε κάτι άλλο, πιο σπουδαίο και πιο μεγάλο: σε μια κοινότητα ανθρώπων που λειτουργεί «όπως η αγορά, με την έννοια που της έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ. Μαθαίνουμε τα πάντα, αναλύουμε τα πάντα, έχουμε άποψη για τα πάντα κι έτσι κυλάει η ζωή μας. Πράγμα που έχει ένα ενδιαφέρον, γιατί είσαι ενήμερος για όσα συμβαίνουν και παράλληλα οι συζητήσεις σού δίνουν τροφή για σκέψη. Δεν είναι άσχημο». 

Πράγματι, δεν ακούγεται άσχημο ως επαγγελματίας να προσπερνάς τα προβλήματα και να παραλληλίζεις την εργασιακή σου καθημερινότητα με την αγορά της αρχαίας Αθήνας. Να εργάζεσαι σε έναν ψαρότοπο όπως αυτός του Μεσσηνιακού Κόλπου, χωρίς καταφύγια για να γεννούν τα ψάρια και με τον καιρό να κάνει πολλές καλοσύνες, κάτι που αυξάνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους αλιείς, και παρ’ όλα αυτά να χαίρεσαι όταν βγαίνεις να ψαρέψεις. Να έχεις να αντιμετωπίσεις τις ζημιές από φώκιες και δελφίνια στα δίχτυα, τους περιορισμούς που επιβάλλει η εθνική και η ευρωπαϊκή νομοθεσία στον τρόπο ψαρέματος, την ακρίβεια, που αυξάνει το κόστος των εργαλείων και ταυτόχρονα κάνει πιο επιφυλακτικούς τους καταναλωτές, την ανασφάλεια του ελεύθερου επαγγελματία, που πρέπει να παλέψει και με τη βροχή και με τη γραφειοκρατία, και εντούτοις, μετά από 25 χρόνια, να συνεχίζεις να λες ότι «ρε παιδιά, αυτό που μου χαρίζει εμένα αυτή η δουλειά δεν μπορεί να μου το δώσει άλλη. Το ψάρεμα προσφέρει ελευθερία και τσαμπουκά μαζί. Όταν βγαίνεις με παλιόκαιρο έξω και επιστρέφεις στο λιμάνι, μπορεί να φιλάς τα τσιμέντα επειδή κατάφερες και γύρισες σώος, αλλά αυτό σου δίνει συγχρόνως ζωή και ενέργεια».

Αρματώσαμε δίχτυα και βγήκαμε για μπακαλιάρους στον Μεσσηνιακό κόλπο-5
Τα ιχθυοπωλεία της Κεντρικής Αγοράς προσφέρουν στους Καλαματιανούς ποικιλία αλιευμάτων. 

Ραντεβού στην Αγορά

Τα καΐκια του μόλου είναι θεσμός στην Καλαμάτα, με σήμα κατατεθέν το φρέσκο ψάρι και με τους αλιείς να αναπτύσσουν προσωπικές σχέσεις με τους πελάτες. Δεν είναι μόνο οι Καλαματιανοί καταναλωτές που κάνουν εδώ τις αγορές τους. Κάτοικοι χωριών της Μεσσηνίας ή ακόμα και Μεγαλοπολίτες από την Αρκαδία επιλέγουν τα καλαματιανά αλιευτικά για να προμηθευτούν φρέσκο ψάρι για το τραπέζι τους. Οι ψαράδες του μόλου, όμως, δεν μπορούν να προσφέρουν την ποικιλία στην οποία έχει συνηθίσει το σύγχρονο καταναλωτικό κοινό. Η Κεντρική Αγορά της Καλαμάτας με τα ιχθυοπωλεία της έρχεται να καλύψει αυτή την ανάγκη. Τα περισσότερα είναι ανοιχτά Τετάρτη και Σάββατο, αν και υπάρχουν ορισμένα που λειτουργούν καθημερινά. Τα δύο μεγάλα αλιευτικά της Καλαμάτας, ο «Μιχαήλ» του Ρεσβάνη και το «Μαράκι» του Μανωλέα, προμηθεύουν την Αγορά, που όμως ενισχύεται και με αλιεύματα από αγορές εκτός Καλαμάτας (Πάτρα, Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, Νέα Μηχανιώνα, Καβάλα). Γόπα, μπαρμπούνι, κουτσομούρα, βακαλάος, κολιός, μελανούρι, λαβράκι, λυθρίνι, μυλοκόπι, σαλάχι, τσιπούρα, γαρίδα, γαύρος, προσφυγάκι, σαρδέλα, χταπόδι είναι κάποια από τα ψάρια και θαλασσινά που θα βρει κανείς στους πάγκους της ιχθυαγοράς, με τη διακριτική ένδειξη «ντόπιο» όταν πρόκειται για τοπικό αλίευμα.  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή