Υποταγή σε ένα κούφιο κέλυφος

Υποταγή σε ένα κούφιο κέλυφος

Είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναφερθεί κανείς στις κριτικές που, κυριολεκτικά, υπέστη η ταινία «Don’t Look Up» (Netflix) και ν’ αφήσει στην άκρη τον σχολιασμό για την ταινία καθαυτή

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναφερθεί κανείς στις κριτικές που, κυριολεκτικά, υπέστη η ταινία «Don’t Look Up» (Netflix) και ν’ αφήσει στην άκρη τον σχολιασμό για την ταινία καθαυτή.

Τον σχολιασμό όχι μόνο από δημοσιογραφικά κανάλια αλλά από τις «χρηστηκές» (λεξιπλασία εκ του χρήστη και όχι του χρήσιμου) performance στα κοινωνικά δίκτυα, με τη ρομφαία του κοινού να κατακεραυνώνει τον σκηνοθέτη Ανταμ Μακέι αποδίδοντάς του ανώφελη σπατάλη του ταλαντούχου συνόλου των ηθοποιών, το οποίο ομολογουμένως είναι εντυπωσιακό: Μέριλ Στριπ, Λεονάρντο ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Κέιτ Μπλάνσετ και… το πανόραμα συνεχίζεται.

Οι κριτές τους αποδίδουν σπουδαίες ερμηνείες, ξεχνώντας ωστόσο ότι ο ηθοποιός δεν είναι σχεδόν τίποτα χωρίς τον σκηνοθέτη και ότι μεγάλο μέρος της σπουδαίας ερμηνείας κάθε ηθοποιού οφείλεται στην καθοδήγηση του εκάστοτε σκηνοθέτη.

Αλλά εάν υποκύπταμε στον πειρασμό θα εκφράζαμε ακριβώς αυτό που, κατά την ταπεινή μας άποψη (ως είθισται να λέμε και καθόλου να το εννοούμε), πραγματεύεται η ταινία: την επικυριαρχία κάθε είδους μέσου μαζικής επικοινωνίας (παλιό αυτό) και στη συνέχεια την επικυριαρχία των κοινωνικών δικτύων επί κάθε είδους MME. Aλλά και επί κάθε δημόσιου διαλόγου και πολιτικής, με το περιεχόμενο και το νόημα να ταυτίζονται με την ανταπόκριση που κερδίζουν στα κοινωνικά δίκτυα και τις ανάλογες μετρήσεις να υπαγορεύουν τα δέοντα σε δημόσιες πολιτικές, δημοσιογραφία, προσωπικά στάτους και σχέσεις, επιστημονικές αποφάσεις.

Κάτι σαν ολική υποχώρηση και υποταγή σε ένα κέλυφος κούφιο που, με δύναμη την ποσότητα και την αμεσότητα, διασχίζει τις ζωές των ανθρώπων και στο διάβα του αποσαθρώνει κάθε ουσία επιβάλλοντας έναν εξισωτισμό αξιών… προς τα κάτω. Θεσμοί, πρόσωπα, ρόλοι αντλούν από το κέλυφος και υποχωρούν μπροστά στις μετρήσεις του, ενστερνιζόμενοι τόσο τη δύναμή του, που μετατρέπονται οι ίδιοι σε μικρά κελύφη-ακόλουθους, σε εκφραστικές ρέπλικες του μέσου.

Οι κυβερνήσεις έχουν παραχωρήσει ύψιστες κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες στους κατέχοντες το μέσο και στους τεχνολογικούς κολοσσούς και έτσι στα χέρια τους πια, η ευθύνη μετατρέπεται σε δικαίωμα που εκφράζεται με πλήθος αυθαίρετων και ανεύθυνων ενεργειών.

Ακόμα και όταν το συμβόλαιο που εξασφαλίζουν αντικαθιστώντας την πολιτική εξουσία και το κοινωνικό κράτος αφορά τη σωτηρία του γήινου σύμπαντος. Εχοντας ενστερνιστεί τα δημιουργήματά τους ως τη μόνη πραγματικότητα, ως τη μοναδική εξέλιξη για το ανθρώπινο είδος απευθύνονται στον Επιστήμονα όχι οπωσδήποτε απαξιωτικά αλλά με βαθιά απορία και σχεδόν προσβεβλημένοι όταν αυτός διατυπώνει την ένστασή του για την ανάληψη της ύστατης κοινωνικής αποστολής από έναν επιχειρηματία.

Οι επιστήμονες ακολουθούν κατ’ αρχάς την οδό του «παλιού κόσμου». Απευθύνονται στα εθνικά επιστημονικά κέντρα για να ανακοινώσουν την ανακάλυψη και το επείγον του θέματος που είναι τραγικό και απλό: ένας τεράστιος κομήτης κατευθύνεται στη γη και θα γίνει η απόλυτη καταστροφή.

Κάτι πρέπει να γίνει. Αγγελιοφόροι ενός μηνύματος που κανείς δεν ακούει, που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αξιολογήσει με, αυτόνομη και μη υπαγορευμένη από το μέσο, σκέψη ή δεν μπορεί πια, δεν ξέρει πώς να το κάνει, δεν του περνάει από τον νου ότι πρέπει να το κάνει. Βρίσκονται μπροστά στην απαξίωση του νοήματος συναντώντας μόνο ανήμπορες νησίδες κατανόησης, καταβεβλημένες κι αυτές από τη σύγχρονη καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων.

Και ξαφνικά… να μια ελπίδα! Φρούδα. Μια σοβαρή εφημερίδα με σοβαρούς δημοσιογράφους και σοβαρά θέματα, ένας φορέας ελέγχου της εξουσίας, ένας εταίρος για την τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου που, όμως, υποκύπτει στις μετρήσεις των κοινωνικών δικτύων.

Το νόημα έχει υποχωρήσει μπροστά στον αυτοσκοπό του υπάρχειν και οι επιστήμονες ακολουθούν τις υποδείξεις του μέσου οδηγούμενοι σε έναν αγώνα άνισο. Πηγαίνουν σε συναυλίες, φτιάχνουν κονκάρδες και μπλουζάκια για να προωθήσουν τον σκοπό τους, ανακατεύονται με τα «πρωινάδικα», υπηρετούν το τίποτα, εξισώνονται με το χειρότερο trendy, γίνονται έρμαια ενός κατακερματισμένου χρόνου, του χρόνου των media. Στο τέλος απλώς επιβεβαιώνουν τον Μακλούαν: το μέσον είναι το μήνυμα. Αυτό που θέλουν να πουν γίνεται σύνθημα και η επιθυμία της προώθησης αυτοσκοπός.

Θεσμοί, πρόσωπα, ρόλοι, ΜΜΕ δέχονται την επικυριαρχία των κοινωνικών δικτύων.

Και το κοινό κύριε; Προσέρχεται στις συναυλίες, φωνάζει, πριμοδοτεί τα μέσα, ούτε καν θυμάται γιατί χρησιμοποιήθηκαν εξαρχής, ποιος ήταν ο στόχος, τι ήθελαν να πουν οι επιστήμονες. Τουιτάρουν ανοησίες, συμμετέχουν σε ηλίθιες viral προκλήσεις, συντονίζονται με την προπαγάνδα και διατυπώνουν θεωρίες συνωμοσίας, συντάσσονται με το ένα ή το άλλο σύνθημα: Don’t look up ή look up!

Βλέποντας κάποιος την ταινία καταλήγει εύλογα σε ένα ερώτημα που όμως δεν διατυπώνεται στην ταινία του Μακέι και δεν απαντάται εδώ: Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αυτά τα πράγματα ή τι προκαλεί αυτά τα διαδικτυακά φαινόμενα; Αρκεί το δικαίωμα που διεκδικεί ο σύγχρονος άνθρωπος στην άποψή του έχοντας ως κεντρικό άξονα την ελευθερία και την ικανοποίηση της επιθυμίας του; Στην απαξίωση κάθε αυθεντίας σε όλα τα πεδία αφού η τελική κρίση έρχεται με την «άποψη» που εκφράζεται μέσω των κοινωνικών δικτύων;

Δεν αναφέραμε μέχρι τώρα πολλά πράγματα για την υπόθεση της ταινίας. Εχει άραγε καμιά σημασία; Και τελικά είναι καλή ταινία; Τι να πω; Αλλοι λένε ναι κι άλλοι λένε όχι. Και οι δύο πλευρές, πάντως, υποστηρίζουν την άποψή τους με μεγάλη σιγουριά…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή