η-ζωή-πριν-από-το-ιντερνετ-562928917

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ

Πώς ήταν η καθημερινότητα χωρίς smartphones και social media; Πώς γνωριζόμασταν με τους ανθρώπους; Πώς βρίσκαμε αυτό που θέλαμε να αγοράσουμε; Η «Κ» σκιαγραφεί το αναλογικό παρελθόν ενόψει των ριζικών αλλαγών που φέρνει η Α.Ι.

Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Ακούστε το άρθρο

«Το Iντερνετ έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο που επικοινωνούμε, ενημερωνόμαστε, διασκεδάζουμε, μαθαίνουμε, εργαζόμαστε και ζούμε. Είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς Iντερνετ, αλλά υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε αυτό το εργαλείο. Πώς ήταν η ζωή; Τι χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για να βρουν πληροφορίες, να στείλουν μηνύματα, να κάνουν αγορές, να παίξουν παιχνίδια ή να δημιουργήσουν περιεχόμενο;».

Τον παραπάνω πρόλογο τον έγραψε μία μηχανή Α.Ι. Σε μικρό χρονικό διάστημα, ενδεχομένως, θα μπορεί να συντάξει ολόκληρο το άρθρο. Με δεδομένο ότι το μέλλον είναι μπροστά μας και μοιάζει με εκκρεμές που κινείται ανάμεσα στο συναρπαστικό και το δυστοπικό, τολμάμε μια ερώτηση που μοιάζει μουσειακή, μολονότι ο ιστορικός χρόνος στον οποίο έχει επισυμβεί μία σειρά ριζικών αλλαγών στη ζωή μας –με όχημα την τεχνολογία– είναι εξαιρετικά μικρός: Πώς ήταν η ζωή πριν από το Ιντερνετ;  

Πώς ήταν να ζεις χωρίς να είσαι πάντα διαθέσιμος ή να κουβαλάς όλη τη συσσωρευμένη γνώση του κόσμου στην τσέπη σου;

Το αμερικανικό Axios προ μηνών αποτόλμησε την ερώτηση, θέτοντας τη διαγενεακή βάση προβληματισμού: Οι Boomers, οι GenXers και οι μεγαλύτεροι Μillennials είναι πλέον οι τελευταίοι άνθρωποι που θυμούνται πώς ήταν να χρησιμοποιούν ένα καρτοτηλέφωνο, ένα χάρτινο χάρτη, μια γραφομηχανή κ.λπ.

Με άλλα λόγια, οι ψηφιακοί εμιγκρέδες, σε αντίθεση με τους –λεγόμενους– ψηφιακούς ιθαγενείς, που γεννήθηκαν με ένα smartphone στο χέρι, διαφέρουν στο εξής: Οι πρώτοι έζησαν μια ζωή που δύσκολα θα επαναληφθεί (παρεκτός και κάποιος αποφασίσει να ζήσει σε εκούσια απομόνωση, αλλά και πάλι…).

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-1
Οι Boomers, οι GenXers και οι μεγαλύτεροι Μillennials είναι πλέον οι τελευταίοι άνθρωποι που θυμούνται πώς ήταν να χρησιμοποιούν ένα καρτοτηλέφωνο, ένα χάρτινο χάρτη, μια γραφομηχανή κ.λπ.

Πάμε, όμως, σε πρακτικά ζητήματα: Πώς εξηγείς σε έναν 20χρονο τον «οδικό χάρτη» ενός ραντεβού; Επρεπε να έχεις (προ)συνεννοηθεί εκ του σύνεγγυς ή τηλεφωνικώς (από σταθερή συσκευή) κι αν κάτι προέκυπτε στην πορεία, απλώς έστηνες τον άλλον που περίμενε έως ότου βαρεθεί και φύγει. Για κάποιον 40+, η υπόμνηση των παραπάνω φέρνει ενδεχομένως νοσταλγικά χαμόγελα. Για κάποιον περί τα 25 μοιάζει με ξενάγηση… σε λαογραφικό μουσείο. 

Πώς ήταν να ζεις χωρίς να είσαι πάντα διαθέσιμος ή να κουβαλάς όλη τη συσσωρευμένη γνώση του κόσμου στην τσέπη σου; «Ζώντας χωρίς συνεχή διαθεσιμότητα, μπορεί να νιώθεις πιο ελεύθερος και απαλλαγμένος από τη συνεχή πίεση να είσαι συνδεδεμένος με την τεχνολογία ή να απαντήσεις αμέσως σε μηνύματα και κλήσεις. Ωστόσο, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μερικές προκλήσεις, όπως η δυσκολία να συντονίσεις τις κοινωνικές δραστηριότητες ή να είσαι ενήμερος για επείγουσες ειδήσεις ή πληροφορίες». Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αν κρίνουμε από την απάντηση που δίνει το ChatGPT, με την απαράμιλλη ικανότητά του να σπάει σε μικρά κομμάτια τα διλήμματα.

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-2
Ο χειρόγραφος τηλεφωνικός κατάλογος φαντάζει σήμερα είδος μουσειακό. 

Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί…

Οι ερωτήσεις πολλές: Πώς ήταν η ζωή χωρίς κινητό τηλέφωνο και Ιντερνετ; Πώς γνωριζόμασταν με τους ανθρώπους; Πώς βρίσκαμε αυτό που θέλαμε να αγοράσουμε;

Η αλήθεια είναι ότι ακόμα κι όσοι μεγάλωσαν πριν από το Διαδίκτυο δυσκολεύονται να θυμηθούν πώς λειτουργούσαν τα πράγματα. Με βάση την τρέχουσα γνώση, μάλλον τα πάντα ήταν πιο πληκτικά, ίσως άβολα: Από την αναμονή σε μία ουρά (που απλώς περίμενες – ίσως βεβαία έπιανες την κουβέντα με τον διπλανό σου) έως την άμεση απάντηση σε κάθε πιθανή κι απίθανη ερώτηση. Υπήρχε μία αίσθηση ανεμελιάς, πλην όμως η σωρευμένη γνώση στην άκρη του βραχίονά σου κάνει τη ζωή πιο εύκολη.  

Το «The Atlantic» είχε θέσει μια ανάλογη ερώτηση: Τι έκαναν οι άνθρωποι πριν από τα smartphones; Σε γενικές γραμμές το συμπέρασμα ήταν: Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί… Ενα πρόχειρο ξεφύλλισμα των αναμνήσεων δείχνει ότι οι άνθρωποι συναντιόντουσαν πιο συχνά από κοντά, αφού δεν μπορούσαν να στείλουν μήνυμα ή να κάνουν τηλεδιάσκεψη – και πρόσεχαν τι έλεγε ο ένας στον άλλον.

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-3
Οι άνθρωποι διάβαζαν βιβλία και εφημερίδες, άκουγαν δίσκους, κασέτες και CD, έβλεπαν τηλεόραση και έπαιζαν χαρτιά και άλλα (χειροπιαστά) επιτραπέζια. 

Το Axios σημειώνει ότι η πλήξη γεννούσε δημιουργικότητα και χρήσιμες ιδέες. Είναι πιο εύκολο να αφήσεις το μυαλό σου να περιπλανηθεί παραγωγικά όταν δεν προσκολλάσαι στο εθιστικό scrolling στο TikTok και στο Instagram

Μία επιπλέον άσκηση: Ενας σημερινός 45άρης έζησε τα παιδικά του χρόνια σε έναν αναλογικό κόσμο. Πώς θα ένιωθε τώρα αν τα παιδιά του ακολουθούσαν το ίδιο μοντέλο; Με άλλα λόγια, αν δεν είχε άμεση τηλεφωνική πρόσβαση σε αυτά σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης; Η πλειονότητα των γονέων μάλλον θα άφηνε κατά μέρος τη νοσταλγική διάθεση.

Η σημασία στη στιγμή 

Χωρίς το smartphone, με το οποίο μπορεί κανείς να τραβήξει/αποθηκεύσει άπειρες φωτογραφίες και να τις στείλει αυτοστιγμεί σε όποιον επιθυμεί, πώς ήταν η ζωή σε συναυλίες, αθλητικούς αγώνες, πάρτι, σε οτιδήποτε περιλαμβάνει κάποιο άξιο αναφοράς δρώμενο; Το βίωμα ήταν πιο ισχυρό διότι έδινες σημασία στη στιγμή – δεν την αποτύπωνες ηλεκτρονικά απλώς και μόνο για να αποδείξεις ότι «ήμουν κι εγώ εκεί». Το αρχείο, βεβαίως, παρέμενε πενιχρό.

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-4
Εισιτήριο για την ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ο Κόσμος Δεν Είναι Αρκετός», που κυκλοφόρησε στις αρχές της χιλιετίας.

Και κάτι ακόμα: Πριν από τα social media, πρώην συμμαθητές ή συνάδελφοι, άτομα που γνωρίζαμε σε μπαρ ή σε κάποια έκθεση ήταν άνθρωποι που μπορεί να μην ξαναβλέπαμε ποτέ. Τώρα έπεσαν για 1,5 ώρα οι πλατφόρμες της ΜΕΤΑ και το ερώτημα που αιωρείτο πάνω από τον κάθε χρήστη ήταν: Και τώρα, τι;

Επίσης, τον καιρό εκείνο, οι άνθρωποι διάβαζαν βιβλία και εφημερίδες, άκουγαν δίσκους, κασέτες και CD, έβλεπαν τηλεόραση και έπαιζαν χαρτιά και άλλα (χειροπιαστά) επιτραπέζια. 

Η αλήθεια είναι ότι περνάμε πολύ χρόνο με το τηλέφωνο στο χέρι ή ενώπιον της οθόνης του υπολογιστή. Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση των Focus on Tech Life Tips, εννιά στους δέκα Ελληνες είναι «όλη μέρα μ’ ένα κινητό στο χέρι». Το ίδιο –λίγο πολύ– συμβαίνει σε όλο τον δυτικό κόσμο.

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-5
20/11/96. Hello, Λίνα! Τι κάνεις; Οσα σήμερα γράφουμε στα τσατ, τότε ανταλλάσσονταν με «σετ αλληλογραφίας».

Αυτή η συλλογική αίσθηση ότι περνάμε πολύ χρόνο στο Διαδίκτυο έχει οδηγήσει σε μια υποβόσκουσα νοσταλγία για τις προδιαδικτυακές εποχές – τότε που για να εκφράσεις μία πολιτική άποψη έπρεπε να γράψεις μια επιστολή, να τη βάλεις σε φάκελο που κατόπιν έριχνες στο γραμματοκιβώτιο, έχοντας αποδέκτη μία εφημερίδα.


Σε μια απόπειρα περιπλάνησης στις λεωφόρους της μνήμης ζητήσαμε από πέντε επαγγελματίες να μας περιγράψουν την προ Διαδικτύου ζωή τους και το πώς αυτή έχει αλλάξει σήμερα. 


Γραφείο, σαν μοναχικό διαστημόπλοιο

Μυρτώ Κιούρτη, αρχιτέκτονας

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-6Το γραφείο του αρχιτέκτονα πριν από την κυριαρχία του Ιντερνετ ήταν ένας κόσμος που έσφυζε από κοινωνικότητα. Το κουδούνι του γραφείου χτυπούσε διαρκώς. Πότε περνούσε ένας πελάτης για να πάρει σχέδια, να δώσει έγγραφα ή χρήματα, πότε ερχόταν ένας μάστορας για μια προσφορά, πότε κάποιος προμηθευτής για να αφήσει καταλόγους.

Ο χώρος ήταν γεμάτος με βιβλία, αρχιτεκτονικά περιοδικά, δειγματολόγια υλικών, ντοσιέ, κλασέρ, φακέλους και κουτιά. Ταυτόχρονα με την κυριαρχία του Ιντερνετ στο σύμπαν της αρχιτεκτονικής συνέβη και μια άλλη μεγάλη ψηφιακή αλλαγή: το λογισμικό σχεδιασμού. Πριν από την ψηφιακή κοσμογονία, το γραφείο του αρχιτέκτονα ήταν ασφυκτικά γεμάτο με σχεδιαστήρια, χαρτιά λευκά, διάφανα, χρωματιστά, ρυζόχαρτα, στρατσόχαρτα, στοίβες χαρτόνια για μακέτες, κοπίδια, ψαλίδια, συρτάρια που έσφυζαν από μολύβια, κάρβουνα, γόμες σκληρές και μαλακές, ξύστρες λογιών λογιών, κασετίνες με πενάκια, αμπούλες με μελάνι, χάρακες, διαβήτες, κόλλες και ταινίες. 

Ο αρχιτέκτονας σήμερα σχεδιάζει τις γραμμές του όχι με γραφίτη, αλλά με φως πάνω στην οθόνη του υπολογιστή, πληκτρολογώντας διαρκώς μέσα σε ένα περιβάλλον καθαρό, τακτοποιημένο, μοναχικό, που μοιάζει λίγο με διαστημόπλοιο.

Πλέον είναι ένα πολύ πιο άδειο και ήσυχο μέρος. Οι συναντήσεις, ελάχιστες, έχουν αποκτήσει χαρακτήρα τελετουργικό. Τα ραντεβού είναι κανονισμένα, σερβίρεις καφέ και δίνεις τα χέρια επικυρώνοντας συμφωνίες. Η ανταλλαγή όμως της πληροφορίας κορυφώνεται, γιατί καθημερινά διακινούνται αναρίθμητα emails προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι τηλεδιασκέψεις δίνουν και παίρνουν. Τα βιβλία είναι λιγοστά και επιλεγμένα.

Ο αρχιτέκτονας έχει τώρα πρόσβαση σε απειράριθμα αρχιτεκτονικά έργα δημοσιευμένα online. Το είδος της δυσκολίας έχει αλλάξει. Αντί της στέρησης σε εικόνες που αντιμετωπίζαμε παλιά, τώρα μας κατακλύζει ο θόρυβος του Διαδικτύου μέσα στον οποίο πρέπει να εντοπίσουμε τα λιγοστά διαμάντια.

Ο αρχιτέκτονας σήμερα είναι πιο απορροφημένος από το έργο του, πιο μόνος απέναντι σε σκέψεις και ιδέες που σχεδόν αντηχούν στο άδειο γραφείο, την ώρα που γεννιούνται μέσα στο κεφάλι του. Σχεδιάζει τις γραμμές του όχι με γραφίτη, αλλά με φως πάνω στην οθόνη του υπολογιστή, πληκτρολογώντας διαρκώς μέσα σε ένα περιβάλλον καθαρό, τακτοποιημένο, μοναχικό, που μοιάζει λίγο με διαστημόπλοιο.


Ανοίγοντας το μπαούλο των αναμνήσεων

Λίνα Φιλιππάκη, οικονομολόγος – εκπαιδευτικός

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-7Ζω στη Ρόδο κι ανήκω στη γενιά X. Εχω ζήσει περίπου τη μισή μου ζωή χωρίς Ιντερνετ. Αν και είναι εύκολο να θυμηθώ τη ζωή τότε, αναζήτησα αντικείμενα αποκλειστικά από εκείνη την εποχή – ανακάλυψα αρκετά!

Το πρώτο ήταν μια ατζέντα με τηλέφωνα: ζήσαμε την εποχή που τηλέφωνα υπήρχαν, αλλά ήταν «σταθερά» κι εκεί κοντά υπήρχε το ευρετήριο με τους αριθμούς, αν και τους περισσότερους τους ξέραμε από μνήμης. Πολλοί είχαμε μικρές ατζέντες, για να τις κουβαλάμε μαζί μας, να σημειώσουμε ένα νέο τηλέφωνο – εναλλακτικά το γράφαμε σε ένα χαρτάκι ή χαρτοπετσέτα. Θυμάμαι ότι όταν μιλούσαμε με κάποιον στο σταθερό και κανονίζαμε να βρεθούμε, ευχόμασταν να βρούμε το σωστό μέρος της συνάντησης και, αν στο μεταξύ κάτι τύχαινε, δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας. Βρήκα επίσης εισιτήρια από σινεμά και θέατρα – θυμήθηκα πως τις παραστάσεις έπρεπε να τις αναζητήσουμε στην εφημερίδα, που φυσικά ήταν μόνο έντυπη και, για να αγοράσουμε εισιτήρια, έπρεπε να πάμε αποκλειστικά στα ταμεία. Το ίδιο ίσχυε και για συναυλίες κι άλλες εκδηλώσεις. 

Ακόμη βρήκα μία βιντεοκασέτα από ταξίδι μου στην Πράγα. Ηταν ένα καλό σουβενίρ αφού, εκτός από τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει η ίδια, κάποιον ταξιδιωτικό οδηγό που θα μπορούσα να αγοράσω από το βιβλιοπωλείο, πού αλλού θα μπορούσα να δω εικόνες από την Πράγα παρά στην τηλεόραση του σπιτιού μου από αυτή τη βιντεοκασέτα; 

Η αίσθηση του χρόνου ήταν τελείως διαφορετική, αν βρεθείτε σε ένα μέρος χωρίς καθόλου Ιντερνετ, θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ. Ο κόσμος έμοιαζε μεγάλος και μυστηριώδης.

Το πιο συγκινητικό ήταν τα γράμματα – αναρωτιέμαι αν υπάρχουν ακόμη σετ αλληλογραφίας στα βιβλιοπωλεία. Πάντως, όταν ήμουν φοιτήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας, πήγαινα συχνά στο βιβλιοπωλείο για να αγοράσω όμορφα σετ αλληλογραφίας, γιατί αντάλλασσα γράμματα με φίλες που ήταν στη Ρόδο ή φοιτούσαν σε άλλες πόλεις. Συχνά στα γράμματα βάζαμε και φωτογραφίες, αφού άλλος τρόπος να «ειδωθούμε» δεν υπήρχε. Φωτογραφίες που εκτυπώναμε στο φωτογραφείο, σε φιλμ που φοβόσασταν μην «πάρει φως» – επίσης πατούσαμε το κουμπί της μηχανής με σύνεση, αφού το φιλμ ήταν για 24 ή 36 φωτογραφίες και δεν υπήρχε δυνατότητα διαγραφής. 

Αν κάτι θυμάμαι περισσότερο από το πανεπιστήμιο, ήταν το καρτοτηλέφωνο που είχε ουρά, τα παραθυράκια της γραμματείας πάντα με κόσμο πολύ, γιατί αποκλειστικά εκεί μπορούσες να πάρεις πληροφορίες, να κάνεις δήλωση μαθημάτων και εκεί δίπλα σε πίνακες να δεις την ύλη των εξετάσεων και τα αποτελέσματα της εξεταστικής. 

Πηγαίνοντας λίγα χρόνια πίσω, δεν θα ξεχάσω ένα καλοκαίρι, όταν ήμουν στο γυμνάσιο, είχε έρθει ένας ξάδελφος του μπαμπά μου από την Αμερική για διακοπές. Οι κόρες του ήταν στην ηλικία μου. Τέτοιες συναντήσεις ενεργοποιούσαν τη φαντασία: μου περιέγραφαν τη ζωή στη Νέα Υόρκη κι έπρεπε να φτιάξω εικόνες και ήχους στο μυαλό μου, αφού δεν υπήρχε άλλη πηγή πληροφοριών πέρα από τις αφηγήσεις τους. 

Η αίσθηση του χρόνου ήταν τελείως διαφορετική, αν βρεθείτε σε ένα μέρος χωρίς καθόλου Ιντερνετ, θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ. Ο κόσμος έμοιαζε μεγάλος και μυστηριώδης. Σε έναν κόσμο όπου πληροφορίες και υπηρεσίες είναι ανά πάσα στιγμή στα χέρια μας, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε πως η ζωή χωρίς Ιντερνετ μπορεί να υστερούσε σε ευκολίες, ωστόσο ήταν μία εποχή που η επαφή ήταν πιο απερίσπαστη και νιώθαμε πιο έντονα τα συναισθήματα από κάθε εμπειρία, καθώς οι πληροφορίες ήταν λιγότερες και δεν προετοιμαζόμασταν από διαδικτυακές αναζητήσεις από πριν για καθετί. Καθώς βλέπω γύρω μου όσα βρήκα ξεχασμένα στα ντουλάπια μου, νιώθω ευγνωμοσύνη για κάθε στιγμή που έζησα.


«Κόβαμε εισιτήρια… χειρόγραφα»

Γιώργος Τενέζος, συνταξιούχος ταξιδιωτικός πράκτορας 

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-8Το λιμάνι του Πειραιά δεν είχε καμιά σχέση με το σημερινό, που είναι άοσμο κι άγευστο. Είχε ζωή και τους τύπους του: Αχθοφόρους, μικροπωλητές στα πεζοδρόμια και εκατοντάδες πρακτορεία με τους κλακαδόρους για να αποσπούν πελάτες.

Η δουλειά του εκδότη των εισιτήριων ήταν δύσκολη και εξειδικευμένη – λίγα άτομα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Στις περιόδους της σεζόν, είχες μπροστά σου 100 άτομα για να εξυπηρετήσεις και έπρεπε να επιβληθείς. Οφειλες να γνωρίζεις όλα τα δρομολόγια απέξω, όλες τις τιμές – μια διαδικασία πολύπλοκη. Επρεπε να είσαι γρήγορος, να παίρνεις πρωτοβουλίες, να ξέρεις τα κόλπα που έκαναν τα κεντρικά για να αποφύγουν την υπερφόρτωση και να εξασφαλίσουν κενές θέσεις για πώληση την τελευταία στιγμή στο λιμάνι… 

Τότε, μία εβδομάδα ή δέκα μέρες σε ένα νησί μπορούσαν να τις αντέξουν οι πάντες, σε αντίθεση με σήμερα. Ερχονταν στο πρακτορείο και έλεγαν: «10 εισιτήρια για Πάρο, 8 για Νάξο, 7 για εκεί, 11 για αλλού». Παρέες ολόκληρες. Για την Τήνο, κάθε Δεκαπενταύγουστο περισσότερα ήταν τα έκτακτα δρομολόγια από τα κανονικά. Οι πελάτες σε έβλεπαν σαν ημίθεο, αφού από εσένα εξαρτιόταν εάν θα πήγαιναν στο νησί τους την ημέρα που ήθελαν και όπως ήθελαν. Δημιουργείτο προσωπική σχέση μεταξύ εκδότη και πελάτη – δεν σε άλλαζαν με τίποτε και έρχονταν σε εσένα κάθε χρόνο. 

Οι πελάτες σε έβλεπαν σαν ημίθεο, αφού από εσένα εξαρτιόταν εάν θα πήγαιναν στο νησί τους την ημέρα που ήθελαν και όπως ήθελαν. Δημιουργείτο προσωπική σχέση μεταξύ εκδότη και πελάτη – δεν σε άλλαζαν με τίποτε και έρχονταν σε εσένα κάθε χρόνο. 

Τα εισιτήρια ήταν χειρόγραφα. Η κάθε εταιρεία είχε τα δικά της στελέχη και οι θέσεις ήταν τέσσερις: Πρώτη, Δεύτερη, Τουριστική και Τρίτη. Κάθε πελάτης μπορούσε να ζητήσει μερικά είδη εισιτηρίων (είχαν διαφορά στην τιμή), οπότε γινόταν –εκ του μηδενός– χειρόγραφη έκδοση των εισιτήριων ενός πελάτη, κάτι όχι απλό λαμβάνοντας υπόψη ότι είχες 50 άτομα μπροστά σου και επιπλέον –τυπικώς και νομίμως– πριν εκδόσεις, έπρεπε να συνεννοηθείς με το κεντρικό για να σου δώσει νούμερο προτεραιότητας. Μια επικοινωνία που πάνω στον χαμό της σεζόν ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, διότι, όταν προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν 100 πρακτορεία ταυτόχρονα, πελάγωναν οι υποδοχείς και απλώς μπλόκαραν τα τηλέφωνα και δεν τα σήκωναν.

Τέλος, θυμάμαι έναν τύπο που ερχόταν τελευταία στιγμή, όταν ήταν όλα γεμάτα. Οταν του το ανακοίνωναν, έλεγε ότι πάλι θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει πάγο για να μπει στο καράβι… Επαιρνε στον ώμο μια κολόνα πάγου και τρέχοντας φώναζε: «Λερώνει! Πάγος για το ψυγείο!». Και ποτέ δεν τον σταμάτησε κανένας…

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-9

«Σε δύο υπολογιστές καθόμασταν τέσσερις άνθρωποι»

Μαριτίνα Ζαφειριάδου, δημοσιογράφος

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-10Ξεκίνησα να ασκώ τη δημοσιογραφία τον Ιούνιο του 2003. Η πρώτη εφημερίδα στην οποία εργάστηκα –ελεύθερη ρεπόρτερ– ήταν ο Ελεύθερος Τύπος, που παρά το γεγονός ότι θεωρείτο (και ήταν) μεγάλη επιχείρηση, δεν διέθετε Ιντερνετ για τους λεγόμενους «δόκιμους» δημοσιογράφους.

Στην πραγματικότητα, δεν μου αναλογούσε καν γραφείο με υπολογιστή. Σε ένα μικρό δωμάτιο με δύο γραφεία και δύο υπολογιστές καθόμασταν τέσσερις άνθρωποι. Ενας πραγματικός δημοσιογράφος στο δικό του γραφείο και τρεις δόκιμοι που μοιραζόμασταν το δεύτερο. 

Τα πρώτα μου κείμενα τα έγραφα στο χέρι. Διορθώνονταν πολλές φορές και, μόνο όταν ήταν έτοιμα, καθόμουν στον υπολογιστή, ουσιαστικά για να δακτυλογραφήσω. Το σερφάρισμα στο Διαδίκτυο ήταν ελάχιστο, συνήθως αφού είχε τελειώσει η δουλειά το βράδυ, πριν φύγω από την εφημερίδα, ή ακόμα αργότερα στο σπίτι, όταν πάσχιζε ένας υπολογιστής-αντίκα να συνδεθεί με την τηλεφωνική τότε παροχή Ιντερνετ. 

Ολη η δουλειά γινόταν χωρίς πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Οι επαφές με τις πηγές γίνονταν πάντα τηλεφωνικά ή διά ζώσης. Ηταν η εποχή που ένας δημοσιογράφος, για να θεωρείται καλός, χρειαζόταν δύο πράγματα. Πλούσια ατζέντα και καλή πένα. 

Το πρωί, ακόμα και όταν πήγαινα πολύ νωρίς, όπως συνήθιζαν να κάνουν τότε οι δόκιμοι δημοσιογράφοι, προείχε να διαβάσω εφημερίδες. Ολες τις εφημερίδες, που υπήρχαν ως σώμα, πάνω στο γραφειάκι. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι όλη η δουλειά γινόταν χωρίς πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Οι επαφές με τις πηγές γίνονταν πάντα τηλεφωνικά ή διά ζώσης. Ηταν η εποχή που ένας δημοσιογράφος, για να θεωρείται καλός, χρειαζόταν δύο πράγματα. Πλούσια ατζέντα και καλή πένα. 

Κυνηγώντας την είδηση μόνος σου, χωρίς τη διαχεόμενη πληροφορία στο Διαδίκτυο, είχες να αντιμετωπίσεις μία μεγάλη πρόκληση και ένα μεγάλο κίνδυνο. Η πρόκληση είχε να κάνει με το ενδεχόμενο αυτόν στον οποίο σκέφτηκες εσύ να τηλεφωνήσεις να μην τον έχουν σκεφτεί άλλοι. Και αν εκείνος είχε την πληροφορία που χρειαζόσουν, να έχεις αποκλειστικό, έννοια μαγική για κάθε δημοσιογράφο της εποχής. Ο κίνδυνος ήταν να παλεύεις επί ώρες για να μάθεις οτιδήποτε και, όταν το μάθαινες και πίστευες πως μόνο εσύ το ξέρεις, να το γράφεις σαν να πρόκειται για κάποια μεγάλη αποκάλυψη και την άλλη μέρα να διαπιστώνεις ότι ήταν μόνο η βάση από την οποία πιο έμπειροι συντάκτες είχαν ξεκινήσει. Η δουλειά των αρχισυντακτών τότε ήταν πολύ πιο δύσκολη, γιατί έπρεπε να τσεκάρουν την είδηση που έφερνε κάθε συντάκτης, δαπανώντας χρόνο και εκμεταλλευόμενοι δικές τους πηγές για να τη διασταυρώσουν και όχι απλά σερφάροντας στο Διαδίκτυο. 


«Σκέφτομαι πόσο χρονοβόρα πρέπει να ήταν η δουλειά μας»

Βάσια Τζανακάρη, συγγραφέας – μεταφράστρια 

Η ζωή πριν από το Ιντερνετ-11Ξεκίνησα να μεταφράζω λογοτεχνία το 2010, με όλες τις διαδικτυακές ανέσεις, κι είναι αλήθεια πως δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς ήταν η ζωή προ Ιντερνετ για τους μεταφραστές. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο δύσκολη και χρονοβόρα πρέπει να ήταν η δουλειά μας.

Πέρα από το αμείλικτο ψάξιμο σε βιβλιοθήκες, εικάζω ότι τακτικές στις οποίες καταφεύγουμε και σήμερα θα ήταν βασικός τρόπος εύρεσης πληροφοριών: αναφέρομαι στην προσωπική επικοινωνία με ανθρώπους που έχουν συγκεκριμένες γνώσεις ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις ασχολίες και το επάγγελμά τους. Επίσης, μπορεί να έχω πολλά λεξικά στη βιβλιοθήκη μου, αλλά δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που άνοιξα μη διαδικτυακό λεξικό – καταφεύγω μόνο σε εξειδικευμένα έντυπα λεξικά, π.χ. στο Αντιλεξικό του Βοσταντζόγλου.

Σήμερα έχουμε τα πάντα στα χέρια μας – και πάλι δεν μας φτάνει ο χρόνος. Ενα άλλο κομμάτι, πολύ σημαντικό στη δουλειά των μεταφραστών, είναι η έλλειψη κοινωνικοποίησης. Είναι μια δουλειά πολύ μοναχική, είμαστε όλη ημέρα στο σπίτι μας, απομονωμένοι. Τα social media αποτελούν ένα παράθυρο στον κόσμο και το τσατ είναι η «virtual κουζίνα του γραφείου», όπως μου αρέσει να λέω. Υποκαθιστούν σε κάποιον βαθμό το εταιρικό εργασιακό περιβάλλον ως προς το κοινωνικό κομμάτι, αν και το dress code μας παραμένει πιτζάμες.

Σήμερα έχουμε τα πάντα στα χέρια μας – και πάλι δεν μας φτάνει ο χρόνος […] Είναι μια δουλειά πολύ μοναχική, είμαστε όλη ημέρα στο σπίτι μας, απομονωμένοι. Τα social media αποτελούν ένα παράθυρο στον κόσμο και το τσατ είναι η «virtual κουζίνα του γραφείου».

Στα συγγραφικά τώρα, είναι σαφώς πολύ χρήσιμη η ακρίβεια και η ταχύτητα της πληροφόρησης για οτιδήποτε μας απασχολήσει. Μου αρέσει πολύ το google maps, να πετάω το ανθρωπάκι σε μέρη που θέλω να δω πώς είναι, αν και πάντα θα προτιμώ να πάρω τα πόδια μου και να πάω να τα δω από κοντά. Επίσης υπάρχει άμεση και δωρεάν πρόσβαση σε αρκετό λογοτεχνικό υλικό online. Ως αναγνώστρια (που είναι και το πιο σημαντικό κομμάτι στη συγγραφή), διαπιστώνω ότι έχω σημαντική διάσπαση προσοχής, την οποία δεν είχα πριν από δεκαπέντε χρόνια. Επίσης έχουν επηρεαστεί αυτά που διαβάζω αλλά και αυτά που γράφω: δεν έχω πια υπομονή για μυθιστορήματα και longreads.

Το τελευταίο μου βιβλίο, το οποίο ολοκλήρωσα εφέτος, είναι μια συλλογή με πολύ μικρά πεζά. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή