Από το Πολυτεχνείο, η απέναντι σειρά των σπιτιών φαντάζει σαν ένα σπάνιο κάδρο. Μια παλέτα της Αθήνας από το 1910 ώς το 1960, βαθιά χωνεμένη στους πόρους της πόλης. Σαν ατμοί από τον χρόνο, μεγαλώνουν οι σκιές των ανθρώπων. Πρόσφατα έμαθα για τον ακτινολόγο Βασίλη Χρονόπουλο, που πριν από τον πόλεμο άνοιξε το ιατρείο του εκεί, απέναντι από το Πολυτεχνείο, δεξιά του Ιταλικού Ινστιτούτου, της Casa d' Italia, όπως λέγαμε παλιά. Ενας άνθρωπος μιας ηρωικής γενιάς.
Πιθανώς να είχε συμπέσει χρονικά με τον Γεώργιο Δροσίνη, που στην άλλη γωνία, αριστερά της Casa d’ Italia, είχε το σπίτι του από το 1911 έως το 1938. Ο χρόνος θαμπώνει τις μορφές, αλλά αρκούν μερικές σπίθες για να ζωντανέψουν τις παλιές ιστορίες. Η Πατησίων είναι από μόνη της μια κιβωτός. Ρέει σαν ποταμός, έχει δύο όχθες, έχει πυκνότητα και βάθος και μαζί μια παράδοξη επισημότητα που αναφύεται γνήσια και στέρεη. Οι διαδρομές του Δροσίνη (1859-1951) στην Αθήνα είναι από μόνες τους ένας χάρτης αστικής ιστορίας, αλλά αυτό το μεγάλο σπίτι, γωνία Πατησίων και Πολυτεχνείου, μου προκαλεί σκέψεις πολλές. Μάταια θα αναζητήσει ο περαστικός μια πλάκα που να λέει «εδώ έζησε».
Το σπίτι στέκει πλέον βουβό και έρημο, ξενοίκιαστο. Οι ερωτιδείς στα μπαλκόνια, η μπορντό ταινία σαν ζωφόρος, τα πράσινα παραθυρόφυλλα οργανώνουν το οπτικό πεδίο. Το βλέμμα θέλει να διεισδύσει. Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη (στην Κηφισιά, όπου και το τελευταίο σπίτι όπου έζησε, στην έπαυλη «Αμαρυλλίς») έχουν όλες τις πληροφορίες. Στην Πατησίων, ο Δροσίνης έπρεπε να ανεβοκατεβαίνει 68 σκαλοπάτια και ίσως αυτή η παράμετρος, προϊόντος και του χρόνου, συνέβαλε στην απόφαση της μετοίκησης στην ηρεμία της Κηφισιάς. Αλλά η Πατησίων ήταν ένα κεφάλαιο. Τα πολλά σκαλιά «μόνο ο Πάκης, ο σκύλος, ανέβαινε με ευκολία» και φαντάζομαι ότι μέσα από το σπίτι, γεμάτο χαρτιά και βιβλία, κάδρα με κορδονέτο και μπροκάρ τραπεζομάντιλα, θα πρόβαλε μέσα από την κορνίζα των παραθύρων το ευγενές κτίριο του Πολυτεχνείου.
Ο Δροσίνης μετακόμισε στην Πατησίων το 1911, όταν το σπίτι όπου έμενε από μικρός, στην οδό Παρθεναγωγείου 12 (μετέπειτα Πεσμαζόγλου), προοριζόταν για κατεδάφιση. Απέναντι ήταν το Αρσάκειο. Ο Δροσίνης έμενε σε αυτό το τριώροφο αρχοντικό της σημερινής οδού Πεσμαζόγλου από πέντε ετών και στον κήπο αυτού του σπιτιού λέγεται ότι εμπνεύστηκε την «Ανθισμένη Αμυγδαλιά». Σε αυτό το σημείο, και στη θέση της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς», χτίστηκε το Μέγαρο της Ιονικής Τράπεζας, σε σχέδια Αναστάση Μεταξά, την περίοδο 1911-1916. Η ιστορία αυτή μας θυμίζει επίσης ότι πολλά από τα κτίρια που θαυμάζουμε σήμερα από την περίοδο 1910-1940 –στα κεντρικά τετράγωνα– χτίστηκαν πάνω στην κληρονομιά του 19ου αιώνα που γοργά εξαφανιζόταν.
Ο Δροσίνης έφθασε λοιπόν στην Πατησίων με όλη την εμπειρία από την καρδιά του αθηναϊκού κέντρου. Το 1911 ήταν ήδη 52 ετών. Μέσα του έφερε τις στρώσεις του αθηναϊκού χρόνου και ποτέ δεν ξέχασε ότι γεννήθηκε Πλακιώτης. Θέσπιδος και Αδριανού. Εκεί γεννήθηκε και, όπως λέει ο ίδιος, «στο γωνιακό ισόγειο πάτωμα, σε μια καμαρούλα προς την αυλή, ήρθα στον κόσμο της γης (…), την ώρα που αργόσβαινε ο ήλιος απ' τον Υμηττό κ’ έπεφταν τα κανόνια για τα γενέθλια της τότε βασίλισσας Αμαλίας». Τη στρωμένη με τηνιακές πλάκες αυλή τη χαίρονταν «τα παιδιά και το υπηρετικό των τεσσάρων νοικοκυριών» που έμεναν σε αυτό το σπίτι της Πλάκας. Από την Πλάκα, στο κέντρο και από εκεί λίγο πιο κάτω στην Πατησίων, την εποχή που προσέλκυε αστούς. Η Αθήνα του Γεωργίου Δροσίνη είναι μια ιστορία από μόνη της.