Στα μισοφωτισμένα έγκατα της οδού Ηλίου

Στα μισοφωτισμένα έγκατα της οδού Ηλίου

Η οδός Ηλίου, κοντά στην πλατεία του Αγίου Παύλου, πάνω από τον Σταθμό Λαρίσης, είναι ένας δρόμος φιλήσυχος, ρομαντικά πένθιμος σαν πολλά δρομάκια της παλιάς συνοικίας, και απρόσμενα όμορφος, με το μείγμα των παλιών σπιτιών και των πολυκατοικιών

2' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η οδός Ηλίου, κοντά στην πλατεία του Αγίου Παύλου, πάνω από τον Σταθμό Λαρίσης, είναι ένας δρόμος φιλήσυχος, ρομαντικά πένθιμος σαν πολλά δρομάκια της παλιάς συνοικίας, και απρόσμενα όμορφος, με το μείγμα των παλιών σπιτιών και των πολυκατοικιών. Αν προχωρήσει κανείς προς τη Δηλιγιάννη, θα δει και την εξίσου ατμοσφαιρική οδό Νισύρου, με τα πυρπολημένα διατηρητέα της και τα εσωτερικά τους σαν τοπία αποκάλυψης. Και αν κινηθεί πιο πάνω θα περπατήσει στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εκεί όπου, στον αριθμό 25, στέκεται ακόμη όρθιο ένα από τα ωραιότερα νεοκλασικά σπίτια της Αθήνας (που είχε αναδείξει ήδη από τη δεκαετία του ’80 ο Μάνος Μπίρης).

Αλλά ας επιστρέψουμε στην οδό Ηλίου. Υπάρχει κάτι το ανεξήγητα οικείο στην ονομασία της, μια αύρα θαλπωρής και ένα αίσθημα επιστροφής ακόμη και για κάποιον που περπατάει για πρώτη φορά στα γύρω στενά. Θα ήθελα να είχα συνοδοιπόρους, έναν παλαιό κάτοικο και έναν νεοφώτιστο στην Αθήνα, για να ακούσω τις παράλληλες ιστορίες τους και τον τρόπο που διαβάζουν όσα βλέπουμε. Και έχει πολλά να δει κανείς, αν έχει την καρδιά ανοικτή.

Τα παλιά σπίτια στη γειτονιά στέκουν τα περισσότερα κλειστά και έρημα. Λίγα κατοικούνται, αλλά όσα υπάρχουν αρκούν για να νιώσει κανείς τις στρώσεις του χρόνου. Σκέφτομαι πως λίγοι Αθηναίοι σήμερα γνωρίζουν τη συνοικία του Αγίου Παύλου, λίγοι ίσως ενδιαφέρονται να ακούσουν τις ιστορίες που αναβλύζουν σε κάθε δρόμο. Περπάτησα ως επάνω, ως το παλιό ξενοδοχείο Sans Rival στη Λιοσίων, που θα αποκατασταθεί για να γίνει νέο ξενοδοχείο, και πέρασα από σειρές πολυκατοικιών, χτισμένων οι περισσότερες μετά το 1970. Αλλά επιστρέφοντας προς την Ηλίου, οι κλίμακες στρογγύλεψαν και οι θόρυβοι λες και χάθηκαν, τόσο ώστε να ακούω τα τριξίματα και τους κραδασμούς των παλιών σπιτιών.

Υπάρχουν μερικά κτίσματα κοσμήματα. Πώς να τα εντάξει κανείς στην ιστορία της Αθήνας; Πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτά με όρους αληθείας και γνώσης; Πώς να σταθμίσει την παρακαταθήκη τους, τώρα που η ζωή τους ξοδεύτηκε και το ίχνος τους λογίζεται συχνά και ως φόρτος; Στον αριθμό 13, αξίζει να σταθεί κανείς, βουβός απέναντι στην κλίμακα της Αθήνας. Η αθηναϊκή συνοικία εκβάλλει και συνοψίζεται σε αυτό το σπίτι που είναι και αρχοντικό και λαϊκό, έχει αρμονία και κακοτεχνίες, έχει συμπαγή όψη και ρωγμές ερείπωσης, έχει στέρεη δομή και ξεφτισμένους σοβάδες. Οι γρύπες στο μπαλκόνι ήταν οι μόνοι ίσως που έφεραν αυτούσια τη μυθολογία της πόλης, κορδέλες της φαντασίας ξετυλίγονταν από τα μαντεμένια στολίδια. Αλλά υπήρχε μια άλλη ωστική δύναμη εκείνη τη στιγμή που με έκανε να κοιτάξω μέσα από την ξύλινη εξώθυρα στο εσωτερικό του σπιτιού της οδού Ηλίου 13.

Και άστραψε μπροστά μου σαν σε μισοσβησμένη, τρεμάμενη οθόνη του βωβού κινηματογράφου, η θέα της σκάλας του σπιτιού, που έστεκε πλέον μόνη και έρημη χωρίς ενοίκους, με εκείνο το καστανό το ξεθωριασμένο από τις πολλές πατημασιές και με εκείνο το πράσινο, το βεραμάν, στους τοίχους. Και είναι το φως τόσο ώστε να φωτίζονται οι μέσα κάμαρες, τα κάδρα και τα ίχνη της άλλοτε θαλερής ζωής. Και βλέπω και πάλι το σπίτι με τους γρύπες με άλλο βλέμμα πλέον, καθώς ξέρω τα σωθικά του, μυρίζομαι τα χνώτα του, ακούω τον κρότο, υπόκωφο μα διακριτό, των ορυχείων του, των μεταλλείων της μνήμης, που μένει ως θησαυροφυλάκιο, αθέατο πίσω από τις μανταλωμένες πόρτες των παλιών σπιτιών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή