Τη στιγμή που οκτώ ευρωπαϊκές χώρες ουσιαστικά μηδένισαν την ταφή απορριμμάτων, η Ελλάδα εξακολουθεί να στέλνει σε ΧΥΤΑ το 80% των αστικών απορριμμάτων της. Το ποσοστό της ανακύκλωσης στην Ελλάδα διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία, ωστόσο παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, χαρίζοντάς μας μια από τις πλησιέστερες θέσεις… στον πάτο της σχετικής ευρωπαϊκής λίστας.
Πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (European Environmental Agency) αποτυπώνει τις εξελίξεις στη διαχείριση των απορριμμάτων στη Γηραιά Ηπειρο. Παρότι μέσα σε μία δεκαετία (2004-2014) η εικόνα έχει βελτιωθεί αισθητά, οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες εξακολουθούν να είναι σημαντικές, με τις βορειοευρωπαϊκές και σκανδιναβικές χώρες να πρωτοπορούν στη διαχείριση των απορριμμάτων και τις πρώην ανατολικές και τις βαλκανικές χώρες να βρίσκονται στο άλλο άκρο (κάποιες έχοντας διανύσει μεγάλη απόσταση).
Ας δούμε ορισμένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της έκθεσης:
• Το ποσοστό των απορριμμάτων που θάβονται στις 32 χώρες που είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος έπεσε από 49% το 2004 σε 34% το 2014. Στις 27 από τις 32 χώρες το ποσοστό αυτό μειώθηκε, ενώ σε πέντε χώρες αυξήθηκε ή παρέμεινε σταθερό.
• Τη μεγαλύτερη μείωση από το 2004 έως το 2014 πέτυχαν οι Εσθονία (-57%), Φινλανδία (-41%), Σλοβενία (-41%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (-41%).
• Εξι χώρες (Κύπρος, Κροατία, Ελλάδα, Λετονία, Μάλτα και Τουρκία) εξακολουθούν να θάβουν περισσότερο από τα 3/4 των απορριμμάτων που παράγουν.
• Η παραγωγή απορριμμάτων στις 32 χώρες μειώθηκε κατά 3% την τελευταία δεκαετία, ενώ η μέση ετήσια παραγωγή απορριμμάτων κατά άτομο κατά 7%. Η τάση αυτή όμως δεν είναι ενιαία στην Ευρώπη: σε 6 χώρες η μέση παραγωγή απορριμμάτων ανά άτομο αυξήθηκε, ενώ σε 19 μειώθηκε.
• Η Δανία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή αστικών απορριμμάτων στην Ευρώπη, με 758 κιλά/ άτομο/ έτος. Ακολουθεί η Ελβετία με 730 κιλά, η Γερμανία με 618 κιλά και η Κύπρος με 617 κιλά (από 684 κιλά το 2004). Στην τελευταία θέση βρίσκεται η Ρουμανία με 249 κιλά/άτομο/έτος, η Πολωνία με 272 κιλά και η Σερβία με 302 κιλά. Η Ελλάδα βρίσκεται στη 12η θέση, με 509 κιλά/άτομο/έτος το 2014, από 436 κιλά το 2004. Η διαφορά αντικατοπτρίζει βέβαια τη διαφορά στο βιοτικό επίπεδο ανάμεσα στις χώρες, ενώ η παρουσία της Κύπρου και της Μάλτας σε υψηλές θέσεις στη λίστα αποδίδεται στην έκθεση στον τουρισμό.
• Η ανακύκλωση είναι μια ευρωπαϊκή «ιστορία επιτυχίας». Οι χώρες που εξετάζονται στην έκθεση ανακύκλωσαν κατά μέσο όρο το 33% των απορριμμάτων τους το 2014 (στα ποσοστά συμπεριλαμβάνεται και η κομποστοποίηση), έναντι 23% το 2004. Στην Ε.Ε. των 27 χωρών, ο μέσος όρος αυξήθηκε από 31% το 2004 σε 44% το 2014.
• Το υψηλότερο ποσοστό ανακύκλωσης στην Ευρώπη πέτυχε (ποιος άλλος;) η Γερμανία, με 64%. Ακολουθεί η Αυστρία (56%), το Βέλγιο (55%), η Ελβετία (54%), η Ολλανδία (51%) και η Σουηδία (50%).
• Τελευταίες στη λίστα των χωρών που συμπεριλαμβάνει η έκθεση είναι η Βοσνία, η Τουρκία και η Σερβία, με ανακύκλωση 1%. Ακολουθούν η Σλοβακία (10%), η Μάλτα (11%), η Ρουμανία (13%), η Κροατία (16%), η Κύπρος (18%) και η Ελλάδα (19%). Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: από τις χώρες της Ε.Ε. η Ελλάδα είναι το μόνο «παλαιό» μέλος στις τελευταίες θέσεις της λίστας. Ενώ πολλά «νέα» μέλη βρίσκονται σχετικά υψηλά στη λίστα: η Σλοβενία με 36%, η Τσεχία με 35%.
• Η μεγαλύτερη αύξηση στην ανακύκλωση από το 2004 έως το 2014 καταγράφεται σε Λιθουανία (από 2% στο 30%!), Πολωνία (από 6% στο 32%), Ιταλία (από 18% στο 42%), στο Ηνωμένο Βασίλειο (από 23% στο 44%) και στην Τσεχία (από 12% στο 35%).
• Σε δύο χώρες το ποσοστό της ανακύκλωσης μειώθηκε: στην Αυστρία (από 57% σε 56%) και στη Φινλανδία (από 34% στο 33%). Σε επτά χώρες παρέμεινε σταθερό.
Οι στόχοι
Σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, κάθε χώρα της Ε.Ε. πρέπει έως το 2020 να ανακυκλώνει το 50% των απορριμμάτων της. Πέρυσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε νέους, πιο φιλόδοξους στόχους για τα αστικά απορρίμματα: μέχρι το 2030 να ανακυκλώνεται το 65% και να θάβεται έως το 10% των απορριμμάτων κάθε χώρας. Οι προτάσεις αυτές είναι κομμάτι της πρότασης της Επιτροπής για το «πακέτο» της κυκλικής οικονομίας, που στοχεύει στη διατήρηση των πρώτων υλών και των προϊόντων μέσα στην οικονομία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.