Μarion Cotillard: ένας ρόλος-γάντι

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είναι η καλύτερη σύγχρονη ηθοποιός του βωβού σινεμά», προλόγιζε μια πρόσφατη συνέντευξή της ο δημοσιογράφος του Telegraph, και όντως, αν θυμηθεί κανείς και τις πιο μικρές σκηνές των μεγάλων ρόλων της, η Μαριόν Κοτιγιάρ «παίζει» τις σιωπές καλύτερα από κάθε άλλη ηθοποιό της γενιάς της. Να οφείλεται στα τεράστια μπλε μάτια της, που μπορούν, όπως γράφτηκε, «να ρουφήξουν τον κόσμο γύρω της και να χωρέσουν όλο το συναίσθημα μιας ταινίας σε ένα και μόνο βλέμμα», ή στα πρώτα μαθήματα παντομίμας που πήρε από τον πατέρα της -επαγγελματία μίμο και μετέπειτα θιασάρχη- μεγαλώνοντας στο διαμέρισμα του παρισινού προαστίου Alfrotville με τα δίδυμα αδέρφια της; Ή μήπως έχει να κάνει με το γεγονός ότι από τα 7 της χρόνια θυμάται τον εαυτό της σαν παιδί «μοναχικό, λιγομίλητο», που δεν ένιωθε άνετα με κόσμο και άρχισε να φαντάζεται τη ζωή του στο σινεμά βλέποντας τον «E.T.» του Σπίλμπεργκ και παριστάνοντας την Γκρέτα Γκάρμπο μπροστά στον καθρέφτη; Οποια κι αν είναι η εξήγηση, ακόμη και σε… διαφήμιση να παίζει, συγκλονίζει – όπως στα ταινιάκια για τον οίκο Dior (του οποίου είναι πρέσβειρα), όπου μεταμορφώνεται από βαριεστημένη σταρ σε μανεκέν αισθησιακότερο (εννοείται) από τα μανεκέν…

«Πάντα ένιωθα απροσάρμοστη, κάτι μυστήριο συμβαίνει μ’ εμένα», λέει η 39χρονη ηθοποιός σε μία από τις συνεντεύξεις της για την προώθηση της νέας ταινίας των τρομερών Βέλγων αδερφών Νταρντέν, με τίτλο «Δύο μέρες και μία νύχτα»: υποδύεται τη Σάντρα, νέα μητέρα και εργάτρια σ’ ένα μικρό εργοστάσιο φωτοβολταϊκών, που βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια λόγω κατάθλιψης και πληροφορείται ότι οι συνάδελφοί της ψήφισαν να απολυθεί, προκειμένου να πάρουν μπόνους στο τέλος της χρονιάς. Εχει 48 ώρες -ένα καλοκαιρινό Σαββατοκύριακο- για να χτυπήσει τις πόρτες τους και να τους μεταπείσει: ακόμη ένας ρόλος γυναίκας που αγωνίζεται για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά της μετά το «Σώμα με σώμα» (De rouille et d’ os) του Ζαν Οντιγιάρ (ακρωτηριασμένη εκπαιδεύτρια φαλαινών που ξαναμαθαίνει να αγαπά τη ζωή) και το πρόσφατο «Κάποτε στη Νέα Υόρκη» (The Immigrant) του Τζέιμς Γκρέι (Πολωνέζα μετανάστρια που εξωθείται στην πορνεία). «Οι περισσότεροι χαρακτήρες που είχα την ευκαιρία να υποδυθώ είναι survivors. Αλλά ζούμε σε έναν κόσμο όπου ό,τι κάνουμε είναι για την επιβίωση».

Παρά τις διθυραμβικές κριτικές, στο Φεστιβάλ των Καννών οι σκηνοθέτες δεν τιμήθηκαν με τον τρίτο τους Χρυσό Φοίνικα -αρκέστηκαν στο Μέγα Βραβείο της Επιτροπής- και η Κοτιγιάρ δέχτηκε ξανά την… επίσκεψη της παρανοϊκής ανασφάλειας που ενίοτε την πιάνει: «Μήπως ήταν δικό μου το φταίξιμο;». Δεν υπήρχε… φταίξιμο βεβαίως. Ομοφώνως οι κριτικοί κάνουν λόγο για μία από τις ερμηνείες της χρονιάς, δικαιώνοντας τους Νταρντέν, οι οποίοι «έχτισαν» την ταινία πάνω της, κατά παρέκκλιση της φιλοσοφίας τους να μη συνεργάζονται με σταρ. Και μόνο όμως η παραδοχή της ότι «βρίσκεται σε διαρκή πάλη με τους φόβους της» αποκαλύπτει ένα από τα παράδοξα που συνθέτουν την προσωπικότητά της. Είναι η πρώτη και μοναδική μέχρι στιγμής Γαλλίδα ηθοποιός που πήρε Οσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου για το «Ζωή σαν τριαντάφυλλο», η πιο ακριβοπληρωμένη (με αμοιβές της τάξης των 10 εκατ. δολαρίων) και ίσως η μόνη που παίζει τόσο απενοχοποιημένα σε μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές, από τον «Σκοτεινό ιππότη» του Κρίστοφερ Νόλαν μέχρι τον «Δημόσιο κίνδυνο» του Μάικλ Μαν. Είναι κορυφαία δραματική ηθοποιός, αλλά απόλαυσε το σύντομο πέρασμά της από τη σαχλή αμερικανιά «Anchorman 2», θεωρεί κωμικούς όπως ο Γουίλ Φέρελ και ο Τζόνα Χιλ «τους καλύτερους παρατηρητές των ανθρώπων» και πιστεύει ότι «η κωμωδία βγάζει τα ανθρώπινα κουσούρια μας στη φόρα με τρόπο που επηρεάζει το κοινό περισσότερο από την τραγωδία». Θέλει να παίξει αστείους ρόλους (όπως και έναν… άντρα), αλλά ο επόμενός της, που θεωρεί ό,τι δυσκολότερο έχει κάνει, είναι αυτός της Λαίδη Μακβέθ, πλάι στον Μάικλ Φασμπέντερ. Είναι, τέλος, ενεργή ακτιβίστρια του περιβάλλοντος (πρέσβειρα της Greenpeace, διαδηλώτρια υπέρ των 30 της Αρκτικής που είχαν φυλακιστεί στη Ρωσία, καταπιανόμενη με την υπερυλοτόμηση στο Κονγκό ή τη διάσωση του τίγρη της Σουμάτρας) και δεδηλωμένη locavore (τρώει μόνο προϊόντα τοπικής παραγωγής), εντούτοις διατηρεί το συμβόλαιο με τον όμιλο LVMH και πετά από τη μια πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη για να γυρίσει ταινίες. «Οντως, ο ακτιβισμός δεν είναι συμβατός με τη δουλειά μας… Γι’ αυτό τα είχε παρατήσει η Χέπμπορν, γι’ αυτό είναι έτοιμη να τα παρατήσει η Αντζελίνα Ζολί, εγώ όμως δεν είμαι έτοιμη», παραδέχεται.

Παρεμπιπτόντως, με τον σύντροφό της, ηθοποιό και σκηνοθέτη Γκιγιόμ Κανέ, θεωρούνται το γαλλικό αντίστοιχο του ζεύγους Ζολί – Πιτ, αν και η ιδιωτική ζωή τους διαφυλάσσεται ως κόρηn οφθαλμού, βοηθούσης και της αυστηρής γαλλικής νομοθεσίας που, όπως παραδέχεται, «μας αφήνει χώρο να αναπνεύσουμε»: από τα ελάχιστα που έχουν διαρρεύσει είναι το κοινό τους πάθος για τις… κιθάρες – το διαμέρισμά τους στο Μαρέ είναι γεμάτο με τη συλλογή τους. Για να ρίξει κάποιος τρίτος μια ματιά π.χ. στη μητέρα Μαριόν, πρέπει να σταθεί τυχερός. Οπως η δημοσιογράφος του Observer, που την είδε να πέφτει στα τέσσερα, να βγάζει… νύχια και να μεταμορφώνεται σε Γκοτζίλα για χάρη του τρίχρονου γιου της, του Μαρσέλ, που «εισέβαλε» στη σουίτα ξενοδοχείου όπου δινόταν η συνέντευξη. «Μη φοβάσαι», της είπε, «σε λίγο θα βαρεθεί και θα αρχίσουμε».

Η ειδοποιός της διαφορά όμως από συμπατριώτισσές της όπως η Ζιλιέτ Μπινός ή η Οντρέ Τοτού είναι η ταύτισή της με τους χαρακτήρες. Η Εντίθ Πιαφ, την οποία ενσάρκωσε όπως γράφτηκε με μία από τις «καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του σινεμά», τη στοίχειωσε για χρόνια. «Ενιωθα ντροπή που δεν μπορούσα να βγω από το ρόλο, δεν καταλάβαινα γιατί μου συνέβαινε. Μιλούσα και έβγαινε η φωνή της, ένιωθα το βλέμμα της να με κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη, έβγαινα για φαγητό και σκεφτόμουν ότι έμενε κάπου κοντά, τα φρύδια και το μέτωπό μου ήταν ξυρισμένα και αισθανόμουν χάλια. Συνδέθηκα μαζί της με έναν τρόπο που δεν ήταν καθόλου υγιής».

Σημαντικότερο μάθημα στη ζωή της θεωρεί μια κουβέντα της Ρόμι Σνάιντερ – «θα δοκιμάσω 50 διαφορετικές προσεγγίσεις σε μια σκηνή, γιατί, ακόμη κι αν η πρώτη αποδειχθεί η καλύτερη, οι άλλες 49 που εξερεύνησα θα κάνουν το χαρακτήρα πλουσιότερο». Με τους Νταρντέν, που γυρίζουν κάθε σκηνή με τη μία και μετά επαναλαμβάνουν όσες φορές χρειαστεί, έφτασε τις 80 και 100 λήψεις – καθεμιά τους και μια κατάδυση στον ψυχικό κόσμο μιας καταθλιπτικής γυναίκας που νιώθει άχρηστη, «πεταμένη». Πέραν της εξαντλητικής έρευνας, βοήθησε και η προσωπική εμπειρία: «Είχα φτάσει κοντά στην κατάθλιψη, αλλά, όταν ένιωσα πως κινδυνεύω να “χαθώ”, κάπως κατάφερα να ξεφύγω. Αλλά για ένα διάστημα ήξερα τι σημαίνει να μην έχεις κέφι για τίποτα. Ενιωθα κενή και άχρηστη. Οσοι δεν ξέρουν τι σημαίνει εύκολα κρίνουν εκ του ασφαλούς – “τι εννοείς δεν μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι;”. Νομίζουν ότι δεν είναι τόσο δύσκολο. Και όμως, είναι». Τα τελευταία χρόνια όμως η οικογένεια και ο γιος της είναι ο ισχυρός δεσμός της με τη φωτεινή πλευρά. «Θέλω να μπαίνω στους ρόλους όσο πιο βαθιά γίνεται. Αλλά και να βρίσκω τον τρόπο να επιστρέφω».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή