Στο παρελθόν, όταν το ελληνικό κράτος βρέθηκε στα «χέρια» κλασικών εκπροσώπων του παραδοσιακού πολιτικού μας συστήματος είχαμε σοβαρές αστοχίες. Ειδικά σε περιόδους κρίσεων. Θυμάμαι ακόμη έναν έμπειρο αξιωματικό της Πυροσβεστικής να διηγείται τι αντιμετώπιζε στο συντονιστικό κέντρο κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης πυρκαγιάς τον προηγούμενο αιώνα. Οι νεαροί αξιωματικοί κάθονταν στις θέσεις τους, έπαιρναν πληροφορίες για τα διάφορα μέτωπα και τις μετέφεραν στον προϊστάμενό τους. Ενα κυβερνητικό στέλεχος καθόταν σε μια καρέκλα –δίπλα στο γραφείο του επικεφαλής αξιωματικού–, έπαιζε με ένα κομπολόι και μιλούσε συνέχεια με βουλευτές, δημάρχους και άλλους παράγοντες. Την ώρα που οι επαγγελματίες έκαναν τη δουλειά τους, εκείνος φώναζε «μα καίγεται το…, στείλε τώρα εναέρια». Μάταια προσπαθούσαν να του εξηγήσουν ότι «δεν γίνεται έτσι η δουλειά». Ο εν λόγω κυβερνητικός παράγοντας είχε βρει, όμως, και τον τρόπο να εμψυχώνει την ομάδα. Κάθε τόσο φώναζε «πάμε, παλικάρια μου», προκαλώντας έκπληξη στους νέους αξιωματικούς, οι οποίοι στην αρχή απορούσαν και μετά γελούσαν.
Επειτα από κάθε κρίση που περνάει ο τόπος, το συμπέρασμα είναι το ίδιο. Χρειάζεται περισσότερος επαγγελματισμός, λιγότερη «αιμομειξία» μεταξύ πολιτικής και στελέχωσης του ζωτικού πυρήνα του κράτους. Εχουμε σοβαρευτεί αρκετά, είναι η αλήθεια. Μια νέα γενιά που έχει επανδρώσει τους καίριους μηχανισμούς του κράτους απεχθάνεται το παλιό πελατειακό σύστημα, εκτιμά τους επικεφαλής που σέβονται τα γαλόνια τους, θέλει να μάθει και να βελτιωθεί. Καπελώνεται όμως από την τελευταία φουρνιά των κρατικών στελεχών, που έμαθαν ότι η αναρρίχηση μέσω κομματικών διαύλων είναι το ενδεδειγμένο σπορ για όποιον θέλει να φτάσει ψηλά. Από τους ανθρώπους που δεν καταξιώθηκαν στο πεδίο αλλά σε γλέντια και «κολλητιλίκια», στο αέναο νταραβέρι στο οποίο σημαντικά είναι ενίοτε το «από πού είσαι» και το «αν είσαι του τάδε». Οι οποίοι έχουν μια θαυμαστή ικανότητα να αλλάζουν σε ένα βράδυ κομματικές προτιμήσεις και να τα βρίσκουν χωρίς καμία δυσκολία με τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Είναι, λοιπόν, καιρός να δημιουργήσουμε μια κουλτούρα που θα επιτρέψει στη νέα γενιά που δεν φοβάται την εκπαίδευση ή την αξιολόγηση να πάρει πάνω της τους βασικούς αρμούς του κράτους. Χρειάζονται τα μέσα, μια νέα αυτοπεποίθηση και την απόλυτη προστασία από τους παραδοσιακούς πολιτικούς. Να γίνει ευαγγέλιο πως ο υπουργός ρωτάει «ποιος είναι ο καλύτερος;», όχι σε ποιο κόμμα ή παρέα ανήκει. Να τολμάει ο υπηρεσιακός παράγοντας να πει «αφήστε να κάνουμε τη δουλειά μας» και να μη δειλιάζει να δώσει την πραγματική εικόνα τού τι μπορεί να πετύχει και τι όχι σε μια κρίσιμη στιγμή. Το δόγμα της αριστείας, στο οποίο πιστεύει πολύ ο πρωθυπουργός, είναι ανάγκη να μπει βαθιά στο DNA των κρίσιμων μηχανισμών του ελληνικού κράτους.