Οι ελιές της Ολυμπίας, του Πλάτωνα και της Αθηνάς

Οι ελιές της Ολυμπίας, του Πλάτωνα και της Αθηνάς

5' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εκπαίδευση, η Εκκλησία, ο στρατός, τα μέσα ενημέρωσης έχουν πείσει πολλούς ότι στις φλέβες μας κυκλοφορεί ο ιχώρ των Ολυμπίων ή, έστω, το αίμα των αρχαίων Ελλήνων ανόθευτο. Παρόμοιο με το αίμα του Περικλή. Οχι πάντως του Θεμιστοκλή, γιατί, με μάνα από τη Θράκη ή την Καρία (οι πηγές διχάζονται), δεν μετρούσε σαν γνήσιος Αθηναίος. Ηταν «μητρόξενος».

Το πόσο γνήσιο αθηναϊκό αίμα διέθεταν κατόπιν αυτού οι πέντε γιοι του και οι κόρες του («θυγατέρας δε πλείους έσχεν», γράφει ο Πλούταρχος στον «Βίο» του Θεμιστοκλή), κι έπειτα τα εγγόνια και τα δισέγγονα, είναι κάτι που αφορά τους ιστορικούς, όχι τους αιματολόγους. Και οι ιστορικοί συμφωνούν ότι Ελληνας (ή Τούρκος ή Γερμανός κ.ο.κ.) γίνεσαι, δεν γεννιέσαι. Οσο κι αν αυτό στενοχωρεί μια μερίδα του υπουργικού μας συμβουλίου.

Στις φλέβες μας ρέει η Ιστορία. Πλούσια, πολύπλοκη, μεικτή, ανυπάκουη στις προσπάθειές μας να την υποτάξουμε σε καλούπια. Και η Ιστορία, ακριβώς λόγω του σύνθετου και δυναμικού χαρακτήρα της, είναι γεμάτη γόρδιους δεσμούς. Που δεν πρέπει να τους κόβουμε με τρόπο μεγαλεξανδρινό, αλλά να δοκιμάζουμε να τους λύσουμε. Για να μαθαίνουμε. Το κοφτερό ξίφος δεν δίνει γνώση. Τη γνώση τη δίνει η υπομονή του χεριού, που παραμερίζει το ξίφος και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους κόμπους. Με τα ερωτήματα δηλαδή.

Μακριά από τους εξαρχής πεπεισμένους λοιπόν, αρκετοί προτιμούν να αντιμετωπίζουν ως ερώτημα που δεν εμπεριέχει την απάντησή του τη σχέση μας με τους αρχαίους (ποιας πόλης άραγε; ή ποιας περιόδου;) και τη διαχείριση της κληρονομιάς, τόσο βαριάς που κάποτε μας συνθλίβει. Τα ερωτήματα είναι πάντα πολύ πιο ερεθιστικά και γόνιμα από τις απαντήσεις που δίνει η «λήψις του ζητουμένου». Σε υποχρεώνουν να σκεφτείς, να βασανιστείς, να ψάξεις, να κινδυνέψεις να χαθείς στις αναρίθμητες –και αντιφατικές– σελίδες της Ιστορίας, της αρχαιολογίας, της ποίησης, της λαογραφίας, της εθνολογίας. Να διαβάσεις και Παπαρρηγόπουλο και Σβορώνο και Ν. Γ. Πολίτη, αλλά και Παλαμά, Καβάφη και Ελύτη.

Και φυσικά τον Φαλμεράυερ. Εχει περάσει άλλωστε ενάμισης αιώνας αφότου τον αναθεμάτιζε αρχαιοελληνιστί ο Μιχαήλ Λελέκος από τις Κλεωνές, εκδότης (αλλά και διασκευαστής) δημοτικών τραγουδιών: «Κρώζε νυν όσον θέλεις, ω κόραξ· / όρα νυν, οφθαλμέ πονηρέ, / κέαρ μέλαν, μελάγχαλκε θώραξ, / Φαλμεράυερ πικρέ και σκληρέ». Ο Γερμανός αμφισβητίας, με τις θεωρίες του περί εκσλαβισμού και εξαλβανισμού των κατοίκων της Ελλάδας, έδρασε άθελά του φιλελληνικά, αφού υποχρέωσε τους Ελληνες λογίους να αναζητήσουν και τεκμήρια, πέραν των ιδεολογημάτων ή των συναισθημάτων. Και να στραφούν επιτέλους και στον λαϊκό πολιτισμό, που είχαν συνηθίσει να τον αποστρέφονται – μάρτυρας ο Σολωμός.

Με τη μετατροπή των αγαθών και των συμβόλων σε προϊόντα, κάτι χάνουμε σε κάποια άλλη αγορά. Αϋλη.

Εσχάτως γίναμε μάρτυρες δύο αρχαιόθεμων πρωθυπουργικών πρωτοβουλιών. Η μία αφορά την προσπάθεια να πειστεί ο Μπόρις Τζόνσον να συγκατανεύσει στην επιστροφή των Ελγινείων. Ενας Τζόνσον όμως που ήδη το 2012, ως δήμαρχος Λονδίνου, ήταν ανένδοτος «αρνητής επιστροφής». Αλλωστε οι αυτοκρατορίες, ακόμα και ηττημένες ηθικά, δεν αναγνωρίζουν τα λάθη τους. «Δεν πιστεύω η Ελλάς να έχη πολλήν τύχην να επανίδη τας ωραίας γλυφάς του Παρθενώνος», έγραφε ο Καβάφης το 1891. Και δυστυχώς δικαιώνεται.

Η δεύτερη πρωτοβουλία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη αφορούσε το «λάδι Ολυμπίας». Ακούσαμε τον πρωθυπουργό να λέει στις κάμερες, στις 12 Νοεμβρίου: «Συζητούσα με την υπουργό Πολιτισμού και τον κ. Σκέρτσο για το πόσα ελαιόδεντρα έχει το υπουργείο Πολιτισμού εντός αρχαιολογικών χώρων. Σας διαβεβαιώ ότι το λάδι το οποίο μπορεί να παράγεται μέσα από τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, σε συνεννόηση με μια ομάδα παραγωγών, δεν χρειάζεται να σας πω σε τι τιμή θα μπορεί να πουληθεί. Είναι μία ευκαιρία να δούμε τη σύνδεση μεταξύ της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του πρωτογενούς τομέα».

Τι καταλάβαμε; Οτι επρόκειτο για αυθόρμητη πρωθυπουργική σκέψη της στιγμής, εμπνευσμένη από τον ελαιοβριθή περίγυρο. Ετσι παρουσιάστηκε άλλωστε από τους συνήθεις υμνητές, και έτσι κατακρίθηκε από τους αντιπολιτευομένους, που συνεισέφεραν και αριθμητικά στοιχεία σ’ ένα διάλογο που μάλλον δεν έγινε στα σοβαρά: Η ελαιοπαραγωγή της Ολυμπίας αγγίζει τα χίλια λίτρα. Με τις τιμές της αγοράς, η αξία της κυμαίνεται στις 30.000 ευρώ. Και τις ελιές των Δελφών αν προσθέσουμε, και όλων των αρχαιολογικών χώρων, και τις αστρονομικές τιμές που υπέθεσε ο κ. Μητσοτάκης αν πετύχουμε, δεν σωζόμαστε οικονομικά. Με τη δε μετατροπή των αγαθών και των συμβόλων σε προϊόντα, κάτι χάνουμε σε κάποια άλλη αγορά. Αϋλη.  

Λίγες μέρες μετά τις δηλώσεις στην Ολυμπία, και για να προστατέψει τον πρωθυπουργό από τους «κοντόφθαλμους» που τον επέκριναν, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη θεωρητικοποίησε στη Βουλή το θέμα: «Oταν το λάδι προέρχεται από τις ελιές της Αλτεως της Ολυμπίας δεν είναι διατροφικό και γαστρονομικό προϊόν, αλλά είναι πολιτιστικό αγαθό. Μέσα σε ειδική εμφιάλωση κοσμεί ούτως ή άλλως τα πωλητήρια του Οργανισμού, πουλιέται και αγοράζεται και είναι διαφήμιση για την ίδια την Ολυμπία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες». Αυτό σημαίνει ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν ήταν ενημερωμένος όταν ανακοίνωνε την ιδέα του. Και ουδείς εκείνη τη στιγμή διανοήθηκε να τον πληροφορήσει ότι το όνειρό του είναι ήδη εμφιαλωμένο, με τον τίτλο «Χάρισμα Διός» και τον χαρακτηρισμό «εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με υψηλές φαινόλες». Διακοσμημένο με τα πανέμορφα ιδεογράμματα του δέντρου της ελιάς, του καρπού της και του λαδιού. Και με τιμή περί τα 15 ευρώ τα 250 ml.

Τίποτε συναρπαστικά καινούργιο. Στα χρόνια του Δημητρίου Καμπούρογλου, ένας Αθηναίος καταστηματάρχης τρυγούσε την περίφημη «ελιά του Πλάτωνα» (ή «ελιά του Περικλέους» ή «Σεβάσμια Κυρία»), επί της Ιεράς Οδού, τοποθετούσε τις ελιές σε ωραία βαζάκια και τις εξήγε σε φίλους του που ζούσαν στο εξωτερικό. Φευ, δεν θησαύρισε.

Την «ελιά του Πλάτωνα» την γκρέμισε το 1976 λεωφορείο που έπεσε πάνω της. Ο κορμός της συντηρείται πια στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. O,τι είχε να δώσει το έδωσε. Οπως και η ελιά της Αθηνάς. Για την οποία ο αντιδημοκοπικά «εθνομηδενιστής» Παλαμάς έγραφε τα εξής τον Ιούνιο του μοιραίου 1897: «Από δεκάδων ετών έστεκε κοντά εις το Ερεχθείον θαλερός κορμός ελαίας. Οταν εις τας παραμονάς του πολέμου σοφίζεται κάποιος να αναγγείλη εις μίαν εφημερίδα το μέγα θαύμα: η ιερά εληά της Αθηνάς εξεφύτρωσε έξαφνα κατάχλωρη επί της Ακροπόλεως! Βαθειά συγκίνησις εις το κοινόν. Τρέχει ο κόσμος διά να την προσκυνήση, και λησμονούν και αυτοί οι τακτικοί επισκέπται του βράχου ότι την έβλεπαν από χρόνια και καιρούς τη εληάν, και την χαιρετίζουν και αυτοί ως νέον τι και ανεξήγητον! Αυτή είναι η δύναμις και αυτή είναι η τύφλωσις της φαντασίας!» «Να καταλαμβάνωμεν, να αγαπώμεν και να θαυμάζωμεν τους αρχαίους και τα αρχαία», αλλά «διά να πληρώσωμεν πνευματικήν ανάγκην». Αυτό πίστευε ο Παλαμάς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή