ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αστυνομοκρατία ως φαντασίωση

Η διαμαρτυρία κατά της αστυνομοκρατίας στην Ελλάδα ισοδυναμεί με διαμαρτυρία κατά της ηλιοφάνειας στο Λονδίνο. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αστυνομοκρατία, γιατί σπανίως υπάρχει αστυνομία. Η περίπτωση του ξυλοδαρμού της Αρετής Γεωργιλή πριν από λίγες ημέρες είναι ενδεικτική: η άμεση δράση δεν έφτασε ποτέ· ο αστυνομικός στο τμήμα τής συνέστησε «να μην πυροδοτεί εντάσεις». Για να επιληφθούν του θέματος οι Αρχές, χρειάστηκε μια μικρή αλλά ηχηρή καμπάνια ενημέρωσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πράγμα που τελευταία φαίνεται να κινητοποιεί τους σχετικούς μηχανισμούς περισσότερο απ’ ό,τι ο νόμος, η υπηρεσιακή οργάνωση και το καθήκον. Η συμβουλή τής μη πυροδότησης εντάσεων στην πραγματικότητα περικλείει το πιο αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής Αστυνομίας, δηλαδή τη δημοσιοϋπαλληλίστικη αδράνεια. Δεν πρόκειται τόσο για γνώρισμα του ανθρώπινου δυναμικού όσο για διαχρονική πολιτική επιλογή: οι πολίτες εκπαιδεύονται να μην ωθούν το κράτος σε μέτρα που θα το κάνουν να φανεί δυσάρεστο σε άλλους πολίτες ή σε ομάδες πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο, εμείς σταδιακά παθαίνουμε ανοσία στο έγκλημα, το κράτος λειτουργεί όσο βολεύει τα ράθυμα γρανάζια του και οι κυβερνήσεις γλιτώνουν την ανεπιθύμητη πολιτική ευθύνη.

Ελέφαντας στο δωμάτιο

Η λαϊκιστική Αριστερά απολαμβάνει τα οράματα περί ανάλγητων παρακρατικών προβοκατόρων, σκοτεινών συνωμοσιών καταστολής και νεομακαρθισμού, αλλά η αλήθεια απέχει αρκετά από την αυτοαναφορική της μυθοπλασία και τον ιδρυματισμό τού κατά φαντασίαν θύματος. Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η πρωτοβουλία για την προστασία των πανεπιστημίων δεν προέκυψε εν κενώ: η αστυνομία δεν είναι αίτιο αλλά αιτιατό· οι βιαιοπραγίες, οι απειλές, η στοχοποίηση προσώπων, η φθορά δημόσιας περιουσίας, οι καταλήψεις, η παρακώλυση μαθημάτων και η υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών δημιούργησαν μια νοσηρή πραγματικότητα, για την οποία δεν ευθύνεται κάποια αόρατη ή ορατή φασιστική δύναμη, αλλά κυρίως εκείνοι που πορεύονται αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αντιφασίστες. Ο παραλογισμός είναι έκδηλος: αυτό το διάστημα στο ΑΠΘ, η «κακή» αστυνομία φρουρεί το έργο ανοικοδόμησης μιας πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, την οποία προσπαθούν να γκρεμίσουν με βαριοπούλες οι «καλοί» αριστεροί προστάτες της νεολαίας.

Εγκλημα και αστυνομία

Ακριβώς επειδή η ελληνική κοινωνία δεν είναι συμφιλιωμένη με την ιδέα της νόμιμης βίας (γαλουχημένη από τα δηλητηριώδη δεξιά και αριστερά άκρα, παραμένει αμφίθυμη απέναντι στη νομιμοφροσύνη), παρασύρει εύλογα στη δομική ανωριμότητά της και κάθε σώμα που επανδρώνεται από αυτήν, άρα και την αστυνομία. Η τελευταία πάσχει τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην κουλτούρα· υστερεί τόσο στο επιχειρησιακό κομμάτι όσο και στο «μάρκετινγκ», δηλαδή τον τρόπο που διαχειρίζεται επικοινωνιακά το έργο της. Ομως η ενασχόληση με την επάρκεια της αστυνομίας είναι μια θεωρητικολογία πολυτελείας από τη στιγμή που κρίσιμοι κοινωνικοί φορείς (πρυτανικά συμβούλια, καθηγητές και ανθρωπιστικές οργανώσεις) παραμένουν απρόθυμοι να αναγνωρίσουν την εγκληματική δράση που η αστυνομία καλείται να αντιμετωπίσει. Η κατάσταση θυμίζει ελαφρώς το πρώτο κύμα αρνητών της COVID-19, οι οποίοι είχαν τις πιο ακλόνητες απόψεις σχετικά με τα φάρμακα που «κάποιοι μας κρύβουν», χωρίς καν να πιστεύουν στην ύπαρξη του ιού. Πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε στα σοβαρά για την αναμόρφωση της αστυνομίας, εφόσον αδυνατούμε να παραδεχτούμε πως τα εγκλήματα είναι εγκλήματα;

Καταστατική εμπάθεια

Η περιπαθής εναντίωση προς την αστυνομία, όταν μάλιστα συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αμετροεπή περφόρμανς (άτοπα ουρλιαχτά, κωμικές αποστροφές του τύπου «μη με χτυπάς!» ενώ κανείς δεν χτυπάει κανέναν, ανιστόρητες αναφορές στη χούντα κ.λπ.) είναι συνήθως εναντίωση προς την αστυνομία ως θεσμό, όχι ως ήθος και πρακτική. Το πρόβλημα εκείνων που ωρύονται για την αστυνομική βία δεν είναι η βία, αλλά το γεγονός ότι η αστυνομία θέτει προσκόμματα στην άσκηση της δικής τους βίας. Εξ ου και οι μεγάλες κουβέντες περί αστυνομοκρατίας δεν ακολουθούνται ποτέ από προτάσεις για το πώς το σώμα μπορεί να απαλλαγεί από τις παθογένειές του και να υιοθετήσει υγιέστερες και αποτελεσματικότερες μεθόδους. Δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς ότι στα Σώματα Ασφαλείας παρεισφρέουν πολύ συχνά πρόσωπα ακατάλληλα για τη δουλειά, που όχι μόνον αδυνατούν να αντιληφθούν την έννοια του μέτρου αλλά δεν θέλουν κιόλας. Υπεράνω αμφιβολίας, όμως, είναι και το γεγονός ότι για όσους τα σπάνε στα πανεπιστήμια δεν υπάρχει καλή αστυνομία· καλή αστυνομία είναι μόνον η ανύπαρκτη (το κρυπτικό αμερικανικό σύνθημα ACAB που έχει υιοθετηθεί και από τους εγχώριους πολέμιους του θεσμού, είναι αρκετά κατατοπιστικό).

Ενα κοινό μυστικό

Οι μαφίες των πανεπιστημίων έχουν μια γεμάτη ατζέντα και πολλά συμφέροντα να προστατεύσουν. Ο φαιδρός ιδεολογικός τους ζήλος πολλές φορές δεν είναι παρά ένας αντιπερισπασμός προκειμένου να αποστρέψουμε το βλέμμα από όσα πραγματικά συμβαίνουν στους πανεπιστημιακούς χώρους (από πολιτικές μέχρι άλλου τύπου συναλλαγές) και να το «καρφώσουμε» σε δικαιώματα που τάχα παραβιάζονται, τανκς που οσονούπω θα γκρεμίσουν τις πύλες και αθώους φοιτητές που βασανίζονται αδυσώπητα λίγες ώρες πριν εμφανιστούν υγιέστατοι σε κάθε πρόσφορο μέσο για να περιγράψουν τι μαρτύριο πέρασαν. Είναι ανάγκη να γίνουμε ελαφρώς πιο καχύποπτοι απέναντι στην γκρίνια. Οσοι αντιστέκονται μονίμως στην αλλαγή, έχουν πιθανότατα κάτι να κρύψουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή