Ηλίας Νικολακόπουλος: Χαμόγελα

Ηλίας Νικολακόπουλος: Χαμόγελα

2' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ελληνική κάλπη είναι η φωλιά των φιδιών. Κάθε φορά που πλησιάζει η ώρα των εκλογών, επωάζονται όλα τα έρποντα μίση. Κανείς δεν μένει ψύχραιμος. Και τους άλλοτε ψύχραιμους τους παρασέρνει το ρέμα της εκλογικής παραφοράς. Στο κέντρο αυτού του πανδαιμόνιου, η φιγούρα του αργομίλητου καθηγητή αναδύθηκε στην αρχή σαν πρωτοτυπία της νεαρής ιδιωτικής τηλεόρασης. Τι ήταν αυτός ο κύριος που διάβαζε τα πολιτικά πάθη μόνο σαν στατιστικά μεγέθη; Πώς τα κατάφερνε, στα πλατό αυτού του μεσογειακού κόσμου, να μένει επιστημονικά απαθής – σαν να μην ένιωθε το συμβολικό βάρος των κομματικών ονομάτων που προέφερε. Σαν να είχε πέσει από αλλού.

Ο Ηλίας Νικολακόπουλος χαμογελούσε πάντα. Χαμογελούσε και γελούσε τόσο, που σε μπέρδευε. Δεν ήξερες αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε. Δεν ήξερες αν διασκέδαζε ή σάρκαζε. Μέσα σε έναν κήπο μιντιακής και πολιτικής τοξικότητας, εκείνος είχε ασκηθεί στην αυτοσυγκράτηση. Μέσα σε μια επικράτεια παραγοντισμού, εκείνος έστεκε σαν υπόδειγμα αναλυτικής αποστασιοποίησης. Το χαμόγελο ήταν βεβαίως το «εξώφυλλο» της πεποίθησης, που κατάφερνε ενίοτε να διαπεράσει τη φυσική ευγένεια και να εκδηλωθεί.

Με αυτή την υφολογική σκευή, ο Νικολακόπουλος δεν δίδαξε μόνο στο Πανεπιστήμιο – όπου υπήρξε, λένε, γλυκός δάσκαλος, αφιερωμένος στους φοιτητές του. Δίδαξε και το αχανές τότε τηλεοπτικό του κοινό, ότι, ναι, μπορείς να μιλάς για την πολιτική απ’ έξω, χωρίς να ενδιαφέρεσαι να την επηρεάσεις. Δίδαξε κυρίως στους επαγγελματίες του χώρου, δημοσιογράφους και γκαλοπατζήδες, το ήθος του πυροτεχνουργού – που περιεργάζεται αφ’ υψηλού τον εκρηκτικό μηχανισμό και τον εξηγεί, αντί να βιάζεται να χώσει σε αυτόν τα δάχτυλά του για να τον πυροδοτήσει.

Κοιτώντας την πολιτική από υγιή απόσταση.

Μετά τη χρεοκοπική κρίση, ο Νικολακόπουλος επέστρεψε αναπόταμα στις προσωπικές του πολιτικές καταβολές. Στοιχήθηκε με τον αντιμνημονιακό –και μετά τον μνημονιακό– ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κρυφτεί. Δεν έχασε όμως ποτέ τη δημοκρατική του ετοιμότητα να ακούει – έστω κι αν το χαμόγελό του είχε αρχίσει να γίνεται απέναντι στους ετερόδοξους συνομιλητές του συγκαταβατικό.

Ακόμη κι «ενταγμένος» όμως ήταν ένα αντίβαρο στην κρατούσα μισαλλοδοξία –και το γούστο– του κόμματός «του». Μια εξαίρεση μετριοπάθειας, ει μη και ανεκτικού ήθους, δοκιμασμένου στον πλουραλισμό και την εξωστρέφεια. Ριζωμένου σε μια κουλτούρα ξένη, κυρίως για τους «νεόπλουτους» της συριζαϊκής εξουσίας.

«Φαίνεται» – «δεν φαίνεται». «Δείχνει» – «δεν δείχνει». Αυτά τα ρήματα που φέρουν εγγενή την αμφιβολία –τα ρήματα με τα οποία μετρίαζε πάντα τις αποφάνσεις του– χαρακτήριζαν τον Νικολακόπουλο στην τηλεοπτική του ακμή. Ηταν και μια έμμεση υπενθύμιση της σχετικότητας και της ρηχότητας που έχει η πολιτική. Οταν την έχεις μελετήσει τόσο καλά, όσο εκείνος· όταν έχει εντρυφήσει σε όλες τις βίαιες στροφές της, ξέρεις ότι τις περισσότερες φορές της αξίζει μόνο αυτό: Ενα λοξό χαμόγελο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή