Γιάννης Σ. Κολιόπουλος (1942-2022)

Γιάννης Σ. Κολιόπουλος (1942-2022)

2' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το κενό από την αποδημία του Γιάννη Κολιόπουλου είναι δυσαναπλήρωτο. Δεν είναι μόνον τα έργα του στο Oxford University Press, όπως η εξωτερική πολιτική της δικτατορίας Μεταξά και το φαινόμενο της παρανομίας στην Ελλάδα κατά το 2ο μισό του 19ου αιώνα, αλλά και ολόκληρη η παράδοση ιστορικών της Θεσσαλονίκης που δημιούργησε ως καθηγητής στο Αριστοτέλειο. Ονόματα όπως Βασίλης Γούναρης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Γιάννης Στεφανίδης, Στράτος Δορδανάς, Σωτηρούλα Βασιλείου, Πέτρος Παπαπολυβίου, Βλάσης Βλασίδης και πολλά ακόμα ήταν η πνευματική του παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές των ιστορικών.

Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε στα Αρχεία του βρετανικού κράτους, όταν συγκεντρώναμε στοιχεία για τις διδακτορικές μας διατριβές, εκείνος στο London School of Economics και εγώ στην Οξφόρδη. Περάσαμε μαζί τα χρόνια στην Εκδοτική Αθηνών ως επιμελητές της «Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους» στους τόμους της νεότερης Ελλάδας. Είχαμε τότε την τύχη να μας «υιοθετήσει» η εξαίρετη Ευγενία Χατζηδάκη, προσφέροντάς μας τη μέριμνα και τη βοήθεια στην κατοπινή μας σταδιοδρομία. Ετσι ο Γιάννης βρήκε δουλειά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπό τον Μανούσο Μανούσακα και εγώ στην Πάντειο χάρη στον Γιώργο Τενεκίδη.

Γράψαμε μαζί στα αγγλικά δύο ιστορίες της νεότερης Ελλάδας (Hurst & Company, 2002 και Wiley – Blackwell, 2009), τον θεωρούσα πάντοτε τον πιο χαρισματικό ιστορικό της γενιάς μας για την πρωτότυπη σκέψη του και την καίρια χρήση των πηγών. Η εξοικείωσή του με τις βαλκανικές ταυτότητες, σε συνδυασμό με τη γνώση των κοινωνικών φαινομένων του 19ου αιώνα, απέδωσαν μεγάλο καταπίστευμα έργου.

Ως καθηγητής στο Αριστοτέλειο δημιούργησε ολόκληρη παράδοση ιστορικών στη Θεσσαλονίκη.

Η χάραξη των συνόρων της ελληνικής επικράτειας υπήρξε από τα πιο πρωτότυπα ερευνητικά του επιτεύγματα. Η ανάλυση των ελληνοβρετανικών σχέσεων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι από τις καλύτερες στιγμές του Κολιόπουλου («Παλινόρθωση, Δικτατορία, Πόλεμος. Ο βρετανικός παράγοντας στην Ελλάδα», Εστία, 1985).

Οι αντικειμενικοί στόχοι της ελληνικής και της βρετανικής κυβέρνησης δεν διέφεραν ριζικά την εποχή ανάμεσα στον ιταλικό και στον γερμανικό πόλεμο. Για την Ελλάδα, όμως, το πρόβλημα ήταν κατά κύριο λόγο πολιτικό. Αν η Ελλάδα επιθυμούσε τη βρετανική στρατιωτική βοήθεια, την ήθελε όχι μόνο για να εξουδετερώσει την ιταλική ισχύ, αλλά και για να αποτρέψει το ενδεχόμενο της γερμανικής εισβολής. Ο Μεταξάς ρώτησε τότε τον Βρετανό πρέσβη, στις 17 Νοεμβρίου 1940, αν οι Βρετανοί επιθυμούσαν να προκαλέσουν γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. «Αν ναι, ο Μεταξάς είχε διάθεση να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες τους, αλλά στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε και οι δύο χώρες, Ελλάδα – Βρετανία, να φέρουν την ευθύνη μιας τέτοιας απόφασης. Το Foreign Office, όμως, σε αντίθεση με τον Μεταξά, παράκαμπτε αυτές τις ενοχλητικές ερωτήσεις, σελ. 210». Αυτή και πολλές ακόμα πληροφορίες περιέχονται στα βιβλία του εκλιπόντος.

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή