ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δικαστική απερισκεψία

Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης του Δημήτρη Λιγνάδη κατά της πρωτόδικης απόφασης που τον καταδικάζει σε κάθειρξη δώδεκα ετών, ακόμη κι αν δεν είναι προβληματικό από τυπικά νομική σκοπιά, προκαλεί εύλογο προβληματισμό από πρακτική και κοινωνική άποψη. Tο τεκμήριο αθωότητας ισχύει προφανώς μέχρι την αμετάκλητη απόφαση, αλλά το ερώτημα παραμένει: με ποια λογική το δικαστήριο καταδικάζει κάποιον πρωτόδικα για βιασμό και την ίδια ώρα θεωρεί ασφαλές να τον αφήσει να πάει σπίτι του; Αν ο φερόμενος ως δράστης είναι πράγματι ένοχος, τι ακριβώς τον εμποδίζει να τελέσει εκ νέου το έγκλημα καθώς περιμένει την εκδίκαση της έφεσής του, εφόσον εξακολουθεί να έχει την απαιτούμενη επιθυμία και φυσική ικανότητα; Η απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο γνωστός σκηνοθέτης μοιάζει να έχει προκύψει από μια απαθή διαδικαστικότητα· σαν να μην ξέρουν αυτοί που την έλαβαν πώς λειτουργεί ο έξω κόσμος· σαν να τους λείπει η αγοραία μεν, αλλά τόσο απαραίτητη όταν μιλάμε για υποθέσεις με κοινωνικό αντίκτυπο, σπιρτάδα της «πιάτσας».

Από άλλη εποχή

Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο οι δικαστικές αρχές να έχουν χάσει αρκετά επεισόδια από τις τρέχουσες εξελίξεις σε διάφορα επιστημονικά πεδία πέραν του δικού τους και να αντιμετωπίζουν το έγκλημα του βιασμού αγνοώντας το ανθρωπολογικό του πλαίσιο. Πρόκειται για ένα είδος επιστημονικού ιδρυματισμού: «Αγνοώ ό,τι δεν εμπίπτει στη θεωρία που έχω διδαχτεί και απορρίπτω ως προσβολή την προοπτική επιμόρφωσής μου». Δεν θα είναι η πρώτη φορά που ο νομικός κόσμος δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε μια καινούργια πραγματικότητα – θυμόμαστε όλοι πόσο δυσανασχέτησαν με τον όρο «γυναικοκτονία» πολλοί νομικοί λίγο καιρό πριν. Η αλήθεια πάντως είναι ότι η δημοσιότητα ενός φερόμενου ως εγκλήματος, όπως είναι ο βιασμός, δεν στερεί από τον φερόμενο ως δράστη ούτε την όρεξη ούτε τα μέσα να επαναλάβει ό,τι έκανε. Ο βιασμός δεν είναι οικονομικό έγκλημα ούτε προμελετημένος φόνος για να συμβεί αποκλειστικά όταν «το επιτρέψουν οι συνθήκες». Συχνά, γίνεται περίπου ως χόμπι, χωρίς καν ο δράστης να θεωρήσει τον βιασμό ως τέτοιο («το θύμα το ήθελε!»), ενώ πυροδοτείται από ιδεολογικές και ψυχολογικές προδιαθέσεις που τον νομιμοποιούν στα μάτια του υπαιτίου («δεν ήταν βιασμός, ήταν πάθος»). Οι βιαστές ξαναβιάζουν επειδή θέλουν, επειδή δεν το βρίσκουν κακό, επειδή μπορούν.

Ενας ακόμη ρόλος

Παρ’ όλα αυτά, οι ανεπάρκειες των θεσμών δεν επιδέχονται μη θεσμικές λύσεις. Τα φαινόμενα κλαδικού ακτιβισμού που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα, με ηθοποιούς να διαβάζουν από σκηνής δακρύβρεχτες ανακοινώσεις εναντίον της αναστολής Λιγνάδη, δεν αποτελούν, βέβαια, την «παρέμβαση στη Δικαιοσύνη» που φοβούνται κάποιοι ελαφρώς υστερικοί – ωστόσο προσθέτουν σε μια ήδη νοσηρή κατάσταση το απολύτως αχρείαστο μικρόβιο της δραματοποίησης. Παράλληλα, ευτελίζουν το θέμα μετατοπίζοντάς το από την ουσιαστική του βάση στο πεδίο των εντυπώσεων και του λαϊκισμού. Το ζητούμενο από τη Δικαιοσύνη δεν είναι να αφουγκραστεί τις ευαισθησίες και τις απόψεις μας ή να απορροφήσει τον εκνευρισμό μας λες και είναι καθρέφτης και μπαλάκι αντιστρές ταυτόχρονα. Οι δε επικλήσεις στο περίφημο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» είναι ανεπίγνωστα αντιδημοκρατικές: κι αν αύριο το κοινό περί δικαίου αίσθημα απαιτήσει κρεμάλες; Αν απαιτήσει εξουδετέρωση όλων των ατόμων κάτω από 1,70; Από τη Δικαιοσύνη ζητούμε να βρίσκει νόμιμους, συνετούς και προηγμένους τρόπους να μας προστατεύει, όχι να μεταμορφώνει τη νομική επιστήμη σε ψηφοφορία ριάλιτι προγράμματος.

Ναρκισσισμός και αμετροέπεια

Δεν είναι σαφές αν η όψιμη ευαισθητοποίηση των ηθοποιών είναι προϊόν τύψεων για όσα δεν κατήγγελλαν όταν συνέβαιναν μπροστά τους ή της συνήθους ανάγκης τους για λίγο χειροκρότημα παραπάνω. Πάντως, σε ό,τι κι αν αποσκοπεί αυτή η εγκιβωτισμένη περφόρμανς, είναι άτοπη και δυνητικά επικίνδυνη. Η αντίληψη ότι το σφάλμα μιας μηχανής μάς κάνει αυτομάτως μηχανικούς ή αναιρεί τη χρησιμότητα της μηχανής και της τεχνολογίας εν γένει, προκύπτει από την περιφρόνηση που στην Ελλάδα επιδεικνύουμε συστηματικά έναντι της αυθεντίας. Και η περιφρόνηση αυτή δεν επιφέρει διορθώσεις, αλλά περαιτέρω αταξία, αυθαιρεσία και διάλυση. Οι αδυναμίες της νομικής επιστήμης θα διευθετηθούν από την ίδια την επιστήμη, όχι από υποδείξεις και μεθοδεύσεις όσων την αντιλαμβάνονται με συναισθηματική αποσπασματικότητα. Τα προτεταμένα δάχτυλα εναντίον των δικαστών έξω από το δικαστήριο θυμίζουν τις χυδαίες στρατηγικές διαβόητων λειτουργών της Δικαιοσύνης εντός του δικαστηρίου: και οι δύο πλευρές προωθούν πάθη εις βάρος της μεγάλης εικόνας.

Μικροκομματισμός ξανά

Δεν χρειάζεται να ενδώσει κανείς στον πειρασμό του περίφημου «whataboutism» («γιατί μιλάτε για εκείνο και όχι για το άλλο;») για να οσφριστεί στην υπόθεση Λιγνάδη το άρωμα του πολιτικού/κομματικού πολέμου. Η επικοινωνιακή ταύτιση του Δημήτρη Λιγνάδη με τη Λίνα Μενδώνη, κατόπιν και της δικής της αυτοενοχοποίησης ως εξαπατημένης, προκάλεσε εξ αντανακλάσεως την επικοινωνιακή ταύτιση Λιγνάδη – κυβέρνησης. Τώρα, οι βολές εναντίον του σκηνοθέτη μπορούν να χρησιμεύσουν, συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα, ως βολές εναντίον της Ν.Δ. Και είναι κάτι τέτοιες στιγμές που το QAnon δηλητήριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής αναδεικνύει πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη για σοβαρή και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή