ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ζουμερές αφηγήσεις

Τα άρθρα σε Μέσα του εξωτερικού που περιγράφουν μια ζοφερή, υπανάπτυκτη Ελλάδα, γεμάτη κινδύνους για τη δημοκρατία, είναι αντίστοιχης εγκυρότητας με εκείνα που γράφονται κατά καιρούς στα ίδια ή σε παρόμοια Μέσα και μιλούν για ελληνικά «θαύματα», την υβριδική Αθήνα της καινοτομίας, την εμβληματική Αθηναϊκή Ριβιέρα, τον παράδεισο των ψηφιακών νομάδων και πάει λέγοντας. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για υπερβολές που δημοσιεύονται σε κορυφαίους τίτλους όχι με πρόθεση παραπλάνησης, ούτε ως δείκτες απόλυτης δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας, αλλά επειδή αποτελούν όμορφα και ευπώλητα αφηγήματα: ακολουθούν τάσεις, επιβεβαιώνουν ή ανατρέπουν μαζικές προκαταλήψεις και συμβάλλουν στη δημιουργία του «κλίματος» που συμφέρει το εκάστοτε Μέσο πολιτικά ή ιδεολογικά. Αυτό δεν σημαίνει πως όποτε κάποια ξένη εφημερίδα επικρίνει ή επιβραβεύει την Ελλάδα λέει ψέματα· σημαίνει ότι το ξένο Μέσο, όσο σπουδαίο κι αν είναι, υπακούει στους ίδιους κανόνες που υπακούν όλα τα Μέσα· κυρίως θέλει να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των αναγνωστών του, οι οποίοι μπορεί και να μην έχουν ιδέα τι είναι η Ελλάδα.

Επαρχιωτισμός και εξωτισμός

Ο επαρχιωτισμός που παραδοσιακά επιδεικνύουμε όταν περιεργαζόμαστε την αντανάκλαση της Ελλάδας και των Ελλήνων στα μάτια ξένων, οξύνεται από τα εξωτικά χαρακτηριστικά που με πολωτικό τρόπο μάς αποδίδουν οι τελευταίοι. Η ήδη υπάρχουσα τάση μας να κολακευόμαστε υπερβολικά από τα κομπλιμέντα των άλλων (πόσο εύκολα βλέπουμε μαγεμένους φιλέλληνες όταν το θέλουμε!) και να οργιζόμαστε δυσανάλογα πολύ όταν τα κομπλιμέντα μετατρέπονται σε κριτική (τότε ξαφνικά βλέπουμε ζηλόφθονες εχθρούς) διογκώνεται από το γεγονός ότι οι εκτός Ελλάδας δυσκολεύονται να δουν τους Ελληνες ως κανονικούς ανθρώπους και την Ελλάδα ως κανονική χώρα. Αντιθέτως, επικρατεί μια λογική των άκρων: η ελληνική περίπτωση αντιμετωπίζεται είτε ως προβληματική είτε ως συγκινητική· οι Ελληνες λογίζονται είτε ως βουτηγμένοι στην παρακμή μέχρι το πιγούνι είτε ως πρεσβευτές κάποιου ερεθιστικού success story. Ακριβώς επειδή η εξωτερική ματιά αντιστέκεται πάντα στις ενδιάμεσες αποχρώσεις μας –εκείνες που δείχνουν ότι μοιάζουμε στους υπόλοιπους ανθρώπους περισσότερο απ’ όσο αυτοί θέλουν να πιστεύουν–, άρθρα σαν του Αλεξάντερ Κλαπ εξακολουθούν να κάνουν αίσθηση αντί να χωνεύονται με ψυχραιμία. Μας ενθουσιάζουν ή μας εξοργίζουν, γιατί νιώθουμε πως μας προσδιορίζουν ως εξαιρέσεις.

Σιγά το πράγμα

Σε κάθε περίπτωση, οι New York Times, το Monocle, ο Guardian ή το Condé Nast Traveller έχουν δικαίωμα να δημοσιεύουν ό,τι θέλουν κι εμείς έχουμε την υποχρέωση να αποβάλουμε το σύμπλεγμα ανωτερότητας/κατωτερότητας που μας προξενεί υπέρμετρη αναστάτωση (θετική ή αρνητική) κάθε φορά που κάποιος μας σχολιάζει. Η περιγραφή των πολιτικών ανωμαλιών μας δεν είναι και τόσο πρωτότυπη υπόθεση, ενώ η αναφορά στα επιτεύγματά μας (αληθινά ή ελαφρώς πλαστά) δεν είναι δα και λόγος να εκστασιαζόμαστε. Τα Μέσα με κύρος και διεθνή ακτινοβολία έχουν, προφανώς, ειδικό βάρος και ο λόγος τους δεν είναι απλώς διαπιστωτικός, αλλά πιθανόν επιτελεστικός· δίνει υπόσταση σε πρόσωπα και καταστάσεις, επηρεάζει με απτό τρόπο την πραγματικότητα: ένας «χιπ» αθηναϊκός δρόμος μπορεί να θεωρηθεί τέτοιος ακόμη κι αν δεν είναι, εφόσον το λέει το Time Out· το προφίλ ενός πολιτικού μπορεί να υποστεί γερό πλήγμα αν οι Times αποφασίσουν να το διαρρήξουν. Παρ’ όλα αυτά, οι εντυπώσεις είναι εντυπώσεις και οι απόψεις είναι απόψεις, είτε εκφράζονται σε ένα καφενείο είτε στην πολυτελέστερη έκδοση του πολυτελέστερου περιοδικού. Με λίγα λόγια, παραμένουν υποκειμενικές, όχι εντελώς αντιπροσωπευτικές της αλήθειας, και τίθενται πάντα υπό κριτική αμφισβήτηση.

Υπέρβαση του μέτρου

Γι’ αυτό και η κυβερνητική υστερία με αφορμή τα άρθρα του ξένου Τύπου για την υπόθεση των παρακολουθήσεων ήταν αδικαιολόγητη. Η στοχοποίηση δημοσιογράφων που καταγράφουν δυσάρεστα γεγονότα, καθώς και την άποψή τους επ’ αυτών, είναι μια παιδαριώδης εκδήλωση άρνησης: αρνούμαστε την πραγματικότητα που δεν μας συμφέρει· αρνούμαστε να συμφιλιωθούμε με το δικαίωμα του Τύπου να σκέφτεται ανεξάρτητα· αρνούμαστε την ύπαρξη ενός κόσμου όπου δεν είμαστε άνευ όρων συμπαθείς. Η εριστική στάση κυβέρνησης και φιλοκυβερνητικών προσώπων απέναντι σε όσους επιμένουν να αναδεικνύουν τις επισυνδέσεις ως δικαιοπολιτικό πρόβλημα δημοκρατίας είναι και ένα είδος αυτογκόλ: όσο περισσότερο νευριάζεις με μια καταγγελία, τόσο περισσότερο τη νομιμοποιείς· όσο περισσότερο σε βασανίζει, τόσο περισσότερο μοιάζεις να αμφιβάλλεις ότι έχεις δίκιο.

Περιέκτης και περιεχόμενο

Είναι όμως και κάτι ακόμη: τα άρθρα που γράφονται για την Ελλάδα στον ξένο Τύπο είναι συχνά γραμμένα από Ελληνες. Η περιβολή του άρθρου με το κύρος μιας σημαντικής επωνυμίας, παρότι είναι από μόνη της μια αδιαμφισβήτητη ένδειξη αξιοπιστίας, δεν συνεπάγεται απαλλαγή του αρθρογράφου από μεροληψίες, εμπάθειες, προσωπικές ατζέντες, αλλά και πολιτικές διασυνδέσεις με την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πως μια αντικυβερνητική τοποθέτηση μπορεί, πράγματι, να είναι λιγότερο προϊόν δημοσιογραφικού ζήλου και περισσότερο συγκαλυμμένη αντιπολιτευτική ενέργεια με κομματικό χρώμα. Η σημασία, όμως, βρίσκεται πρωτίστως στο περιεχόμενο της καταγγελίας και δευτερευόντως στην ταυτότητα του καταγγέλλοντος. Η συγκυρία δεν δικαιολογεί προσωπικές κόντρες, αλλά απαιτεί άμεση εμβάθυνση στην ουσία: εκεί είναι που η κυβέρνηση δεν πείθει καθόλου τελευταία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή