Ενας μινόρε μανές για τη Σμύρνη του 1922

Ενας μινόρε μανές για τη Σμύρνη του 1922

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε κάποιον παράδεισο, ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας συνεχίζουν ακόμη τον σκληρό διάλογό τους για το αν είναι διδακτή η αρετή, η πολιτική αρετή. Και θα τον συνεχίζουν αιωνίως, πάντα με σκηνοθέτη τον Πλάτωνα. Αιώνια είναι και μια άλλη συζήτηση, με τυπικά απλούστερο ερώτημα: είναι διδακτική η ιστορία; Φρονηματίζει όντως και παραδειγματίζει, όπως δείχνουμε να πιστεύουμε στους πανηγυρικούς μας; Σ’ αυτή τη συζήτηση μπορούν να συμμετέχουν πολύ περισσότεροι απ’ όσους έχουν την ικανότητα να αντιδικούν σε μια υψηλού επιπέδου διαμάχη για την αρετή, όπως ο «μαιευτήρας» Αθηναίος και ο Αβδηρίτης σοφιστής. Οι δύο συζητήσεις, περί διδακτέας αρετής και διδακτικής ιστορίας, διασταυρώνονται. Τέμνονται στο σημείο του ρηματικού επιθέτου «διδακτέος»: τι πρέπει να διδάσκουμε και τι μπορούμε να περιμένουμε από μια τέτοια διδασκαλία. Τα πράγματα όμως γίνονται πολύ πιο σύνθετα αν συνεκτιμήσουμε ένα υποκείμενο ερώτημα, που αφορά πλέον την τέχνη του λόγου, ποίηση και πεζογραφία: είναι διδακτική η λογοτεχνία; Οφείλει να προσπαθεί να λειτουργήσει διδακτικά, ψυχαγωγικά ή αυτοακυρώνεται όταν αναλαμβάνει ένα τέτοιο χρέος;

Αν η αρετή είναι διδακτή, όπως επέμενε ο Πρωταγόρας, τότε η λογοτεχνία, και ειδικότερα η ποίηση, είναι διδακτική, αναλαμβάνει δηλαδή τη δημόσια ευθύνη της, προτρέποντας ή αποτρέποντας. Εδώ θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε μια μεγάλη αλυσίδα ποιητών-πολιτών, από τον Σόλωνα και τις ελεγείες του έως τον Διονύσιο Σολωμό. Εστω τον Σολωμό του «Υμνου εις την Ελευθερίαν», προδήλως διδακτικού.

Η απαισιόδοξη απάντηση και στα τρία ερωτήματα είναι βεβαίως αρνητική: όχι πρώτο, η αρετή δεν διδάσκεται, ή τέλος πάντων τα αποτελέσματα της διδασκαλίας της είναι κατώτερα των προσδοκιών μας και της βαθιάς ανάγκης για εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Οχι δεύτερο, η ιστορία δεν διδάσκει, απόδειξη και η συνήθειά της να επαναλαμβάνει τις τραγωδίες της σαν τραγωδίες. Οχι τρίτο, η λογοτεχνία «δεν ανατρέπει καθεστώτα», πολιτικά ή ψυχικά. Αυτές οι τρεις απογοητευμένες απαντήσεις θα αποβούν και απογοητευτικές, θα παρωθήσουν δηλαδή στην παραίτηση και στη μοιρολατρία, ακόμη και στην άρνηση της ίδιας της εκπαίδευσης αλλά και της λογοτεχνίας, αν τις θεωρήσουμε αναμφισβήτητες και τελεσίδικες. Δεν είναι όμως. Βεβαίως και η πείρα είναι πικρή, αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγεί στον αυτοαφοπλισμό. Και δεν μας έχει οδηγήσει άλλωστε. Συνεχίζουμε να γράφουμε, να διαβάζουμε, να στέλνουμε τα παιδιά μας στο σχολείο, προσβλέποντας έστω σ’ εκείνο το καβαφικό «για λίγο» του μελαγχολικού Ιάσωνος Κλεάνδρου.

Σε σχέση με τα γραμματολογικά και ιδεολογικά δεδομένα της αρχαιότητας έχει σημειωθεί μια σοβαρή αλλαγή. Ο Πλάτων αρνιόταν να δεχτεί στην ιδανική «Πολιτεία» του την «ηδυσμένην Μούσαν», δηλαδή την ευφραντική ποίηση, επική και λυρική. Μόνο την ωφέλιμη καταδεχόταν, δηλαδή τους ύμνους στους θεούς και τα εγκώμια των εναρέτων. Γιατί αυτό; Επειδή, σύμφωνα και με τις παραδοχές της εποχής του, αλλά και των προγενέστερων, η πολιτική τέχνη του λόγου, η κοινωνικά λειτουργική και ιδεολογικά επιδραστική, ήταν η ποίηση. Γι’ αυτό και στο «Συμπόσιο» και στον «Φαίδρο» αποκαλεί τον πεζογράφο «ιδιώτη», ενώ ως «πολιτικό σύγγραμμα» εννοεί το ποιητικό. «Ιδιώτης» στον Πλάτωνα, εξηγεί ο Ιωάννης Συκουτρής, «είναι ο πεζογράφος εν αντιθέσει προς τον ποιητήν, διότι το έργον του δεν είναι δημόσιον λειτούργημα, δεν είναι διδάσκαλος του λαού, ούτε το παρουσιάζει εις δημοσίας τελετάς δι’ απαγγελίας ή διά παραστάσεως (διδασκαλίας), αλλά το καθιστά γνωστόν διά του βιβλίου, του οποίου η απόκτησις είναι υπόθεσις ιδιωτική».

H λογοτεχνία οφείλει να προσπαθεί να λειτουργήσει διδακτικά, ψυχαγωγικά ή αυτοακυρώνεται όταν αναλαμβάνει ένα τέτοιο χρέος;

Σήμερα η ποίηση έχει πάψει να είναι τέχνη της ακρόασης. Είναι και αυτή τέχνη της όρασης, της ανάγνωσης. Η καθαυτό λαϊκή τέχνη, ωστόσο, αν κρίνουμε και από τις πωλήσεις αντιτύπων, είναι η πεζογραφική. Αυτή είναι πλέον, δυνητικά, η πολιτική εκδοχή της λογοτεχνίας, άρα το ερώτημα αν η λογοτεχνία είναι διδακτική αφορά πρωτίστως την πεζογραφία. Αφορά λοιπόν και το μυθιστόρημα της Νάσης Τουμπακάρη «Μινόρε μανές» (εκδ. Αγρα, 2022). Ο εξηγητικός υπότιτλος του βιβλίου, «Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη, 1900-1922», μας προσφέρει τέσσερις γερές λαβές: τη λαβή του τόπου (Σμύρνη), τη λαβή του χρόνου (1900-1922), τη λαβή του κόσμου που κατοικεί τις σελίδες του βιβλίου (οι μουσικοί, οι ήδη καταξιωμένοι κι όσοι πασχίζουν να τους φτάσουν και να τους ξεπεράσουν) και, τέλος, τη λαβή της τεχνικής, της οπτικής: «μυθιστορηματική ανάπλαση».

Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με λογοτεχνία-ντοκουμέντο, παρότι ανάμεσα στους ήρωες του αφηγήματος υπάρχουν και πραγματικά πρόσωπα, δίπλα σε όσα έπλασε η μυθιστορηματική φαντασία. Και παρότι η διήγηση περνάει –χωρίς πάντως να διακόπτεται– και από φωτογραφίες ανθρώπων που τα στοιχεία τους τα βρίσκουμε στο ληξιαρχείο του πραγματικού βίου και όχι στο μαιευτήριο της συγγραφικής επινόησης. Δεν έχουμε επίσης σε καμία περίπτωση να κάνουμε με πρωτόλειο, παρότι αυτό είναι το πρώτο πεζογράφημα της Τουμπακάρη, έμπειρης ωστόσο αφενός στον θεατρικά δομημένο λόγο (θυμίζω τον μονόλογό της «Εγώ ο Μάρκος Βαμβακάρης», βασισμένον στην αυτοβιογραφία του μεγάλου ρεμπέτη που επιμελήθηκε η Αγγελική Βέλλου Κάιλ), αφετέρου στον λόγο περί μουσικής, σαν μουσικοπαιδαγωγός που είναι αλλά και συγγραφέας ενός εκπαιδευτικού οδηγού για τα λαϊκά όργανα, με αφηγητή εκεί ένα βιολί, καθώς και του βιβλίου «Ο Λιόντας: Ενα τραγούδι σε ήχους, τραγούδια, μουσικές παλιών επαγγελμάτων», που κι αυτό ανέβηκε ως θεατρική παράσταση.

Αν στις «ταινίες εποχής» αχθοφόροι της αυθεντικότητας είναι οι στολές των ηθοποιών και τα σκηνικά, στα πεζογραφήματα εποχής ή ιστορικού υποβάθρου ο κύριος συντελεστής αυθεντικότητας, όταν βέβαια η αφήγηση εκτυλίσσεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, είναι η γλώσσα. Γλώσσα που θέλει να είναι χρονοτοπικός δείκτης και κομιστής νοήματος με την ίδια της την εξωτερική μορφή και το λεξιλόγιό της. Το στοίχημα αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Η επιτυχία προϋποθέτει, αν όχι κάποια βιωματική σχέση με το ιδίωμα που θα αναπλαστεί, σίγουρα γερή μελέτη, μια ειδικότερη μελέτη μέσα στη γενική μελέτη που είναι απαραίτητη για να ανασυσταθεί μια αλλοτινή εποχή. Προϋποθέτει όμως και κάτι ακόμη, ίσως κρισιμότερο: την αίσθηση του ορίου. Αν η γλωσσική ανάπλαση εκπέσει σε αυτοσκοπό, η προσήλωση στην επίτευξη της αυθεντικοφάνειας θα στενέψει το βλέμμα του συγγραφέα, ή μάλλον η πείνα για αυθεντικοφάνεια θ’ αφήσει νηστικές τις άλλες παραμέτρους ενός μυθιστορήματος.

Ο «Μινόρε μανές», η πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση της βίαιης αλλά και τερπνής κατά περιόδους ενηλικίωσης του Φωτεινού (Φώτου) Χαρισιάδη, γιου του Ηπειρώτη Λιόντα Χαρίση που μετανάστευσε στη Σμύρνη κι άλλαξε το όνομά του σε Λεοντάρης Χαρισιάδης, σε πείθει από τις πρώτες σελίδες ότι κέρδισε το γλωσσικό στοίχημα. Ούτε εκζήτηση ούτε υπερβολές ούτε κόρος.

Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή