Η Αγγλική άνευ διδασκάλου

1' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το σπίτι είχε σχεδόν αδειάσει. Ενας σκουριασμένος θερμοσίφωνας έμενε μόνο να φορτωθεί στην καρότσα του φορτηγού και δυο-τρεις κούτες με ό,τι είχε απομείνει από την παλιά οικοσκευή: γαριασμένα πιάτα και ποτήρια, ένα καδράκι με κεντημένα λουλούδια –βελονιά γκομπλέν– και μερικές κορνίζες με ξεθωριασμένες φωτογραφίες.

Ολα αυτά που κάποτε συνέθεταν ένα νοικοκυριό ήταν τώρα άχρηστα. Θα κατέληγαν στη χωματερή. Το σπίτι είχε πωληθεί. Καινούργια έπιπλα και αντικείμενα θα έπαιρναν τη θέση τους στα δωμάτιά του, μετά την ανακαίνισή του, διαφορετικά βήματα και φωνές θα ηχούσαν στους χώρους του. Μια περαστική σταμάτησε μπροστά στην αυλόπορτα, εκεί όπου οι εργάτες είχαν ακουμπήσει τις κούτες. Ενα βιβλίο ίσα που φαινόταν θαμμένο κάτω από τα σκονισμένα αντικείμενα. Το τράβηξε και τίναξε τη σκόνη. «Η Αγγλική άνευ διδασκάλου», έκδοση της δεκαετίας του ’50. Το άνοιξε στην τύχη. Θέμα 72ον: «Ο πόλεμος επροξένησε μεγάλας καταστροφάς εις τας πόλεις μας, εις τους λιμένας μας και εις τα χωριά μας. Ομως οι επιδρομείς ηττήθησαν και εξεδιώχθησαν από την πατρίδα μας. Εντός ολίγου αι πόλεις, οι δρόμοι μας και οι λιμένες μας θα ανοικοδομηθούν. Τα πλοία μας θα διαπλεύσουν τους ωκεανούς πάλιν». Ακολουθούσε η αγγλική μετάφραση.

«Μπορώ να το κρατήσω;» ρώτησε τον οδηγό του φορτηγού. «Γιατί όχι; Για πέταμα πάνε όλα…». Αργότερα, πίνοντας καφέ στην πλατεία του ορεινού χωριού, έμαθε ότι όλα τα αγόρια εκείνης της οικογένειας είχαν φύγει μετανάστες στη Βόρειο Αμερική. Αλλος έγινε λογιστής, άλλος λογιστής, άλλος μάγειρας, άλλος άνοιξε παντοπωλείο. Ρίζωσαν στην Ατλάντα, στο Σικάγο, στο Τορόντο, στο Σιάτλ. Κανένας δεν επέστρεψε στον τόπο του. Βοηθούσαν, όμως, όσο μπορούσαν τους συγγενείς και συγχωριανούς τους. Θυμήθηκε τους δικούς της μετανάστες: τον αδελφό του προπάππου της, τον Μανώλη, που έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1906 με το ατμόπλοιο «Gera», με μόλις δέκα δολάρια στην τσέπη, και τον θείο της τον Πλούταρχο, ο οποίος έφυγε για την Αυστραλία επί χούντας, με τα λιγοστά του ρούχα, τα εργαλεία του ηλεκτρολόγου και μερικά 45άρια με τραγούδια του Καζαντζίδη, της Μοσχολιού, του Μπιθικώτση στη βαλίτσα του.

Σκέφτηκε πόσα χρωστάμε στις γενιές του ξεριζωμού και ταυτόχρονα της ελπίδας, στις γενιές με τις δύο πατρίδες. Και πως αυτό που σήμερα αποκαλείται ελληνισμός γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τους κόσμους, τις ζωές και τα όνειρα που «συναντήθηκαν» στις σελίδες μιας μεθόδου εκμάθησης της Αγγλικής άνευ διδασκάλου…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή