Πορεία συμφιλίωσης με την Ιστορία μας

Πορεία συμφιλίωσης με την Ιστορία μας

Είμαστε έτοιμοι να αντικρίσουμε την Ιστορία μας χωρίς φόβο και χωρίς πάθος; Μπορούμε να δεχθούμε ότι, ναι, υπάρχει λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας ή ότι το Τατόι πρέπει να διασωθεί ως κομμάτι της συλλογικής ιστορικής μας μνήμης;

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είμαστε έτοιμοι να αντικρίσουμε την Ιστορία μας χωρίς φόβο και χωρίς πάθος; Μπορούμε να δεχθούμε ότι, ναι, υπάρχει λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας ή ότι το Τατόι πρέπει να διασωθεί ως κομμάτι της συλλογικής ιστορικής μας μνήμης; Μπορούμε, τέλος, να είμαστε αμείλικτοι σε ό,τι αφορά την ιστορική αλήθεια αλλά παράλληλα να σεβόμαστε τα μνημεία, τους θεσμούς, τους πρωταγωνιστές της;

Αν ναι, σημαίνει ότι έχουμε επιτέλους ωριμάσει ως κοινωνία. Περάσαμε μερικές δεκαετίες κατά τις οποίες θεωρείτο ανάθεμα να ακουστεί η «άλλη άποψη». Θυμάμαι το σχετικό μπούλινγκ όταν πήρα την πρώτη συνέντευξη από τον Κωνσταντίνο, από τον Παττακό (από κοινού με τον Παύλο Τσίμα) ή την πρώτη φορά που μίλησε ανοιχτά για τα γεγονότα του 1965 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε μια τηλεοπτική συνέντευξη. Οι αντιδράσεις έμοιαζαν με αυτές των ιεροεξεταστών όταν έβλεπαν κάποιο βιβλίο που τους ενοχλούσε ή δεν βόλευε τη δική τους «αλήθεια». Δεν είχε νόημα να εξηγήσεις καν ότι σκοπός δεν είναι αυτοί οι άνθρωποι να κάνουν προπαγάνδα για τις θέσεις τους, αλλά να καταθέσουν, υπό πίεση, τη δική τους ιστορική μαρτυρία. Ούτε επίσης είχε νόημα να εξηγήσεις ότι εξίσου σημαντικό ήταν δημοσιογραφικά να μιλήσεις με τον Μάρκο Βαφειάδη, γιατί η Ιστορία είναι απλώς… Ιστορία. Το εκκρεμές είχε διανύσει μια τεράστια απόσταση και –προφανώς– έπρεπε να περάσει ικανό χρονικό διάστημα έως ότου ισορροπήσει. Εχουμε πάντως φτάσει πια σε καλό σημείο. Υπάρχουν ακόμη πάθη και είναι λογικό. Οι υστερίες, οι υπερβολές και η «καφρίλα» γίνονται όμως αντιληπτές σαν κάτι εξαιρετικά γραφικό και ξεπερασμένο.

Μπορούμε να είμαστε αμείλικτοι σε ό,τι αφορά την ιστορική αλήθεια αλλά παράλληλα να σεβόμαστε τα μνημεία, τους θεσμούς, τους πρωταγωνιστές της;

Αυτό δεν σημαίνει ότι ξέρουμε την Ιστορία μας. Κάθε άλλο. Το χειρότερο που παθαίνουμε άλλωστε σε αυτό τον τόπο είναι ότι παθιαζόμαστε με αυτήν, αλλά σε μεγάλο βαθμό την αγνοούμε. Να είναι τυχαίο ότι είναι ελάχιστες οι στιβαρές βιογραφίες των μεγάλων Ελλήνων ηγετών; Ή ότι μερικά από τα πιο ψύχραιμα και αντικειμενικά βιβλία για τα πιο αμφιλεγόμενα επεισόδια της σύγχρονης Ιστορίας μας έχουν γραφτεί από ξένους συγγραφείς; Εχουμε κάνει πρόοδο ασφαλώς. Οι δύο επέτειοι, για το 1821 και το 1922, οδήγησαν σε πληθώρα εκδόσεων και αφιερωμάτων. Σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας μας φωτίστηκαν και σημαντικά βιβλία μάς έδωσαν πολλές και στέρεες απαντήσεις. Εχουμε όμως ακόμη δρόμο να διανύσουμε.

Προς το παρόν, πάντως, μοιάζει να φοβόμαστε λιγότερο την Ιστορία μας. Ισως μάλιστα φτάσουμε στο σημείο που όλοι μας –ανεξαρτήτως πεποιθήσεων– θα πηγαίνουμε τα παιδιά ή τα εγγόνια μας και θα τους δείχνουμε τους βασιλικούς τάφους σαν ένα κομμάτι της Ιστορίας μας, χωρίς να φοβόμαστε ότι από μέσα θα ξεπηδήσουν βρικόλακες και δαίμονες του παρελθόντος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή