Πολλοί είναι οι πολιτικοί που σε κάνουν να θέλεις να τους ακούς – ακόμη κι όταν ξέρεις ότι θα σου προκαλέσουν μόνο θυμό. Πόσοι όμως είναι οι πολιτικοί που αντέχεις να διαβάσεις; Το στατικό κείμενο –που δεν επιτρέπει θεατρινισμούς και δημαγωγικά κόλπα– αποκαλύπτει τη σκευή του συντάκτη του. Και στην περίπτωση των πολιτικών, η σκευή αυτή είναι σχεδόν πάντα ψιλή και ξύλινη. Κόντρα πλακέ.
Ο Θόδωρος Πάγκαλος ήταν μια πολύ σπάνια εξαίρεση. Παρότι σταδιοδρόμησε ως τέρας του προφορικού λόγου –έχοντας έτοιμη, σαν πέτρα στην τσέπη, την απροσδόκητη φράση που θα έσπαζε τη σύμβαση–, αποκάλυπτε το βάθος του, που ο ίδιος έκρυβε, όταν έγραφε. Το πορτρέτο του στη συλλογική μνήμη είναι του μονίμως συνοφρυωμένου καβγατζή, που σήμερα θα λέγαμε «τοξικό». Είχε όμως τη συγκρότηση που του επέτρεπε να ονομάζει τα πράγματα και να αφηγείται τον κόσμο χωρίς να καταφεύγει στη νεκρή γλώσσα του πολιτικού μάρκετινγκ.
Ναι, το ύφος ήταν υπεροπτικό και δηλητηριώδες. Καθόλου καθωσπρέπει. Ομως ο Πάγκαλος δεν ήταν μόνο το ύφος του. Κρατώντας για χρόνια τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής, έδειξε και ιδιότητες η έλλειψη των οποίων έμελλε να γίνει οδυνηρά αισθητή στα χρόνια της χρεοκοπίας. Δεν είχε μόνο δυο βιβλιοθήκες πίσω από το καθημερινό σιχτίρι του. Είχε, χάρη στις βιβλιοθήκες, επίγνωση της ιστορίας και του κόσμου. Εβλεπε τον χάρτη, τρισδιάστατο, από ψηλά.
Οι αρετές αυτές βρίσκονταν όντως σε διαρκή ανταγωνισμό με το ταμπεραμέντο του. Δεν θα λείψει η ευκολία του να εκτροχιάζει κάθε πολιτική συζήτηση, ευτελίζοντάς τη σε έναν αγώνα προσωπικών προσβολών. Δεν θα λείψει ο τόνος που κάνει τώρα τις εξάρσεις του –όπως έχουν θησαυριστεί στο YouTube– να μοιάζουν σαν μια ακατάσχετη ροή «προϊστορικών» tweets πριν από το Twitter.
Ομως, ακόμη και αυτή η απύλωτη οξύτητά του πετύχαινε κάτι που λείπει από την εποχή του υπερεπιμελημένου πολιτικού λόγου. Ακύρωνε τις περιφράσεις και απαιτούσε αντίλογο ίσης ευθύτητας. Η ιστορική, χιλιομίσητη απόφανσή του –«σας διορίσαμε· τα φάγαμε όλοι μαζί»– ήταν ένα τέτοιο χαστούκι, σε ένα περιβάλλον λαϊκιστικής θωπείας. Ενα σοκ που με τα βολτ του προκάλεσε και ακόμη προκαλεί αγωνιώδη αναψηλάφηση του συλλογικού εαυτού.
Τι θα λείψει από το είδος «Πάγκαλος»; Οχι ο πατριαρχικός διδακτισμός και η επίδειξη της πυγμής του strongman – αυτό το εξουσιαστικό μοντέλο του εικοστού αιώνα που βασιζόταν στο δέος και στην επιβολή. Λείπει όμως το μέταλλο εκείνων των προσωπικοτήτων που πολιτεύονταν με τη φιλοδοξία να αλλάξουν την εποχή τους, προτού τους αφομοιώσει εκείνη. Μέσα στην προεκλογική γυάλα των φιλτραρισμένων προφίλ και της σιδερωμένης κοινοτοπίας –που ευφημιστικά μάθαμε να καταναλώνουμε ως «επικοινωνία»– λείπει η αυθάδεια της αυθεντικής πολιτικής σκέψης.
Ποιο από τα πολυδιαφημισμένα βιογραφικά που πολιτεύονται σήμερα ως ντρεσαρισμένοι πλασιέ του εαυτού τους είναι σε θέση να πει μια κουβέντα που θα αξίζει να τη μνημονεύουμε και αύριο; Ποιος καριερίστας της πολιτικής μπορεί να αναλάβει την ευθύνη της δικής του γλώσσας;
Σαν ριάλιτι
Αυτό δεν είναι προεκλογική αντιπαράθεση. Είναι το «Ποιος θέλει να γίνει Κατρούγκαλος».
Δοκάρια
Περισσότερο και από την μπάλα που ξέρεις, σημασία έχει να μπορείς να ορίζεις εσύ τα δοκάρια. Περισσότερο και από την ποιότητα του επιχειρήματος, σημασία έχει να προλάβεις να οριοθετήσεις εσύ το τερέν της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Αυτό φαίνεται στη δεύτερη φάση της μακράς προεκλογικής περιόδου που ζούμε. Δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στον προβληματισμό αμφιθεάτρου για το μείγμα της φορολογικής πολιτικής. Περισσότερη σημασία για το εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται να έχει η επιτυχία της πλειοψηφικής δύναμης να επιβάλει στη συζήτηση τους δικούς της όρους. Η «κοστολογημένη» Ν.Δ. κρατάει το μονοπώλιο της υπευθυνότητας, δαιμονοποιώντας τους αντιπάλους της ως ανεύθυνους και ακοστολόγητους. Το πέτυχε με τον ΣΥΡΙΖΑ του Κατρούγκαλου. Το επιχειρεί τώρα ανηλεώς με τους άμαθους στην πίεση νεοπασόκους – που έχουν βολευτεί, τόσα χρόνια, στην αόριστη αντιπολίτευση και καλούνται για πρώτη φορά να λογοδοτήσουν με νούμερα. Η Ν.Δ. μοιάζει έτσι να «τρέχει» την ίδια καμπάνια με άλλο αντίπαλο – και όχι άσκοπα. Το μήνυμα είναι ότι ο πρώτος είναι η λύση. Ολοι οι άλλοι είναι ΣΥΡΙΖΑ.