«Ο φανταστικός παράδεισος των ατόμων»

«Ο φανταστικός παράδεισος των ατόμων»

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η σκέψη ότι γράφτηκαν πολλά για τον Κούντερα στον Τύπο, με αφορμή τον θάνατό του, δεν στάθηκε ικανή για να με αποτρέψει να πω και εγώ λίγα δικά μου. Τον πρωτοδιάβασα όταν εκδόθηκε στα ελληνικά το «Αστείο» (1971), χωρίς να γνωρίζω καν το όνομά του, από εμπιστοσύνη στον εκδότη του βιβλίου (Κάλβος). Με συνάρπασε, όπως και πολλούς άλλους νεαρούς αναγνώστες της εποχής (δικτατορία), και έκτοτε η αναγνωστική σχέση με το έργο του, στα ελληνικά ή στα γαλλικά, έγινε σταθερή. Τούτο το μικρό κείμενο είναι προσωπική οφειλή: ο Κούντερα, με τα μυθιστορήματα και τα δοκίμιά του μου έμαθε να διαβάζω μυθιστόρημα. Αυτό έγινε σιγά σιγά, υποδόρια και ανεπαίσθητα στην αρχή, όλο και πιο συνειδητά και αποσαφηνισμένα με το πέρασμα του χρόνου. Δεν μου έμαθε μόνο τον τρόπο να διαβάζω μυθιστόρημα, αλλά προσανατόλισε κιόλας την αναγνωστική προσοχή μου σε πολλούς συγγραφείς, όπως, ένα παράδειγμα ανάμεσα στα τόσα, στον Χέρμαν Μπροχ.

Ο Κούντερα ήθελε να συστήνεται αποκλειστικά ως μυθιστοριογράφος, όχι ως συγγραφέας γενικά και αόριστα. Μυθιστοριογράφος: αυτή είναι η μόνη ιδιότητα που διεκδικούσε. Θυμίζω τον γνωστό διάλογο που έφτιαξε ο ίδιος στις «Προδομένες διαθήκες» (Εστία, 1995, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, σ. 176-177): «”Είστε κομμουνιστής, κύριε Κούντερα; – Οχι, είμαι μυθιστοριογράφος”. “Είστε διαφωνών; – Οχι, είμαι μυθιστοριογράφος”. “‘Είστε αριστερός ή δεξιός; – Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είμαι μυθιστοριογράφος”». Η Ευρώπη του Κούντερα, η Ευρώπη την οποία αγαπούσε (ακριβέστερα: την οποία νοσταλγούσε), είναι η Ευρώπη του μυθιστορηματικού πνεύματος. Το μυθιστόρημα είναι, για τον Κούντερα, η χρυσή κιβωτός στην οποία φυλάσσεται και διασώζεται η ουσία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή ο σεβασμός προς το άτομο, ο σεβασμός στην πρωτότυπη σκέψη και το δικαίωμα για μια απαραβίαστη προσωπική ζωή, κατά πως είπε καταληκτικά στην περίφημη ομιλία του στην Ιερουσαλήμ «Το μυθιστόρημα και η Ευρώπη» («Η τέχνη του μυθιστορήματος», νέα έκδοση, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία 2023, σ. 183). Η Ευρώπη του Κούντερα είναι ο πολιτισμός του ατόμου, και «ο άνθρωπος γίνεται άτομο ειδικά όταν χάσει τη βεβαιότητα της αλήθειας και την ομόφωνη συναίνεση των άλλων. Το μυθιστόρημα είναι ο φανταστικός παράδεισος των ατόμων» (στο ίδιο, σ. 177-178). Με άλλα λόγια, όταν λέμε «η Ευρώπη του μυθιστορήματος» ή «η Ευρώπη του ατόμου» λέμε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα.

Ο Κούντερα ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στη στρα- τευμένη λογοτεχνία ή στο μυθιστόρημα με θέση.

Ο μυθιστοριογράφος δεν ταυτίζεται με καμία ιδεολογία, ηθική ή συλλογικότητα, δεν είναι φερέφωνο των ιδεών τους, δεν είναι φερέφωνο ούτε καν των δικών του ιδεών (στο ίδιο, σ. 176). Ο Κούντερα ήταν, ως γνωστόν, κατηγορηματικά αντίθετος στη στρατευμένη λογοτεχνία ή στο μυθιστόρημα με θέση. Το μυθιστόρημα εξερευνά τις αναρίθμητες υπαρκτικές δυνατότητες του ανθρώπου μέσα από συγκεκριμένα πρόσωπα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται το μυθιστόρημα, εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο της φιλοσοφίας. Δεν μιλάει για τον θάνατο γενικά αλλά για τον θάνατο του Ιβάν Ιλιτς. Οπως το μυθιστόρημα έχει τη δική του σκέψη, το ίδιο έχει και τη δική του ηθική, που δεν είναι άλλη από την αναστολή ακριβώς της ηθικής αποτίμησης. Στην ανεκρίζωτη τάση του ανθρώπου «να αποτιμά αμέσως και διαρκώς τους πάντες, να αποτιμά πριν και χωρίς να καταλάβει» έρχεται το μυθιστόρημα και, εντελώς αντίθετα, «μαθαίνει τον αναγνώστη να είναι περίεργος για τον άλλο και να προσπαθεί να κατανοήσει τις αλήθειες που διαφέρουν από τις δικές του» («Οι προδομένες διαθήκες», σ. 15-16).

Ο συγγραφέας, όσο δεν ταυτίζεται με ιδεολογίες, κόμματα, πατρίδες, άλλο τόσο δεν ταυτίζεται ούτε με την ίδια τη ζωή του. Το συγγραφικό εγώ είναι άλλο από το εγώ που εκδηλώνεται στην ιδιωτική και κοινωνική ζωή του συγγραφέα. Ο Κούντερα συμφωνεί μέχρι κεραίας με την πολεμική του Προυστ κατά του Σαιντ-Μπεβ, που πίστευε ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον υπόλοιπο άνθρωπο, τις απόψεις του, τα χούγια του, τα ελαττώματα ή τις αρετές του (στο ίδιο, σ. 293). Είναι σφοδρός πολέμιος του βιογραφισμού, τον οποίο θεωρεί τελικά μισόμουσο. Στην «Τέχνη του μυθιστορήματος» έγραψε σχετικώς τα εξής θαυμάσια (σ. 158): «Σύμφωνα με μια πασίγνωστη μεταφορά, ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει το σπίτι της ζωής του, για να χτίσει με τα τούβλα αυτά ένα άλλο σπίτι: το σπίτι του μυθιστορήματός του. Που σημαίνει ότι οι βιογράφοι ενός μυθιστοριογράφου ξεφτιάχνουν αυτό που έφτιαξε ο μυθιστοριογράφος και ξαναφτιάχνουν αυτό που ξέφτιαξε. Η δουλειά τους, καθαρά αρνητική από την άποψη της τέχνης, δεν μπορεί να φωτίσει ούτε την αξία ούτε το νόημα ενός μυθιστορήματος. Απ’ τη στιγμή που ο Κάφκα τραβάει την προσοχή περισσότερο από τον Γιόζεφ Κ., έχει ξεκινήσει η διαδικασία του μεταθανάτιου θανάτου του». Εδώ βρίσκεται ο πραγματικός λόγος που ο Κούντερα δεν έδινε συνεντεύξεις, και όχι επειδή τάχα δεν συμπαθούσε τους δημοσιογράφους. Ολες οι απαντήσεις, έλεγε, υπάρχουν μέσα στα βιβλία του. Για τον ίδιο λόγο ήταν αντίθετος στην έκδοση της ιδιωτικής αλληλογραφίας ή του ημερολογίου των συγγραφέων.

Σημασία έχει μόνο το έργο. Συμφωνώ απολύτως, αλλά ποιο είναι αυτό; Η απάντηση του Κούντερα είναι σαφής: ό,τι ο ίδιος ο συγγραφέας όρισε ως έργο του, από το σύνολο των ολοκληρωμένων βιβλίων του (όχι πάντως σχεδιάσματα και μισοτελειωμένα κείμενα). Αυτό ακριβώς έκανε και με το δικό του στη δίτομη έκδοση της Pléiade (2011), την οποία επιμελήθηκε ο Ρανσουά Ρικάρ (1947-2022), ο καλύτερος γνώστης του έργου του (βλ. στα ελληνικά το βιβλίο του «Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές. Δοκίμιο για το έργο του Μίλαν Κούντερα», μτφρ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας/Εστία ιδεών, 2005). Η έκδοση τηρεί πιστά τη βούληση του Κούντερα: δεν περιέχει υποσημειώσεις, βιογραφικό σημείωμα, πρώτες γραφές και σχεδιάσματα. Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να προσθέσω πως δεν χρειάζεται να ακολουθήσουμε, για πολλούς λόγους, τον μεγάλο μυθιστοριογράφο στην απολυτότητά του (στην οποία ούτε ο ίδιος έμενε πιστός, όταν επρόκειτο για τον Κάφκα, βλ. «Οι προδομένες διαθήκες», σ. 303-304). Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι, αν το κάναμε, θα χάναμε αμέτρητους πνευματικούς θησαυρούς, γιατί δεν είχαν όλοι οι συγγραφείς την παγκόσμια αναγνώριση του Κούντερα, ώστε να μπορούν να επιβάλουν εν ζωή και με τους όρους τους την έκδοση των Απάντων τους στην Pléiade, ούτε είχαν την υγεία του και την καλότυχη μακροβιότητά του. Για να το πω με ένα μόνο ελληνικό παράδειγμα, ανάμεσα στα χιλιάδες, αν ακολουθούσαμε αυτή την άποψη, δεν θα είχαμε Σολωμό. Ενας άλλος λόγος είναι πως δεν μπορώ να δεχτώ αυτή την απαξίωση της φιλολογικής επιστήμης. Οι φιλόλογοι πράγματι πολύ συχνά μικρολογούν, αλλά χάρη στη δική τους επίμοχθη εκδοτική εργασία μπορούμε και διαβάζουμε τους μεγάλους συγγραφείς σε αξιόπιστες εκδόσεις. Το κρίσιμο ερώτημα, το οποίο θα αφήσω αναπάντητο, είναι άλλο: έχουμε δικαίωμα να μελετάμε και, πολύ περισσότερο, να κρίνουμε τον Κούντερα από τα κείμενα που ο ίδιος αποφάσισε να μη συμπεριλάβει στην οριστική έκδοση του έργου του;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή